Ο Ινδο - Ειρηνικός χώρος και η Προεδρία Trump
Εισαγωγικό σημείωμα
Με τις πρόσφατες εκλογές του Νοεμβρίου 2020 να ανατρέπουν τα δεδομένα στην αμερικανική ήπειρο, ή να την επαναφέρουν στην κανονικότητα για κάποιους, με την Προεδρία των Δημοκρατικών και του Joe Biden να επιβεβαιώνεται από την Γενική Διεύθυνση Υπηρεσιών (GSA) στις 24 Νοεμβρίου, η τετραετής θητεία του έως τώρα Προέδρου των ΗΠΑ Donald Trump έφτασε στο τέλος της. Καθώς στον Λευκό Οίκο η νέα κυβέρνηση διαμορφώνεται, ξεκινά σχεδιασμούς, δηλώσεις και θέτει κατευθύνσεις, μας δίνεται η ευκαιρία να ανατρέξουμε στην προηγούμενη τετραετία και να εξετάσουμε συνολικά την πολιτική της Κυβέρνησης Trump, εστιάζοντας πιο συγκεκριμένα στην εξωτερική πολιτική και στρατηγική που ακολουθήθηκε στον Ινδο-Ειρηνικό χώρο.
Η εν λόγω ανασκόπηση κρίνεται χρήσιμη λόγω του διεθνούς ενδιαφέροντος που έχει συγκεντρωθεί τα τελευταία χρόνια, αφενός γύρω από το πρόσωπο του Donald Trump και της αμφιλεγόμενης Προεδρίας του, αφετέρου γύρω από την περιφέρεια του Ινδο-Ειρηνικού. Ο πρώτος, λαϊκιστής και υπέρ ενός αμερικανικού νέο-απομονωτισμού προκάλεσε ιδιαίτερη ανασφάλεια σχετικά με τις γραμμές εξωτερικής πολιτικής που θα ακολουθούσε σε μια περιφέρεια, στην οποία ο προκάτοχος του είχε κάνει προσπάθειες να προσεγγίσει και να κανονικοποιήσει την αμερικανική παρουσία. Εξετάζοντας την πολιτική του αναμένεται να εξαχθούν, επομένως, συμπεράσματα για τη σύγκλιση ή απόκλιση με την μέχρι τώρα αμερικανική στρατηγική στον χώρο του Ινδο-Ειρηνικού, ο οποίος έχει αναβαθμιστεί από γεωπολιτική και οικονομική άποψη λόγω των σύγχρονων συγκυριών και αλλαγών στο διεθνές σύστημα.
Προσδιορισμός του Ινδο - Ειρηνικού χώρου
Ο προσδιορισμός της περιοχής του Ινδο-Ειρηνικού θεωρείται, αρχικά, ένα γεωπολιτικό κατασκεύασμα που ναι μεν δημιουργεί μια νοητή εικόνα θαλάσσιων ορίων και βασίζεται στην άμεση σύνδεση των δύο ωκεανών, αλλά ολοκληρώνεται εκεί που οι φιλοδοξίες και οι στρατηγικοί σχεδιασμοί των κρατών δυνητικά ικανοποιούνται. Ο όρος εμφανίστηκε και έχει καθιερωθεί την τελευταία δεκαετία, για να αντικαταστήσει τον προσδιορισμό ως «περιοχή Ασίας–Ειρηνικού», αντανακλώντας αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον και με στόχο να περιβάλει το περιφερειακό όραμα κάθε χώρας που τον χρησιμοποιεί. Γι’ αυτό, άλλωστε, και καθεμία τον νοηματοδοτεί με διαφοροποιήσεις. Υιοθετήθηκε από πολιτικούς ηγέτες των μεγάλων δημοκρατιών της περιφέρειας στον δημόσιο λόγο, με τον πρώην Ιάπωνα Πρωθυπουργό Shinzo Abe να κάνει την αρχή. Έπειτα, βρήκε την θέση του στην αμερικανική ρητορική με μια σχετική ασάφεια, μέχρι τον ορισμό που δόθηκε το 2017 από την Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας ως «η περιοχή που εκτείνεται από την δυτική όχθη της Ινδίας ως τις δυτικές όχθες των Ηνωμένων Πολιτειών» (National Security Strategy of the United States of America, 2017), στο πλαίσιο διαμόρφωσης της στρατηγικής του Προέδρου Trump για την περιοχή, περιλαμβανομένων πλέον και των Ηνωμένων Πολιτειών, λαμβάνοντας έτσι θέση προτεραιότητας λόγω της αυξανόμενης σημασίας της τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και για το μέλλον της χώρας.
Το Αμερικανικό ενδιαφέρον
Το ενδιαφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι ούτε πρωτόγνωρο ούτε χωρίς βάση. Οι ΗΠΑ, έχοντας αντιληφθεί από πολύ νωρίς τα συμφέροντά τους στην περιοχή, ένιωσαν την ανάγκη να τα διαφυλάξουν. Από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα συνάπτουν αμυντικές συμμαχίες με τις ανερχόμενες δημοκρατίες στην περιφέρεια και διατηρούν πολύ έντονη ναυτική και εμπορική παρουσία. Το μεγαλύτερο άνοιγμα έγινε επί θητείας Obama, ο οποίος το 2013 ανακοίνωσε την στροφή προς την Ασία ως μέρος της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, κίνηση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της μετατόπισης του παγκόσμιου ενδιαφέροντος από την Δύση στην Ανατολή και της αλλαγής των ισορροπιών στο διεθνές στερέωμα. Άλλωστε, μετά την άνοδο της Κίνας και την αναγνώρισή της ως απειλής, η περιοχή έχει καταστεί από τα σημαντικότερα οικονομικά, πολιτικά και στρατηγικά κέντρα του κόσμου. Πέρα από το γεγονός ότι ο Ινδο-Ειρηνικός αποτελεί την καρδιά του αμερικανικού και περιφερειακού ανταγωνισμού, με μια δυναμική επεκτατική κινεζική εξωτερική πολιτική, που θέτει ζητήματα ασφάλειας και αμφισβητεί την αμερικανική πρωτοκαθεδρία, το ενδιαφέρον των ΗΠΑ προσέλκυσε και η οικονομική αξία των δύο ωκεανών. Η περιοχή είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους, συγκεκριμένα σε υδρογονάνθρακες, περιλαμβάνει πολύ σημαντικές θαλάσσιες οδούς, όπως τα Στενά της Malacca, αλλά και το σύνολο της Νότιας Σινικής Θάλασσας, από όπου διέρχεται πολύ μεγάλο μέρος του παγκόσμιου εμπορίου και μεταφορών ενεργειακών αποθεμάτων, ενώ αποτελεί παράλληλα και μεγάλο κέντρο προσέλκυσης επενδύσεων. Επιπλέον, το γεγονός ότι περιλαμβάνει τρεις απο τις πολυπληθέστερες χώρες (Κίνα, Ινδία, Ινδονησία) και σημαντικότερες οικονομικές δυνάμεις (Κίνα, Ιαπωνία, Ινδία και Νότια Κορέα) την καθιστά την ταχύτερα αναπτυσσόμενη περιφέρεια στον κόσμο και μια πολύ μεγάλη αγορά για αμερικανικές εξαγωγές (Asia matters for America, America matters for Asia, 2018). Τέλος, η περιοχή παρουσιάζει και αρκετές μη συμβατικές προκλήσεις της νέας εποχής, όπως πειρατεία, τρομοκρατία, λαθρεμπόριο ναρκωτικών, ανάγκη αποπυρηνικοποίησης και, φυσικά, τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο και προκειμένου να περιοριστεί η Κίνα, να διατηρηθεί η περιφερειακή ειρήνη και οι Ηνωμένες Πολιτείες να διασφαλίσουν τον ηγετικό τους ρόλο, ο Obama έστρεψε το ενδιαφέρον του προς τον Ινδο-Ειρηνικό, μεταφέροντας εκεί αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις από άλλες περιφέρειες και αναζητώντας διπλωματική και οικονομική συνεργασία με παραδοσιακούς και νέους συμμάχους, με τις δικές τους προστριβές με την Κίνα (Παπασωτηρίου, 2018), προσβλέποντας συγχρόνως στην εξωτερική εξισορρόπηση της, από κοινού με τις ισχυρότερες δημοκρατίες της περιοχής, όπως την Ιαπωνία, την αναδυόμενη Ινδία, την Αυστραλία και τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Η θητεία Trump
Το 2016, ανήλθε στην αμερικανική Προεδρία ο Donald Trump, με μια προεκλογική εκστρατεία κατά την οποία είχε δώσει ήδη μια χροιά οικονομικού εθνικισμού και νεο-απομονωτισμού στην εξωτερική του πολιτική (Παπασωτηρίου, 2018). Με ρητορική υπέρ του προστατευτισμού, επίθεση στην ελεύθερη αγορά, στους διεθνείς θεσμούς και στην πολυμέρεια αλλά και με μια δυσπιστία και αδιαφορία για φλέγοντα παγκόσμια ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, ήδη πριν την έναρξη της θητείας του, με μότο του το “America First”, είχε προκαλέσει ανασφάλεια στους συμμάχους των ΗΠΑ και αβεβαιότητα για το πώς θα κινούνταν και στον αυξανόμενης σημασίας χώρο του Ινδο-Ειρηνικού.
Η αρχή της τετραετίας του ήταν όντως επεισοδιακή, με τον Trump να αποχωρεί από την Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου του Ειρηνικού (TPP), να κάνει νύξεις σε παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ, όπως την Νότια Κορέα και την Ιαπωνία, προκειμένου να αυξηθεί το ποσό που πληρώνουν, για να απολαμβάνουν προστασία από την παρουσία των αμερικανικών στρατευμάτων στο έδαφός τους και να ξεκινά την επιβολή δασμών στις εισαγωγές ατσαλιού και αλουμινίου από την Κίνα, αλλά και από την σύμμαχο Ιαπωνία, ενώ στις εισαγωγές αλουμινίου από την Νότια Κορέα επέβαλε ποσοστώσεις. Επιπλέον, ο διάλογος ΗΠΑ-Βόρειας Κορέας προκάλεσε ένταση και διαφωνίες μεταξύ του Νοτιοκορεάτη Προέδρου και του Trump. Ωστόσο, το σύνολο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και ο πυρήνας της δεν είναι δυνατόν να μεταβληθεί από την βούληση ενός Προέδρου, ιδίως σε μια χώρα όπως η Αμερική.
Ο Trump, επομένως, δεν ξέφυγε από την γενική κατεύθυνση που είχε δοθεί επί Obama για την αμερικανική παρουσία στον Ινδο-Ειρηνικό. Εμπνευσμένος από τον Shinzo Abe, σε επίσκεψη του στο Βιετνάμ το 2017, σκιαγράφησε σε μία φράση το όραμά του για έναν “Ελεύθερο και Ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό”, όπου κυρίαρχα και ανεξάρτητα κράτη θα ευημερούν σε συνθήκες ελευθερίας και ειρήνης (Ford, 2020), κάτι που επισημάνθηκε προσδιορίστηκε τόσο από τον πρώην Υπουργό Εξωτερικών Rex Tillerson σε λόγο του, όσο και από την Αμερικανική Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας του 2017.
Ο ανταγωνισμός με την Κίνα ως πυρήνας της Αμερικανικής στρατηγικής
Η στρατηγική του Trump θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνοψίζεται σε 4 πυλώνες και παρουσιάζει κάποιες αντιφάσεις με την “America First” ρητορική του, αν και λαμβάνει την ανταγωνιστική χροιά που αποτελεί χαρακτηριστικό της οπτικής του πρώην Προέδρου. Αρχικά, και όπως ήταν αναμενόμενο, επικεντρώθηκε γύρω από τον ανταγωνισμό με την Κίνα, αναγνωρίζοντάς την ως απειλή τόσο για τα Αμερικανικά συμφέροντα, όσο και για το όραμα των περιφερειακών κρατών για έναν χώρο ελεύθερο, ειρηνικό, με σταθερότητα, που θα λειτουργεί στο πλαίσιο μιας τάξης δικαίου και φιλελεύθερων αρχών. Ανησυχία για τις ΗΠΑ δεν αποτελεί η αυξανόμενη ισχύς της Κίνας αυτή καθ΄αυτή, αλλά ο τρόπος που την διαχειρίζεται, δρώντας ως αναθεωρητική δύναμη, με τις υπέρμετρες διεκδικήσεις και την στρατιωτική παρουσία της στην Νότια Σινική και Ανατολική Θάλασσα, παρεμποδίζοντας την ναυσιπλοΐα, καταστρατηγώντας το Διεθνές Δίκαιο και ακολουθώντας οικονομικές πολιτικές, όπως τον Θαλάσσιο Δρόμο του Μεταξιού, επηρεάζοντας, κατά συνέπεια, και τις μικρότερες δυνάμεις της Νοτιοανατολικής Ασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, ξεκίνησε έναν έντονο εμπορικό πόλεμο, με την επιβολή δασμών σε εισαγόμενα κινεζικά αγαθά, με την Κίνα να απαντά αναλόγως μέχρι και τα τέλη του 2019, οπίτε αμφότερες οι χώρες φάνηκαν να είναι πιο δεκτικές σε διαπραγματεύσεις. Παράλληλα, προσπάθησε να αντιμετωπίσει την πρωτοκαθεδρία της στον τομέα της τεχνολογίας και των τηλεπικοινωνιών, ξεκινώντας καμπάνια κατά κινεζικών εταιρειών, όπως η Huawei. Στις κινεζικές επιχειρήσεις και διεκδικήσεις στην αμφισβητούμενη Νότια Σινική θάλασσα, απάντησε με ολοένα αυξανόμενες ναυτικές επιχειρήσεις (FONOPS), τις οποίες χειρίστηκε ως μέσον υπενθύμισης και επιβεβαίωσης της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας και ισχύος, δίχως πρόθεση να αποφυγής πιθανών τριβών.
Σύμμαχοι και συνέταιροι
Η αντιμετώπιση, όμως, της Κίνας δεν ήταν μονομερής. Σε αντίθεση με τις αρχικές ανησυχίες, ο Trump δεν αδιαφόρησε για τις αμερικανικές συμμαχίες και στρατηγικές συνεργασίες αλλά τις προσάρμοσε, δείχνοντας προτίμηση σε διμερείς και ολιγομερείς πρωτοβουλίες, επιδεικνύοντας, ωστόσο, μια ασυνέχεια. Στην διάρκεια της θητείας του, βελτίωσε και έχτισε σε μεγάλο βαθμό διμερείς σχέσεις και συνεργασίες με χώρες στην Νοτιοανατολική Ασία, όπως το Βιετνάμ, οι Φιλιππίνες και η Σιγκαπούρη. Η ρητορική του περί ζημίωσης των ΗΠΑ από τις συμμαχίες τους και ο φανερός προσανατολισμός στην επιδίωξη μονομερούς κέρδους εις βάρος του συλλογικού, αναμφισβήτητα προκάλεσαν δυσπιστία και μια πτώση της δημοτικότητας στους λαούς παραδοσιακών εταίρων, όπως της Νότιας Κορέας, της Ιαπωνίας και της Αυστραλίας. Οι σχέσεις, επίσης, με την ASEAN ακολούθησαν μία ιδιαίτερη πορεία, καθώς ο Οργανισμός από την μια πλευρά υιοθέτησε το αμερικανικό όραμα για τον Ινδο-Ειρηνικό και συνεργάστηκε με τις ΗΠΑ σε κοινή θαλάσσια άσκηση στην Νότια Σινική Θάλασσα (Pant and Parpiani, 2020), από την άλλη ο Trump με την προσωπική του στάση και την απουσία του από τις Συνόδους Κορυφής απέτυχε να αποδείξει πως η περιοχή αποτελεί αμερικανική προτεραιότητα.
Σε ό,τι αφορά, ωστόσο, την συνεργασία με τις μεγάλες δημοκρατίες της περιφέρειας, η ρητορική της μονομέρειας φάνηκε να ξεπερνιέται στην πράξη. Παρά τις όποιες τριβές, η στρατηγική συμμαχία με την Νότια Κορέα άντεξε στο χρόνο, ενώ η συνεργασία με την Ιαπωνία σχεδόν άνθισε. Η διοίκηση Trump επιβεβαίωσε τις αμυντικές δεσμεύσεις της και την παραδοσιακή στήριξη απέναντι στην σύμμαχό της, με την οποία μοιράζεται κοινό όραμα για την περιφέρεια και οι δύο χώρες υπέγραψαν εμπορικές συμφωνίες, ανατρέποντας τις εντάσεις που είχε δημιουργήσει η επιβολή δασμών. Παρόμοια ανάπτυξη ακολούθησε και η συνεργασία με την Αυστραλία, ωθώντας στην ανανέωση του Τετράπλευρου Διαλόγου Ασφαλείας (άλλως Quad), ενός άτυπου στρατηγικού forum μεταξύ των τεσσάρων μεγάλων δημοκρατιών της περιφέρειας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί από κοινού ο κινεζικός επεκτατισμός. Σε αυτό το πλαίσιο, προέκυψε και η προσέγγιση σε διμερές επίπεδο και ενσωμάτωση της Ινδίας στο στρατηγικό όραμα για την περιφέρεια του Ινδο-Ειρηνικού.
Επιδίωξη στενότερων σχέσεων με την Ινδία
Το 2017, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Rex Tillerson είχε χαρακτηρίσει την Ινδία ως τον ανατολικό φάρο στον Ινδο-Ειρηνικό με τις ΗΠΑ να αποτελούν αντίστοιχα τον δυτικό (Scott, 2018), εκφράζοντας το αμερικανικό ενδιαφέρον για την χώρα, δεδομένης και της έντονης ανάπτυξης, αλλά και της παραδοσιακής στρατηγικής της αντιπαλότητας με την Κίνα, γεγονότα που την κατέστησαν στην αμερικανική σκέψη ως έντονο αντίβαρο στην σινική εξάπλωση. Σε αυτό το κλίμα, οι ΗΠΑ προχώρησαν σε μια έντονα συμβολική κίνηση και μετονόμασαν την Αμερικανική Διοίκηση Ειρηνικού σε Αμερικανική Διοίκηση Ινδο-Ειρηνικού (USINPACOM). Άλλωστε, οι δυο χώρες έχουν μια έντονη συνεννόηση σε ζητήματα άμυνας και ασφάλειας. Επί Trump υπήρξε μια μεγάλη στήριξη για την ανάπτυξη των ναυτικών ικανοτήτων της Ινδίας και δραστηριότητες που θα αύξαναν περαιτέρω τις δυνατότητες διαλειτουργικότητας και στρατιωτικής συνεργασίας. Οι τέσσερις χώρες Quad, μάλιστα, εκτέλεσαν από κοινού εντός του 2020 την ετήσια θαλάσσια άσκηση Malabar, επιτυγχάνοντας συγχρόνως την εμπέδωση της προσήλωσης σε έναν Ελεύθερο και Ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό. Επιπλέον, κατά την προηγούμενη τετραετία, σημειώθηκε μια κατακόρυφη αύξηση στο εμπόριο μεταξύ των χωρών, καθώς και μια επιτυχία: να αποτελέσει η Ινδία αγορά για αμερικανικό αργό πετρέλαιο.
Οικονομικός πυλώνας
Τέλος, το σύστημα συμμαχιών συμπλήρωνε ένα οικονομικό όραμα για την περιφέρεια, επίσης με προοπτική να ενισχύσει την αμερικανική πρωτοκαθεδρία αλλά και να αντιμετωπίσει την κινεζική εξάπλωση και πρωτοβουλίες. Το 2018, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Mike Pompeo, είχε δηλώσει πως το οικονομικό όραμα των Ηνωμένων Πολιτειών θα εστίαζε κυρίως στην ψηφιακή οικονομία, την αγορά ενέργειας και την δημιουργία υποδομών με βάση την διαφάνεια στις οικονομικές και επιχειρηματικές πρακτικές και την καταπολέμηση της διαφθοράς. Για να υλοποιήσει αυτούς τους σχεδιασμούς, η αμερικανική διοίκηση στηρίχθηκε τόσο σε επενδύσεις ιδιωτικού τομέα από αμερικανικές εταιρείες, όσο και σε αρκετές πολυμερείς πρωτοβουλίες με τα συμμαχικά της κράτη. Σε αντίθεση με την ρητορική κατά της παροχής εξωτερικής βοήθειας, στήριξε αρκετά την ανάπτυξη των κρατών του Ινδο-Ειρηνικού, προκειμένου, μάλιστα, να μην εξαρτώνται από τις κινεζικές οικονομικές πρακτικές, που γεννούν υπέρμετρα χρέη για τις χώρες. Οι δυνατότητες χρηματοδότησης και η διαχείριση των επενδύσεων για την ανάπτυξη της περιοχής βελτιώθηκαν μέσω της υπογραφής του νόμου BUILD το 2018, ενώ σε συνεργασία με την Ιαπωνία και την Αυστραλία δημιουργήθηκε το Blue Dot Network, πρωτοβουλία που στοχεύει στην πιστοποίηση έργων αναπτυξιακών υποδομών υψηλών προδιαγραφών σε ό,τι αφορά στην διαφάνεια στον τρόπο διαχείρισης των επενδύσεων, αλλά και στην βιωσιμότητα τους, με βάση παγκόσμιες αρχές. Αυτό που προσπάθησε έντονα ήταν οι ανάγκες για επενδύσεις των αμερικανικών εταιρειών να μπορούν να βρουν ανταπόκριση στην Ινδο-Ειρηνική αγορά. Τέλος, παρά την περιφρόνηση του για την ελεύθερη αγορά και μετά από διάφορες τριβές και προστριβές, ο Trump υπέγραψε συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Νότια Κορέα και την Ιαπωνία το 2018.
Αναμφισβήτητα στην διάρκεια της θητείας του Trump σημειώθηκαν αλλαγές κατεύθυνσης σε σχέση με τους προκατόχους του. Παρουσίασε ένα αρκετά πιο ανταγωνιστικό πνεύμα και προσανατολίστηκε κατά κύριο λόγο στην ανάγκη αντιμετώπισης της κινεζικής απειλής, πολύ πιο έντονα σε σχέση με το παρελθόν. Ορισμένες συνεργασίες επλήγησαν αρχικά, ενώ άλλες άνθισαν, ενώ παρά τον απομονωτισμό και προστατευτισμό του τέως Προέδρου οι αμερικανικές συμμαχίες επιβίωσαν. Το όραμα για έναν Ελεύθερο και Ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό εδραιώθηκε και υιοθετήθηκε από τα περιφερειακά κράτη και, επομένως, αξίζει να παρατηρηθεί πως αυτό που επιδίωξε η Αμερική, χωρίς απόκλιση από παρελθοντικούς στόχους, ήταν η επίτευξη της συλλογικής ασφάλειας μέσω ενός δικτύου περιφερειακών συμμαχιών και συνεργασιών, αλλά και να διαμορφωθεί ένας χώρος ελευθερίας, όπου κυρίαρχα κράτη με κοινές αξίες θα συνυπάρχουν και θα συνεργάζονται. Προς το παρόν, αναμένουμε τις νέες αμερικανικές κατευθύνσεις μετά την εκλογή του Joe Biden. Ωστόσο, η χρήση του όρου “Ινδο-Ειρηνικός” υποδηλώνει ήδη την συνεχιζόμενη προσήλωση στο περιφερειακό αυτό concept.
Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση
- Παπασωτηρίου, Χ. (2018). Η Αμερικανική Πολιτική Από Τον Φράνκλιν Ρούσβελτ Στον Ντόναλντ Τραμπ. Βάρη: Εκδόσεις ΠΟΙΟΤΗΤΑ
- Χουλιάρα, Γ., (2020). Χώρες Quad: Το Νέο ΝΑΤΟ Στον Ειρηνικό;. Geopolitics and Daily News, 17 Σεπτεμβρίου. Διαθέσιμο εδώ .
Ξενόγλωσση
- United States of America. The White House. (2017). National Security Strategy Of The United States Of America. Διαθέσιμο εδώ
- East West Center. (2018). Asia Matters For America, America Matters For Asia. Διαθέσιμο εδώ
- Ford, L. (2020). The Trump Administration And The “Free And Open Indo-Pacific”. The Brookings Institute. Διαθέσιμο εδώ [
- Pant, H. and Parpiani, K. (2020). US Engagement In The Indo-Pacific: An Assessment Of The Trump Era. ORF Occasional Paper No. 279 Observer Research Foundation, 28 Οκτωβρίου. Διαθέσιμο εδώ
- Scott, D., (2018). The Indo-Pacific in US Strategy: Responding to Power Shifts. Rising Powers Quarterly. vol. 3, no. 2, pp.19 - 43. Διαθέσιμο εδώ
- United States of America. The White House, (2018) President Trump’s Administration is Advancing a Free and Open Indo-Pacific Through Investments and Partnerships in Economics, Security, and Governance. WhiteHouse.gov, 18 Νοεμβρίου. Διαθέσιμο εδώ
- United States of America. State Department, (2019). A Free And Open Indo -Pacific - Advancing A Shared Vision. State.gov, 3 Νοεμβρίου. Διαθέσιμο εδώ
- Denmark, A. and Goto, S., (2020). The Asia Inheritance: Trump And US Alliances. The Diplomat, 1 Οκτωβρίου. Διαθέσιμο εδώ
- Das, U., (2019). What Is The Indo-Pacific?. The Diplomat, 13 Ιουλίου. Διαθέσιμο εδώ
- Mehta, S., (2019). The Free And Open Indo-Pacific Strategy: A Way Forward. Policy Forum, 25 Ιουλίου. Διαθέσιμο εδώ
- Haruko, W., (2020). The “Indo - Pacific” concept: Geographical Adjustments And Their Implications. S. Rajaratnam School of International Studies. Διαθέσιμο εδώ
- Heydarian, J. R., Trump and the struggle for the Indo - Pacific: Rhizomatic Power Politics and Competing Visions For a XXI Century Regional Security Architecture. CDA Institute. Διαθέσιμο εδώ
*H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων