Ανομία στα Πανεπιστήμια: Η σιωπή που «εκτρέφει» τη βία

Τα δύο πρόσφατα περιστατικά βίας στη Νομική Αθηνών και στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου— ήρθαν να υπενθυμίσουν πως το πρόβλημα της ανομίας στους χώρους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν είναι μεμονωμένο, ούτε παροδικό. Είναι διαρκές, συστημικό και, κυρίως, όπως αποδεικνύεται στην πράξη, ανεκτό από όσους έχουν την ευθύνη να το αντιμετωπίσουν.
Η ελληνική κοινωνία παραμένει στο ίδιο έργο θεατής και παρακολουθεί εδώ και χρόνια το εξής κατά τη γνώμη μου παράδοξο: πανεπιστήμια που λειτουργούν ως άβατα, όχι όμως για τη γνώση και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών αλλά για παρακρατικές ομάδες, κουκουλοφόρους και κάθε είδους αυτόκλητους «τιμωρούς», μπαχαλάκηδες, τους «γνωστούς αγνώστους».
Και ενώ οι νόμοι υπάρχουν, και το θεσμικό πλαίσιο έχει ενισχυθεί ήδη από το 2021 με πρόβλεψη για ειδικά σώματα ασφαλείας και σχέδια προστασίας ανά ίδρυμα, η εφαρμογή τους μοιάζει να έχει παραδοθεί στη λήθη, να παραμένει στα συρτάρια ή και στην πολιτική δειλία. Αλλιώς πώς να εξηγηθεί ότι μόνο τα 8 από τα 24 ΑΕΙ έχουν καταθέσει στο Υπουργείο Παιδείας, το πολυδιαφημισμένο σχέδιο ασφαλείας από το 2021 που τους ζητήθηκε και κανείς δεν έχει παρέμβει.
Η κυβέρνηση, παρά τις ηχηρές εξαγγελίες, δείχνει απρόθυμη να συγκρουστεί με το βαθύ πρόβλημα της ανομίας στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Επιλέγει την επικοινωνιακή διαχείριση αντί της θεσμικής δράσης. Και γι αυτό την κατηγορεί η αντιπολίτευση που όταν ήταν κυβέρνηση, επίσης η ίδια κατάσταση επικρατούσε. Μετά από κάθε περιστατικό, ανακοινώνονται «έρευνες», «συσκέψεις» και «εντολές», αλλά επί της ουσίας, τίποτα δεν αλλάζει. Και όσο η νομιμότητα δεν εφαρμόζεται, τόσο οι παραβατικοί ενισχύονται από το αίσθημα ατιμωρησίας που τους περιβάλλει.
Ταυτόχρονα, οι πρυτανικές αρχές, με λίγες εξαιρέσεις, σιωπούν ή κρύβονται πίσω από τη θεωρία του «πανεπιστημιακού ασύλου» και το αυτοδιοίκητο. Εύλογα λοιπόν αναρωτιόμαστε πόσες έχουν αξιοποιήσει το πλαίσιο για τη θωράκιση των χώρων ευθύνης τους; Με την απάντηση να είναι αποκαρδιωτική και, δυστυχώς, ενδεικτική μιας γενικότερης αδιαφορίας ή και ιδεολογικής συνενοχής. Κάποιες πρυτανείες επικαλούνται τους τεράστιους χώρους των campuses, κάποιες τα προσωπικά δεδομένα, κάποιες την υποχρηματοδότησή τους.
Δεν είναι «κανονικότητα» να κινδυνεύουν και να ξυλοκοπούνται φοιτητές, να καταλαμβάνονται αίθουσες, να καταστρέφεται δημόσια περιουσία, να απειλούνται καθηγητές και να φοβούνται να μιλήσουν. Δεν είναι «ελευθερία έκφρασης» η επιβολή του φόβου με κουκούλες και ρόπαλα. Το αντίθετο, η ανοχή στην ανομία δεν ενισχύει τη δημοκρατία, απλά την ακυρώνει.
Μιλώντας με απλούς πολίτες αλλά και φοιτητές που πάλεψαν για μια θέση στη σχολή επιλογής τους, που νοικιάζουν σε μια «ξένη» πόλη μακριά από το πατρικό τους και θέλουν αλλά δεν μπορούν γιατί δεν τους αφήνουν να παρακολουθούν τα μαθήματά τους ζητούν το αυτονόητο. Να τελειώνει αυτό το θέατρο των ευθυνών που διαρκώς μετατίθενται. Η πολιτεία οφείλει να επιβάλλει την εφαρμογή των νόμων που η ίδια ψήφισε. Και οι πανεπιστημιακές αρχές οφείλουν να υπερασπιστούν ένα περιβάλλον ασφάλειας και αξιοπρέπειας για σπουδαστές και καθηγητές.