“Οι Τούρκοι έρχονται στην Ελλάδα για να αισθανθούν ελεύθεροι”
Συνέχεια ακούμε για "ελληνο-τουρκικές φιλίες", για ελληνο-τουρκικά φεστιβάλ και φιέστες αγάπης, για ελληνο-τουρκικούς έρωτες, για ενθουσιασμούς από τις ορδές των Τούρκων τουριστών που αναζωογονούν τον ελληνικό τουρισμό... Γενικά για μία "ωραία ατμόσφαιρα". Αυτή είναι η μία εικόνα των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας.
Η άλλη εικόνα, η πολιτική και αυτή των καθημερινών προκλήσεων, όχι μόνο αγάπες και λουλούδια δεν έχει, αλλά ένταση στο Αιγαίο, διαρκείς παραβιάσεις, ισχυρισμούς της Άγκυρας για Αιγαίο, υφαλοκρηπίδα, "γκρίζες ζώνες", νησιά "διεκδικούμενα". Όλα αυτά μαζί με ατάκες "φαρμακερές" από Προέδρους, Πρωθυπουργούς και Υπουργούς εδώ και δεκαετίες, στην συντριπτική πλειονότητα από την πλευρά της Τουρκίας.
Δύο εικόνες αντιφατικές. Τελικά αυτοί οι Έλληνες και οι Τούρκοι αγαπιούνται ή μισιούνται; Οι σχέσεις είναι καλές ή εχθρικές, αγαστές ή επιφανειακές; Μήπως πηγαίνοντας πίσω "στον τόπο του εγκλήματος", μπορείς να καταλάβεις καλύτερα; Μήπως εκεί που γράφτηκε ένα κομμάτι από την "παράλληλη ιστορία και μοίρα" της σύγχρονης Ελλάδας και Τουρκίας, μήπως εκεί κάποια απάντηση στο "τι συμβαίνει επιτέλους μεταξύ μας";
Πήγα προ ημερών σε ένα χωριό έξω από το Τσεσμέ της Σμύρνης, το Γκερμιγιάν, όπου διεξήχθη το 4ο Τουρκο-Ελληνικό φεστιβάλ. Ο στόχος γνωστός: να βρεθούν πάλι μαζί οι Τούρκοι του χωριού με τους Χιώτες από την απέναντι όχθη, οι πρόγονοι των οποίων είχαν διωχθεί από το συγκεκριμένο χωριό με την καταστροφή της Σμύρνης.
Οι Χιώτες ήρθαν, έκλαψαν, διηγήθηκαν ιστορίες γλυκές και πικρές των προγόνων τους και οι Τούρκοι κάτοικοι θυμήθηκαν τι ωραία περνούσαν με τους Έλληνες πριν από έναν αιώνα. Όλα ωραία και καλά, μέχρι που ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του "Πανεπιστημίου Αιγαίου" στη Σμύρνη, Ενγκίν Ονέν, μιλώντας στο Φεστιβάλ είπε ότι το χωριό αυτό ήταν μέχρι το 1922 κατά κύριο λόγο ελληνικό, δηλ. η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Έλληνες και η ελληνική ήταν η κυρίαρχη γλώσσα. Η συγκεκριμένη αναφορά του Τούρκου καθηγητή δεν άρεσε όμως στους Τούρκους, παρότι μίλησε για σχεδόν έναν αιώνα πριν και πίσω.
Άμεσα κάποιοι από το κοινό αντέδρασαν και στη συνέχεια δημιουργήθηκε αναστάτωση στο χωριό, με τους κατοίκους να συζητούν "γιατί να πει τέτοιο πράγμα ο καθηγητής;", γιατί να παραδεχθεί ένας Τούρκος ότι ο κύριος, αυτόχθων πληθυσμός της περιοχής ήταν ο ελληνικός, γιατί παρέβλεπε το τουρκικό στοιχείο και τόνιζε την ελληνικότητας της περιοχής;
Έτσι, το "αναμνηστικό κλίμα" άλλαξε για λίγο και το…ζιζάνιο της πολιτικής προστριβής άρχισε πάλι να "τρώει" το ...μέσα των ανθρώπων του χωριού.
Ο Καθηγητής Ενγκίν Ονέν, ο οποίος είναι και ο διοργανωτής του Φεστιβάλ όλα αυτά τα χρόνια, μου εξήγησε γιατί πιστεύει ότι οι κοινωνίες της Ελλάδας και της Τουρκίας αισθάνονται ακόμη αυτή το "τσίμπημα" και την ενόχληση που φτάνει μέχρι και το μίσος μερικές φορές, ιδίως από τους Τούρκους, παρά τις συνεχείς προσπάθειες προσέγγισης. Το "αγκάθι" κατά τον κ. Ονέν είναιό,τι "οι κοινωνίες δεν ξεχνούν εύκολα. Πολλοί κουβαλούν για δεκαετίες τις εθνικιστικές τους απόψεις. Όλοι οι εθνικιστές σκέφτονται πάντα εγωκεντρικά. Αυτοί είναι πάντα οι καλοί και οι άλλοι είναι οι εχθροί. Δημιουργούν μύθους όπως ότι "ο ελληνικός στρατός έκοψε τα στήθη των γυναικών στην Τουρκία", με προφανή στόχο να δημιουργήσουν "αίσθημα μίσους". Κι αυτό υποδαυλίζεται ακόμη περισσότερο από εκείνους τους πολιτικούς που αναζωπυρώνουν τα πάθη με εθνικιστικές κορώνες. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν πολύ πιο εύκολα να περάσουν ένα μήνυμα μέσω του εθνικισμού και να προκαλέσουν το συναίσθημα. Αυτό το εκμεταλλεύονται πολύ καλά οι πολιτικοί για να χειραγωγήσουν τις μάζες τους», αναφορές που ...φωτογραφίζουν ιδιαίτερα συγκεκριμένο ηγέτη μιας εκ των δύο χωρών!
Όσο δεν υπάρχει ηρεμία στο εσωτερικό, τόσο η Τουρκία εξάγει προβλήματα
Η τουρκική πολιτική, δεδομένων όσων συμβαίνουν επί μήνες στο Αιγαίο και την ρητορική γύρω απο την Συνθήκη της Λωζάνης, χρησιμοποιεί τον εθνικισμό για εσωτερική κατανάλωση ή έχει στο πίσω μέρος του μυαλού της και αληθινές διεκδικήσεις; Ο Ενγκίν Ονέν εκτιμά ότι ο Ταγίπ Ερντογάν έχει "κάψει" την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, όπως λέει χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό και υπάρχει μεγάλη φυγή διανοουμένων από την Τουρκία. Όσο δεν υπάρχει ηρεμία στο εσωτερικό, παραδέχεται ο Ενγκίν Ονέν, τόσο η Τουρκία εξάγει το πρόβλημα στο εξωτερικό. Μία εξήγηση στην οποία βασίζεται πολύ συχνά η ελληνική πολιτική ανάλυση, αλλά που δεν ακούγεται εύκολα από τουρκικά χείλη. "Γι’ αυτό το λόγο πηγαίνουμε και στην Ελλάδα. Για να αισθανθούμε πιο ελεύθεροι" λέει ο Ενγκίν Ονέν.
Στην ερώτηση για το αν η ρητορική του Ερντογάν είναι στο βάθος επεκτατική ή απλά απειλεί για να αποκομίσει οφέλη προσωπικά ή εσωτερικής κατανάλωσης, ο Τούρκος καθηγητής είναι κάθετος, "μόνο απειλεί", λέει και βέβαια "όχι ευθέως ο ίδιος, αλλά βάζοντας τους εθνικιστές, όπως τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί, να λέει "θέλουμε το Κιρκούκ ή τη Μοσούλη" και να δίνει νέες μεγαλεπήβολες εθνικές προοπτικές στον απλό πολίτη της Τουρκίας.
Γιατί η Τουρκία δεν πήρε τα ελληνικά νησιά;
Πολλοί ρωτούν ακόμη και σήμερα στην Τουρκία, κυρίως από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, γιατί ο Ατατούρκ το ’22 δεν προχώρησε να καταλάβει και τα ελληνικά νησιά, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Ενγκίν Ονέν διηγήθηκε έναν μικρό διάλογο, πάνω στο ίδιο ερώτημα, που έγινε στον ίδιο τόπο, σχεδόν πριν απο έναν αιώνα. Όπως είπε "Τέσσερα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ο Κεμάλ Ατατούρκ ήρθε στο χωριό μας, το Γκερμιγιάν. Οι κάτοικοι τον ρώτησαν γιατί δεν προχώρησε, να πάρει και τα ελληνικά νησιά. Ο Κεμάλ Ατατούρκ τότε τους απάντησε "Δεν θα ήταν σωστό να πάτουμε και τα νησιά. Μέχρι να πάρουμε την Σμύρνη χύθηκε πολύ αίμα και πέθαναν πολλοί στρατιώτες". Το ερώτημα λοιπόν έχει απαντηθεί απο τότε και πιά δεν έχει καμία έννοια για την Τουρκία, όμως ξανατίθεται για εθνικιστικούς και μόνο λόγους".
Από τις Μάγισσες… στις Λεϋλές της Σμύρνης
Οι Έλληνες έφυγαν λοιπόν, οι Τούρκοι ήρθαν στο Γκερμιγιάν και στόχος του φεστιβάλ ήταν να καταδείξει αυτή τη συνέχεια της ύπαρξης του χωριού με μία οσμή, αλλά κυρίως με μία… γεύση παρελθόντος.
Το χωριό Γκερμιγιάν, σύμφωνα με τις καταγραφές, συναντάται από το 1430 με την ονομασία "Γκερμιγιάν–Κόκκινη εκκλησία". Σήμερα δεν υπάρχει καμία εκκλησία που να διασώζεται στο χωριό.
Παρέμειναν όμως τα ελληνικά φαγητά, αφού οι νέες "Κατίνες-Λεϋλές" κατάφεραν και κράτησαν καλά φυλαγμένες τις συνταγές των… "Μαγισσών της Σμύρνης". Οι γυναίκες του χωριού με τη βοήθεια των μανάδων και των γιαγιάδων τους φτιάχνουν ακόμη την "kopanisti", όπως την λένε οι Τούρκοι, ή αλλιώς "χτυπητή", όπως τη λένε οι Έλληνες. Κοπανούν ακόμη τις ελιές και τις κάνουν τσακιστές, όπως και οι μανάδες μας στην Ελλάδα. Φτιάχνουν μουστοκούλαρα στην κατσαρόλα και ζυμώνουν ακόμη το ψωμί στο φούρνο με τα ξύλα.
Και στο τέλος, όταν έχουν τελειώσει με τις δουλειές και το μαγείρεμα, αρχινίζουν οι χοροί και τα τραγούδια. Ζεϊμπέκικο βαρύ, σαν την ιστορία του τόπου. Όνομα ίδιο, βήματα διαφορετικά. Δεν είναι ώρα να ψάξουμε ποιος τον πρωτοχόρεψε καλύτερα… Θα μπλεχτούμε όπως με τον μπακλαβά, τον λουκουμά και τα ...παραμύθια της Χαλιμάς.
Ό,τι δεν γκρεμίζεται …ζωγραφίζεται
H Νουράν Ερντέν, μία μεσόκοπη γυναίκα που εμφανισιακά μόνο για καλλιτέχνη δεν την περνάς με τα μπιρμπιλωτά σαλβάρια και τις ασυνάρτητες μαντήλες, έχει βαλθεί εδώ και κάποια χρόνια να βάφει κι έναν τοίχο την ημέρα στο Γκερμιγιάν προκειμένου να κρύψει την ασχήμια τους.
Ο τοίχος-σήμα κατατεθέν του χωριού, θεωρείται αυτός ο τοίχος με τα σαλιγκάρια και ο λόγος είναι ότι το χωριό έχει ανακηρυχθεί ως "χωριό slow food", δηλ. το χωριό που όλοι τρώνε αργά, γιατί μόνο έτσι απολαμβάνουν το φαγητό και κατ΄ επέκταση τη ζωή.
Ωστόσο στην ίδια αρέσουν τα λουλούδια στους τοίχους. Γιατί λουλούδια; Όπως η ίδια η "ζωγράφος" εξηγεί, τα λουλούδια δημιουργούν συναίσθημα χαράς, ευφορίας. Άλλοι μπορεί να γράφουν στους τοίχους, αλλά η ίδια προτιμά τα χρώματα και τη χαρά. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο πληροφορίες για το συγκεκριμένο χωριό, οι πρώτες φωτογραφίες που βλέπει κάποιος είναι αυτοί οι χρωματιστοί τοίχοι της Νουράν Ερντέν.
Οι Έλληνες πρόσφυγες διηγούνται…
Στο Φεστιβάλ ήταν καλεσμένοι αρκετοί απόγονοι Ελλήνων προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι οποίοι διηγήθηκαν τις ιστορίες των παππούδων και των γιαγιάδων σαν να ήταν οι ίδιοι που βίωσαν τα γεγονότα και τη ζωή των προγόνων τους. Προφανώς δεν είναι μόνο οι Τούρκοι που έχουν ανάμεικτα συναισθήματα για τους "άλλους"’, τους "εχθρούς"’, αλλά είναι και κάποιοι Έλληνες που αισθάνονται το ίδιο. Όμως, σε αυτό το νέο συναπάντημα, επέλεξαν να θυμηθούν μόνο τα καλά.
Ο παππούς και η γιαγιά της Κατερίνας Κουσκουσάκη ζούσαν στο χωριό που σήμερα ονομάζεται Ρέις Ντερέ και έφυγαν κακήν κακώς το ’22. Ήταν γεωργοί και πριν την καταστροφή της Σμύρνης ζούσαν ήρεμα. Όπως εξηγεί σήμερα η εγγονή, για να ξεφύγουν από το διωγμό, ένας γείτονας Τούρκος τους βοήθησε, φυγαδεύοντάς τους από τον τουρκικό στρατό. Για το αν υπάρχει ακόμη μίσος μεταξύ των λαών, η Κατερίνα δηλώνει καλοπροαίρετη και ότι όλα τα προβλήματα που υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών σήμερα είναι "υποκινούμενα".
Ο 78χρονος Μάρκος Γιαννιτσάκης μίλησε για τον πατέρα του που γεννήθηκε στο Ρέις Ντερέ το 1913 και έμεινε εκεί μέχρι το 1922. Η Τουρκία είναι η δεύτερη του πατρίδα και πως όσο είναι καλά στην υγεία του θα πηγαίνει.
Κι ύστερα πήρε το μπουζούκι του κι άρχισε να παίζει ελληνικά τραγούδια, τα οποία σιγοτραγουδούσαν στα τουρκικά και οι κάτοικοι του Γκερμιγιάν.
"Είναι ένα μνημόσυνο για εκείνους που έφυγαν με τον καημό της επιστροφής", είπε η Κατίνα Γεωργούλη η οποία συγκινημένη θυμάται ότι για πρώτη φορά είχε πάει στο Ρέις Ντερέ πριν από χρόνια, αλλά δεν κατάφερε να βρει το σπίτι της γιαγιάς της παρά την καλή περιγραφή που της είχε κάνει. "Ο μικρότερος αδερφός μου ήρθε πρώτη φορά εδώ στο χωριό των προγόνων μας. Πήρε λίγο χώμα και τα έδωσε στη γιαγιά μας", είπε η Κατίνα Γιωργούλη. Θυμάται τις ιστορίες της γιαγιάς της που της έλεγε συνέχεια ότι θα γυρίσει πάλι. Για αυτό έκρυψαν τις χρυσές λίρες της οικογένειας μέσα στον τοίχο του σπιτιού τους για να μην χαθούν. "Η γιαγιά μου δεν επέτρεψε ποτέ ξανά", λέει με πόνο η Κατίνα Γιωργούλη. Θυμάται ακόμη πως για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων η γιαγιά της, τη μέρα που έφευγαν από το χωριό τους, είχε φορέσει μαντίλα στο κεφάλι, για να μοιάζει με μουσουλμάνα κι έτριβε κρεμμύδι στο πρόσωπο της για να κοκκινίσει και να φαίνεται άσχημη.
Ο πρώην Δήμαροχς Χίου, Μάρκος Μεννής, μίλησε για τη γιαγιά του, που στα 10 της χρόνια αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό της το 1922. "Ήταν όμως δύσκολο να δραπετεύσουν χωρίς να τους αντιληφθεί κανείς. Γλίτωσαν χάρη σε μια οικογένεια Τούρκων που αγαπούσαν πολύ την οικογένεια της γιαγιάς μου. Όταν ξεκίνησαν τα γεγονότα, εκείνοι τους πήραν στο σπίτι τους και τους έκρυψαν μέχρι που κατάφεραν μια νύχτα να τους βάλουν σε μια βάρκα και να περάσουν απέναντι, στη Χίο. Άφησαν τα πάντα πίσω τους και δεν ξαναήρθαν ποτέ", ανέφερε.
Απο όσα άκουσα και κατάλαβα, στο ερώτημα που συνεχίζει να πλανάται, "αν αγαπιούνται ή μισούνται οι Έλληνες και οι Τούρκοι’, η απάντηση που έδωσα απο την εμπειρία μου στο φεστιβάλ είναι "και τα δύο, αλλά χωρίς ιδιαίτερο φόβο ή πάθος πια".
Madeleine Staff: Η Σουηδή που αγάπησε Έλληνες και Τούρκους
Και όσο Έλληνες και Τούρκοι αγαπιούνται και μισούνται, η Madeleine Staff αγάπησε και τους δύο και εδώ και 30 χρόνια μένει με τον άντρα της στο χωριό του Γκερμιγιάν, βλέποντας πώς Έλληνες και Τούρκοι από τις δύο πλευρές του Αιγαίου συμβιούν τον 21ο αιώνα.
Παρατηρήτρια και παράλληλα σκληρή ακτιβίστρια προκειμένου να διατηρήσει ο τόπος τη φυσικότητά του. Μαζί με τον Ενγκίν Ονέν οργανώνουν κάθε χρόνο το φεστιβάλ και είναι η αιτία της συμφιλίωσης των δύο λαών και των παραδόσεων του τόπου. Γιατί όλοι τελικά θέλουν το… Σουηδό τους για να υπάρξει ειρήνη.