LATEST NEWS
 
Με υπογραφή... /ΜΑΓΑΛΙΟΥ ΧΡΥΣΗΔημοσίευση: 22 Σεπτεμβρίου 2023 12:13

Πολιτική Κουλτούρα και Πραξικοπήματα στην Τουρκία

Γράφουν οι Χρυσή Μαγαλιού (φωτο) και Σπυριδούλα Γιαννοπούλου, μέλη της Ερευνητικής Ομάδας της SAFIA.

ΜΑΓΑΛΙΟΥ ΧΡΥΣΗ

Μελετώντας κανείς τη σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας παρατηρεί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία δύο πράγματα που ενδεχομένως σε ορισμένο, αν όχι μεγάλο βαθμό σχηματίζουν τελικά και την εικόνα που υιοθετεί για την Τουρκική Δημοκρατία. Το ένα, είναι ότι δεν υφίσταται Τουρκική Δημοκρατία χωρίς την προκάτοχο Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παρά τις αξιόλογες και επίπονες προσπάθειες του πατέρα του τουρκικού έθνους, Μουσταφά Κεμάλ, να εκκοσμικεύσει πλήρως την τουρκική κοινωνία απομακρύνοντάς την εντελώς από τις οθωμανικές, μεσανατολικές και ισλαμικές παραδόσεις της (Zurcher, 2004), το τουρκικό κράτος δεν γεννήθηκε εν μία νυκτί, ούτε όμως αναδύθηκε κιόλας σταδιακά ούσα αναπόφευκτη κατάληξη μιας φυσικής εξέλιξης (Ahmad, 1993). Το άλλο είναι ότι πραγματοποιήθηκαν πολλά στρατιωτικά πραξικοπήματα, τα οποία στη συντριπτική τους πλειοψηφία ανέτρεψαν την πολιτική καθεστηκυία τάξη, χωρίς καμία αντίρρηση από τις λοιπές κοινωνικές ομάδες.

Διανύοντας, λοιπόν, το δαιδαλώδες αυτό μονοπάτι κρίνεται σκόπιμο στην παρούσα ανάλυση  να παρουσιαστούν αρχικώς και να σχολιαστούν από όλες τις πλευρές (κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, πολιτικά δρώμενα, διεθνές περιβάλλον) τα πραξικοπήματα που έλαβαν χώρα με χρονολογική σειρά. Ύστερα, έχοντας κατά νου αυτά, θα διερευνηθεί τη σημασία τους και ο ρόλος που διαδραμάτισαν στη διαμόρφωση της πολιτικής κουλτούρας της τουρκικής κοινωνίας (ελίτ και λαϊκών στρωμάτων). Εν κατακλείδι, θα εκτεθούν χρήσιμα συμπεράσματα για τη βαθύτερη και καλύτερη κατανόηση του θέματος.

Η περίοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ούσα ένα προνεωτερικό κράτος, γνωστή και ως «Ο Μεγάλος Ασθενής» κατά τα τέλη 17ου μέχρι και τις αρχές 18ου αιώνα, επί σουλτάνου Σελίμ Γ’, διέρχετο μίας οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης εξαιτίας των συχνών αποτυχημένων πολέμων (Inalc?k & Quataert, 2011). Από κοινωνικής απόψεως, υπήρχε ιδεολογικό κενό ως προς τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης. Ο όρος του Οθωμανού Πολίτη δεν συμπεριλάμβανε κοινωνικές ομάδες, όπως τον αγροτικό πληθυσμό, τους μη μουσουλμάνους και τις εθνικές μειονότητες. Ο εθνοτικός όρος “Τούρκος” αποτελούσε υποτιμητικό χαρακτηρισμό για τους τουρκμένους νομάδες και τους ακαλλιέργητους τουρκόφωνους κατοίκους των χωριών της Ανατολίας (Lewis, 2001). Σε πολιτικό επίπεδο, το χαλιφάτο και το σουλτανάτο επεφύλασσε για την άρχουσα τάξη, που αποτελούνταν από όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, συμβουλευτικό ρόλο μονάχα, εκφράζοντας πολιτικές ιδεολογίες με κεντρικό πυρήνα τη θρησκεία (Zurcher, 2004). Από στρατιωτική μεριά, οι πάλαι ποτέ δοξασμένοι γενίτσαροι κατέληξαν σώμα σχεδόν άμισθο κι ανίκανο να προστατέψει την Αυτοκρατορία από εξωτερικούς εχθρούς εξαιτίας της τεχνολογικής και τακτικής ανωτερότητας των ευρωπαϊκών στρατών.

Ως εκ τούτου, ο σουλτάνος θεώρησε απαραίτητη την εφαρμογή ριζικών μεταρρυθμίσεων εξευρωπαϊσμού (Lewis, 2002). Το οικονομικό βάρος του προγράμματος επωμίστηκε φυσικά η μεγάλη μάζα του πληθυσμού. Το στρατιωτικό κατεστημένο με τη σειρά του είχε δυσαρεστηθεί από την εγκαινίαση ενός νέου σώματος, ενώ οι περισσότεροι ουλεμάδες προέβαλαν ισχυρή αντίδραση στην εισχώρηση γαλλικών προτύπων στην αυλή. Τάγματα των γενιτσάρων εκμεταλλευόμενα τόσο την εγγύτητα τους στον σουλτάνο όσο και την θέση τους ταυτόχρονα στην ελίτ και στο λαό, εξεγέρθηκαν το 1807 και βάσει του ιερού νόμου εκθρόνισαν τον Σελίμ Γ’ (Quataert, 2005). 

Το εν λόγω πραξικόπημα καίτοι δευτερεύουσας σημασίας από άποψη ιστορική, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η εκθρόνιση ενός σουλτάνου δεν συνιστά σημαντική επίδραση, καταδεικνύει τη μακρά παράδοση εμπλοκής των στρατιωτικών στη διακυβέρνηση. Όπως θα αποδειχθεί παρακάτω, θεωρούνταν οι πλέον κατάλληλοι να επαναφέρουν την τάξη εφαρμόζοντας όποια μέτρα θεωρούσαν εκείνοι προσήκοντα, καθιστώντας έτσι την παρέμβαση τους νομιμοποιημένη στη συνείδηση της κοινωνίας.

Το πραξικόπημα του Μπαμπ-ι Άλι

Στον απόηχο του Ιταλό-Οθωμανικού Πολέμου και εν μέσω των Βαλκανικών, τον Ιανουάριο του 1913 μέλη του κεντρικού πυρήνα της Επιτροπής Ένωση και Πρόοδος (σημειωτέον, η ΕΕΠ μόλις 5 χρόνια νωρίτερα πραγματοποίησε την Συνταγματική Επανάσταση του 1908 και μάλιστα οι Νεότουρκοι τότε είχαν παραδώσει εθελούσια την εξουσία πίσω στα χέρια της κυβέρνησης και του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ Β’) δράχθηκαν της ευκαιρίας που τους έδωσε η φήμη για υποχώρηση της κυβέρνησης στην πρόταση των Μεγάλων Δυνάμεων κατά τις διαβουλεύσεις του Συνεδρίου του Λονδίνου για παράδοση της Ανδριανούπολης στη Βουλγαρία και προχώρησαν σε πραξικόπημα (Lewis, 2002). Η Ανδριανούπολη, ούσα μουσουλμανική πόλη και πρώην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, κατείχε αναμφισβήτητα βαρύνουσα συναισθηματική αξία κι έτσι, στο όνομα του πατριωτισμού, οι Ενωτικοί έγιναν πραξικοπηματίες (Zurcher, 2004). Αυτή τη φορά, ένιωθαν αρκετά ισχυροί να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας. Την πολιτική κατάσταση ήλεγχε πια μια de facto τρόικα με τρεις άνδρες πασάδες, τον Ενβέρ, τον Τζεμάλ και τον Ταλαάτ (Bozarslan, 2008).

Με τη καθιέρωση της Δεύτερης Συνταγματικής Περιόδου, η ΕΕΠ υποστηρίχθηκε από αγρότες, εμπόρους, εργάτες, τραπεζίτες και γενικότερα κοινωνικές τάξεις, των οποίων τα αιτήματα δεν άπτονταν των ευθυνών του σουλτάνου. Κέρδισε την εμπιστοσύνη του απλού λαού και έφερε ελπίδα για επίλυση των προβλημάτων του. Η επαναφορά του Συντάγματος δημιούργησε επίσης πρόσφορο έδαφος για την εκπόνηση νέων ιδεών, την οποία μέχρι τότε εμπόδιζε η σουλτανική λογοκρισία (Lewis, 2001). Οι πνευματικές αναζητήσεις σχετίζονταν με τις νέες κοινωνικές πραγματικότητες, εθνικά προβλήματα, ιδεολογικά ρεύματα. Λόγιοι μη μουσουλμάνοι μπορούσαν πλέον να εκφράσουν το κοινωνικό καθεστώς τους μέσω της λογοτεχνίας, του θεάτρου και της δημοσιογραφίας (Μουδούρος, 2012). 

Οι εθνικιστικές εξάρσεις των μειονοτήτων και η απώλεια εδαφών λόγω των πολέμων, ανάγκασαν την ΕΕΠ να θέσει ως στόχο τη διαμόρφωση τουρκικής εθνικής συνείδησης. Η λήψη αυτής της απόφασης κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Μέσα στην ίδια την επιτροπή οι απόψεις διίσταντο. Αρχικώς, οι Νεότουρκοι ήταν εμφανώς επηρεασμένοι από την ιδεολογία του Οθωμανισμού ή Πανοθωμανισμού μιας και δεν είχε σχηματιστεί ακόμη ολοκληρωμένη θεωρία τουρκικού εθνικισμού. Βάσει του Οθωμανισμού ή Πανοθωμανισμού όλες οι εθνότητες που καταγράφονταν εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανεξάρτητα την γλώσσα και την καταγωγή τους, εφόσον έχουν την οθωμανική υπηκοότητα, ανήκουν στο ίδιο έθνος. Μια μερίδα Νεότουρκων, από την άλλη, εν ονόματι “Ισλαμική Ενότητα” υποστήριξε την ιδεολογία του Ισλαμισμού ή Πανισλαμισμού. Δηλαδή, την επιστροφή στις ισλαμικές αξίες και την ένταξη των εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μουσουλμάνων στην ισλαμική κοινότητα “ούμα”. Η ιδεολογία, όμως, που  επιβλήθηκε μέσω του πραξικοπήματος ήταν ο Τουρκισμός ή Παντουρκισμός ή Παντουρανισμός. Η συγκεκριμένη αναφέρεται στην αναγνώριση των Τούρκων ως μια ξεχωριστή ομάδα με ιδιαίτερη ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά και επιδίωκε την αφύπνιση της αυτοσυνείδησης τους σχετικά με τις ιστορικές τους ρίζες και την ανόρθωση της κουλτούρας τους.  Προβάλλοντας, λοιπόν, τον όρο της “ενότητας”, οι Νεότουρκοι κατηύθυναν μέσω του τύπου τα αγράμματα πλήθη και τελικώς επέβαλαν ένα πρόγραμμα “εκτουρκισμού” που ματαίωσε τις προσδοκίες των εθνικών μειονοτήτων σχετικά με την ισότιμη και ειρηνική διαβίωση τους (Μητράρας, 2010).

Η εγκαθίδρυση του Τουρκικού Κράτους

Το καράβι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πορεύτηκε μέχρι και την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας στις 29 Οκτωβρίου του 1923 με Πρόεδρο τον Μουσταφά Κεμάλ. Παρά τη δυσχερή κατάσταση της χώρας από τις επιπτώσεις των Βαλκανικών Πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Κεμάλ πέρασε ένα νέο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα αποσκοπώντας στην εξαφάνιση των οθωμανικών θεσμών και εθίμων. Άλλαξε το πολίτευμα σε Προεδρευόμενη Δημοκρατία, χωρίς σουλτανάτο και χαλιφάτο, και το πολιτικό σύστημα έγινε μονοκομματικό. Προωθώντας τους πυλώνες της νέας του ιδεολογίας, τον ρεπουμπλικανισμό, την κοσμικότητα, τον εθνικισμό, τον λαϊκισμό, τον κρατισμό και την επαναστατικότητα, έλαβε την ένθερμη υποστήριξη του στρατού ο οποίος ορίστηκε ως θεματοφύλακας του πολιτικού του έργου (Λίτσας, 2007). 

Το τουρκικό κράτος ευρισκόμενο σε μία περίοδο αναδόμησης δεν βίωσε έντονες πολιτικές συγκρούσεις παρά μόνο μετά τον θάνατο του Ατατούρκ το 1983, όταν αναλαμβάνει ο Ισμέτ Ινονού εκπρόσωπος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, ο οποίος μονοπωλεί την εξουσία μέχρι και την ίδρυση του Δημοκρατικού Κόμματος από τον Αντνάν Μεντερές το 1946. Το καθεστώς τα επόμενα χρόνια χαρακτηρίζεται ως άκρως αυταρχικό – δικτατορικό.

Κάνοντας μία σύντομη ανασκόπηση, στις εκλογές του 1950 το Δημοκρατικό Κόμμα καταφέρνει συντριπτική νίκη και Πρωθυπουργός γίνεται ο Μεντερές. Οι Δημοκρατικοί παραμένουν στην εξουσία ως το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960 χάρη στην ένθερμη υποστήριξη της υπαίθρου, η οποία είχε επιτευχθεί λόγω της ραγδαίας αγροτικής και βιομηχανικής ανάπτυξης, παρά την αναποτελεσματική από όλες τις απόψεις οικονομική πολιτική που υιοθετήθηκε σχετικά με το δημόσιο χρέος (Zurcher, 2004). Ελλείμματα, πληθωρισμός και μαύρη αγορά ήταν οι παθογένειες της οικονομίας. Κατά τα άλλα, η ένταση μεταξύ των Ρεπουμπλικανών και του Δημοκρατικού Κόμματος ήταν οξύτατη καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας και ιδιαίτερα τα τελευταία 3 χρόνια, γεγονός που στάθηκε και ως αίτιο του πραξικοπήματος. 

Το πραξικόπημα της 27ης Μαΐου 1960

Ξημερώματα 27ης Μαΐου ο συνταγματάρχης Αλπαρσλάν Τουρκές ανακοίνωσε μέσω ραδιοφώνου την πρωτοβουλία των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων να αναλάβουν την διοίκηση της χώρας προκειμένου να αποτραπεί “η αδελφοκτόνος σύγκρουση και να απεμπλακούν τα κόμματα από την αδιέξοδη κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει” (Weiker, 1963). Αμέσως η εξουσία πέρασε στα χέρια της Επιτροπής Εθνικής Ενότητας, η οποία αποτελούνταν από τους αξιωματικούς της χούντας υπό την ηγεσία του στρατηγού Κεμάλ Γκιουρσέλ, μέχρι την κατάργησή της 5 μήνες μετά. Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν ήταν ως επί το πλείστον συνεργασίας και αποτυχημένες.

Φοιτητές και διανοούμενοι σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη δέχτηκαν ενθουσιωδώς το πραξικόπημα καθώς το Δημοκρατικό Κόμμα τα τελευταία χρόνια γινόταν όλο και πιο αυταρχικό καταστέλλοντας βίαια διαδηλώσεις. Οι αστικές ελίτ θεώρησαν ότι η χώρα επανήλθε στο δρόμο του Κεμαλισμού. Στην ύπαιθρο η αντίδραση ήταν σιωπηρή. Φαίνεται ότι ο Μεντερές είχε κερδίσει τους ανθρώπους εκεί χάρη στη λαϊκότητα του, που ουδεμία σχέση είχε με το απόμακρο και ανώτερο ύφος που επιδείκνυαν οι προκάτοχοί του (Pope N. & Pope H., 1997). 

Παρά την ύπαρξη αρκετών ριζοσπαστών παντουρανιστών εντός της ΕΕΕ, μεταξύ αυτών και ο Τουρκές, και παρ’ όλη την ανησυχία που επικρατούσε τα πρώτα χρόνια για νέο πραξικόπημα παρακολουθώντας αυτά στη Συρία και το Ιράκ, το σύνταγμα που ψηφίστηκε με την αρωγή επιλεγμένων ακαδημαϊκών ήταν άκρως πιο φιλελεύθερο. Σκοπός ήταν να αποτραπεί το μονοπώλιο εξουσίας όπως αυτό του Δημοκρατικού Κόμματος με τη χρήση άλλων θεσμών (Pope N. & Pope H., 1997), όπως της Γερουσίας, ενός ανεξάρτητου στρατιωτικού δικαστηρίου επιφορτισμένου με τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νομοθεσιών και του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ), με το οποίο οι στρατιωτικοί είχαν την δυνατότητα γνωμοδότησης σε θέματα εσωτερικής και εξωτερικής ασφαλείας. Το ΣΕΑ επέκτεινε σταδιακά την επιρροή του τις επόμενες δύο δεκαετίες στην κυβερνητική πολιτική και μετατράπηκε σε έναν πανίσχυρο θεματοφύλακα, αντικαθιστώντας ορισμένες φορές το Υπουργικό Συμβούλιο ως κέντρο πραγματικής εξουσίας και λήψης αποφάσεων (Zurcher, 2004). 

Η περίοδος κυριαρχίας Ντεμιρέλ

Το Κόμμα Δικαιοσύνης (ΚΔΙΚ), που θεωρήθηκε η συνέχεια του Δημοκρατικού Κόμματος, μιας και το παλαιό καθεστώς δικάστηκε και εκτελέστηκε, κατάφερε το 1965 να κερδίσει απόλυτη πλειοψηφία σε ψήφους και έδρες, με αρχηγό τον πρωτοεμφανιζόμενο στην πολιτική Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ. Είναι αλήθεια, ότι η ανάδειξή του σηματοδοτούσε την ανάδειξη μιας νέας ελίτ, καθώς συμμετείχαν άτομα αυτοδημιούργητα προερχόμενα από την ύπαιθρο και ραγδαία αναπτυσσόμενες επαρχιακές πόλεις (Zurcher, 2004). Βέβαια, αυτό σήμαινε ελάχιστη ιδεολογική συνοχή για το κόμμα, στοιχείο διόλου ευκαταφρόνητο για την εξέλιξη των γεγονότων αφού αποτελούσε πραγματική πρόκληση για τον Ντεμιρέλ να κρατήσει κυβέρνηση και κόμμα ενωμένα.

Τα πρώτα χρόνια η οικονομία γνώρισε αξιοσημείωτη άνθηση και ο στρατός συμβιβάστηκε με την πολιτική διακυβέρνηση. Σε γενικές γραμμές επικράτησε πλουραλισμός, ενώ τα ατομικά δικαιώματα και οι πολιτικές ελευθερίες προστατεύονταν. Έτσι, μία ριζοσπαστική και κατακερματισμένη Τουρκία άρχισε να διαμορφώνεται. Αυτή η περίοδος επρόκειτο να αποκρυσταλλώσει μία άκρα δεξιά, μία ριζοσπαστική αριστερά, μία ισλαμική κινητικότητα και μία νέα κουρδική αμφισβήτηση (Landau, 1974).

Το Ρεπουμπλικανικό Αγροτικό Εθνικό Κόμμα του Τουρκές, που μετονομάστηκε σε Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης με νεολαία τους Γκρίζους Λύκους το 1969, ήταν η κύρια παράταξη της δεξιάς. Συγκρούονταν σταθερά στους δρόμους και στα πανεπιστήμια με αριστερές ομάδες, ως επί το πλείστον νεολαίες, αγωνιστές του Τουρκικού Κομμουνιστικού Κόμματος και φίλα προσκείμενες στο Εργατικό Κόμμα Τουρκίας. Οι πρώτοι απέκτησαν παραστρατιωτική εκπαίδευση εντός ειδικά οργανωμένων στρατοπέδων (Zurcher, 2004). Η ριζοσπαστική αριστερά από την άλλη, αποφάσισε να επιδοθεί στον αστικό και αγροτικό ανταρτοπόλεμο (Bozarslan, 2008). Οι αναταραχές εντάθηκαν ανά τα χρόνια και βρέθηκαν εκτός ελέγχου, ενώ η αστυνομική βία χειροτέρευε την κατάσταση. Στα τέλη της δεκαετίας ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των αριστερών ομάδων και της αστυνομίας με τη βοήθεια στρατού, καθώς και βομβιστικές επιθέσεις, ληστείες και απαγωγές.

Το στρατιωτικό τελεσίγραφο της 12ης Μαρτίου 1971

Σε αυτό το κλίμα και μετά την αποχώρηση της συντηρητικής πτέρυγας του ΚΔΙΚ, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου παρέδωσε στον Ντεμιρέλ ένα υπόμνημα που αξίωνε το σχηματισμό ισχυρής και αξιόπιστης κυβέρνησης για την αποκατάσταση της τάξης και την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων στο κεμαλικό πνεύμα. Σε περίπτωση που εκείνη αποτύγχανε, προειδοποίησε ότι θα ασκούσε το συνταγματικό του καθήκον και θα αναλάμβανε την εξουσία (Zurcher, 2004). Η παραίτηση ήρθε άμεσα κι έτσι η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία σχημάτισε μία κυβέρνηση τεχνοκρατών και εκπροσώπων από διάφορα πολιτικά κόμματα με αρχηγό τον Νιχάτ Ερίμ, μέλος της δεξιάς πτέρυγας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (ΡΛΚ). 

Οι φιλοδοξίες ήταν υψηλές, αλλά παρέμειναν ανεκπλήρωτες. Η κυβέρνηση σκόπευε να εγκαινιάσει ένα κοινωνικοοικονομικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, μα στάθηκαν εμπόδιο νέες τρομοκρατικές επιθέσεις. Το ΣΕΑ κήρυξε στρατιωτικό νόμο, που όπως αποδείχθηκε, ήταν η αρχή του αυταρχισμού των κυβερνήσεων του Ερίμ για τα επόμενα τρία χρόνια. Αριστεροί, Κούρδοι εθνικιστές και ισλαμιστές του Κόμματος Εθνικής Τάξης του Νετσμεντίν Ερμπακάν υπήρξαν οι κύριοι στόχοι του στρατιωτικού πέλεκυ, ενώ η δεξιά έμεινε ανενόχλητη (Bozarslan, 2008). 

Η περίοδος μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας 

Το 1973 εν τέλει διεξάγονται ελεύθερες εκλογές. Απροσδόκητα σχηματίζεται μία κυβέρνηση συνεργασίας του ΡΛΚ, αρχηγός του οποίου ήταν πια ο Μπουλέντ Ετσεβίτ, με το δεξιό ισλαμιστικό Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας. Η κυβέρνηση ήρθε αντιμέτωπη με το υποκινούμενο από την ελληνική χούντα πραξικόπημα του Νίκου Σαμψών στην Κύπρο και παρενέβη στρατιωτικά επισήμως για να αποτραπεί η σφαγή των Τουρκοκυπρίων (K?z?lyurek, 2002). Η δήθεν ειρηνική επιχείρηση έγινε εισβολή στη μισή χώρα με χιλιάδες Ελληνοκύπριους να εκδιώχνονται και να θανατώνονται. Ο Ετσεβίτ έγινε εθνικός ήρωας εν μία νυκτί, εξαιτίας της συναισθηματικής αντίληψης περί των “έξω Τούρκων” που επικρατούσε ανέκαθεν και η οποία ασκούσε πραγματική πίεση τους πολιτικούς (Zurcher, 2004). 

Οι κυβερνήσεις συνεργασίας που ακολούθησαν ήταν όλες ανίσχυρες, αφού στα σχετικά μικρά κόμματα που αναρριχήθηκαν στην εξουσία αντιστοιχούσε δυσανάλογη δύναμη. Η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων συνεπαγόταν άμεσα και αδυναμία επίλυσης των δύο μείζονων προβλημάτων που ταλάνιζαν την χώρα: την πολιτική βία και την οικονομική κρίση. Κατά συνέπεια, το πολιτικό σύστημα σιγά-σιγά παρέλυσε εν μέρει εξαιτίας της πόλωσης και η κατάρρευσή του αυτή οδήγησε σε νέα στρατιωτική επέμβαση (Zurcher, 2004). 

Ο αγώνας ανάμεσα στις ακραίες αριστερές ομάδες, οι οποίες ενισχύθηκαν από αλεβίτες και Κούρδους των PKK και KUK αλλά και τους Γκρίζους Λύκους μαζί με τους ισλαμιστές φονταμενταλιστές που ζητούσαν την επαναφορά της Σαρία, αναζωπηρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας (Bozarslan, 2008). Κι ήταν από όλες τις απόψεις άνισος γιατί αστυνομία και δυνάμεις ασφαλείας προσέφεραν αποκλειστική προστασία στη δεξιά. Ο πολιτικός εξτρεμισμός μέτρησε χιλιάδες θύματα, εν μέρει λόγω της μετατροπής των παραδοσιακών συγκρούσεων τύπου βεντέτας σε πολιτικές. Την περίοδο 1979-1980 δολοφονούνταν και δημόσια πρόσωπα. Οι αρχές ήταν ανίκανες να αποκαταστήσουν την τάξη. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να παραβλεφθεί η επιδεινωμένη οικονομία. Το σοκ των δύο πετρελαϊκών κρίσεων του 1973-74 και 1979-80, το εμπάργκο όπλων που επιβλήθηκε στη Τουρκία σε απάντηση της εισβολής στην Κύπρο, το μόνιμο έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, ο υψηλός πληθωρισμός και η μαύρη αγορά οδήγησαν σε δημοσιονομικό και οικονομικό τέλμα. 

Το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου του 1980

Έπειτα από αρκετές προειδοποιήσεις του στρατού υπό την μορφή τηλεγραφημάτων που δεν εισακούστηκαν από την κυβέρνηση, το ΣΕΑ κατέλαβε την εξουσία ξημερώματα 12ης Σεπτεμβρίου του 1980. Με το ανακοινωθέν αυτό η χούντα προέταξε την αδράνεια στην οποία περιέπεσαν τα κρατικά όργανα ως αίτιο του πραξικοπήματος, κήρυξε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, διέλυσε την Εθνοσυνέλευση και απαγόρευσε τις δραστηριότητες κομμάτων, συνδικάτων και οργανώσεων (Zurcher, 2004).

Ο σκοπός των στρατηγών αρκετά ειρωνικά ήταν “να απομακρύνουν τα εμπόδια από το δρόμο της δημοκρατικής τάξης”. Τα πολιτικά κόμματα παρουσιάστηκαν ως “καταστροφικές και διασπαστικές δυνάμεις που παραλίγο να προκαλέσουν εμφύλιο” (Pope N. & Pope H., 1997). Με το νέο σύνταγμα διευρύνθηκαν οι αρμοδιότητες του Προέδρου, καθήκοντα ανέλαβε ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, Κενάν Εβρέν, αλλά και του Προεδρικού Συμβουλίου (πρώην ΣΕΑ). Παράλληλα, προβλεπόταν ρητά πως τα δικαιώματα και οι ελευθερίες δύνανται να καταργηθούν, ανακληθούν ή περιοριστούν.

Η περίοδος 1983 και μετά

Το 1983 οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΤΕΔ) κήρυξαν εκλογές επιτρέποντας τη συμμετοχή μόνο νέων κομμάτων. Απροσδόκητα, νίκησε το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας (ΚΜΠ) υπό τον Τουργκούτ Οζάλ. Το ΚΜΠ ήταν ένα μωσαϊκό ιδεολογικών προσεγγίσεων θρησκευτικού, εθνικιστικού συντηρητισμού και οικονομικού φιλελευθερισμού (Μούδουρος, 2012). Στηρίχθηκε αφενός στην ιδεολογία του κεμαλισμού για την υλοποίηση νέων οικονομικών μεταρρυθμίσεων που θα οδηγούσαν στη φιλελευθεροποίηση της τουρκικής οικονομίας και αφετέρου στην πολιτικοποίηση του Ισλάμ για μεγαλύτερη υποστήριξη της υπαίθρου.

Κατά την διάρκεια της προεδρίας του, ο Οζάλ προσπάθησε να απομακρύνει τον έλεγχο του στρατού επί της διοίκησης του κράτους και παράλληλα να περιορίσει την επιρροή παλαιών πολιτικών ηγετών οργανώνοντας δημοψήφισμα. Η απάντηση του λαού το 1987 για την επανεμφάνιση παλαιών πολιτικών ήταν, όμως, θετική. Ήταν η αρχή της παρακμής του κόμματός του (Zurcher, 2004). Προηγούμενοι πολιτικοί εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και δημιούργησαν νέες πολιτικές παρατάξεις. Δύο χρόνια μετά ο Οζάλ έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας και τις εκλογές του 1991 νίκησε ξανά ο Ντεμιρέλ με το Κόμμα Ορθού Δρόμου. 

Η επόμενη περίοδος είναι γεμάτη πολιτική αστάθεια εξαιτίας των κυβερνήσεων συνεργασίας που θα ακολουθήσουν και ιδίως μετά την ανάκαμψη του Κόμματος Ευημερίας, με επικεφαλή τον Νετσμεντίν Ερμπακάν στις εκλογές του 1995. Στηριγμένο στα ισλαμικά ήθη και την αποτυχία των πολιτικών του αντιπάλων, το Κόμμα Ευημερίας ανεδείχθη πρώτο στις εκλογές και τελικά σχημάτισε κυβέρνηση με το Κόμμα Ορθού Δρόμου, υπό την Τανσού Τσίλλερ. Το πρόγραμμα που προσπάθησε να υλοποιήσει ο Ερμπακάν συνάντησε πολλές αστοχίες τόσο στη διεθνή πολιτική σκηνή όσο και στο εσωτερικό. Γεγονότα όπως η συνάντηση με τον ηγέτη της Λιβύης για το κουρδικό ζήτημα, το σκάνδαλο Σουσουρλούκ (Λυγερός & Μελάς, 2003), η νύχτα των Ιεροσολύμων (Λίτσας, 2007) και η χρήση της μαντίλας στα πανεπιστήμια έδωσαν το έναυσμα στον στρατό να αντιδράσει. 

Στις 28 Φεβρουαρίου του 1997 οι ΤΕΔ επικαλούμενες τη διασφάλιση των κεμαλικών αρχών, παραδίδουν στην κυβέρνηση μια λίστα αιτημάτων, η οποία αγνοείται. Έτσι, συνασπίζονται με συνδικάτα και εργοδότες και στην συνέχεια οι βουλευτές του συμμαχικού κόμματος επιβάλλουν πιέσεις (Zurcher, 2004). Η παραίτηση του Ερμπακάν στις 18 Ιουνίου είναι αυτή που θα ονομάσει το συμβάν μεταμοντέρνο ή βελούδινο πραξικόπημα (Simsek & Αναστασοπούλου, 2013), καθώς δεν χρησιμοποιήθηκε βία για την αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος. 

Το βράδυ της 15ης Ιουλίου  

Σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, το 2016, σημειώνεται απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος. Η κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και η Αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι οργανώθηκε από ομάδες οι οποίες υπακούουν στο κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν. Τα μεσάνυχτα της 15ης-16ης Ιουλίου, οι πραξικοπηματίες συλλαμβάνουν τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων, Χουλουσί Ακάρ, καθώς και τους επικεφαλής της στρατοχωροφυλακής και της αεροπορίας (Κάννερ, 2006). Ο Πρόεδρος διαδίδει τηλεοπτικά ότι το πραξικόπημα θα είναι αποτυχημένο και παρακινεί το λαό να βγει στους δρόμους και να αντισταθεί. Το πλήθος των αμάχων καταφέρνει εν τέλει να εξαναγκάσει τους στρατιώτες να παραδώσουν τα όπλα και να εγκαταλείψουν τα στρατιωτικά οχήματα. 

Οι αναταραχές είχαν ως αποτέλεσμα όχι μόνο υλικές ζημιές, μα και έμψυχες απώλειες. Η ανώτερη στρατιωτική ηγεσία αποφάσισε να δώσει τέλος συλλαμβάνοντας και ανακρίνοντας τους πραξικοπηματίες. Η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τρεις μήνες. Εντός αυτού του διαστήματος, εκκαθαρίστηκε ο στρατιωτικός, δικαστικός και δημόσιος τομέας. Μέχρι τα τέλη Ιουλίου είχαν απολυθεί πάνω από 50.000 δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ παράλληλα θεσμοί αποσπάστηκαν απο την δικαιοδοσία του ΓΕΕΔ και αποδόθηκαν στα ανάλογα Υπουργεία, ενώ αναστάλθηκαν οι στρατιωτικές σχολές. Με αφορμή την εξάλειψη “κάθε είδους τρομοκρατίας” (Παυλόπουλος, 2021), ο πρόεδρος Ερντογάν συγκέντρωσε στα χέρια του την εκτελεστική εξουσία και η Τουρκία πλέον διοικείται με κυβερνητικά διατάγματα του Υπουργικού Συμβουλίου. 

Επίλογος

Στο ερώτημα, λοιπόν, “Γιατί ο λαός δεν αντέδρασε ενάντια των διάφορων πραξικοπημάτων;” μπορεί να δοθεί η εξής απάντηση. Σε ένα μεγάλο βαθμό ευθύνεται η έλλειψη της πολιτικής κουλτούρας εκείνης που θα απαιτούσε την ενεργό συμμετοχή στην πολιτική ζωή του κράτους, και συνεπώς θα προέτασσε την αναγκαιότητα κάποιας αντισυμβατικής μορφής πολιτικής συμμετοχής. Κατά κανόνα ο λαός δεχόταν την προνομιακή θέση του στρατού και την σε ανύποπτο χρόνο και χώρο επέμβασή του, με εξαίρεση φυσικά το τελευταίο, το οποίο δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε ότι έδωσε τρόπον τινά στον Ερντογάν τη δυνατότητα να εδραιώσει την κυριαρχία του θεσμοθετώντας τις εκτεταμένες εξουσίες του. Οι ΤΕΔ έχαιραν της εμπιστοσύνης του λαού και παρουσιάζονταν ανέκαθεν ως οι πραγματικοί θεματοφύλακες της Τουρκικής Δημοκρατίας και των αρχών της, δηλαδή του κεμαλισμού και ειδικότερα της εκκοσμίκευσης, αποτελώντας, έτσι, τον κύριο εκφραστή του εκδυτικισμού της Δημοκρατίας (Ινσέλ & Μπαϊράμογλου, 2007).

Μείζονα σημασία κατέχει, επίσης, και η καχυποψία προς τους δημοκρατικούς θεσμούς και τους πολιτικούς. Οι στρατιωτικοί θεωρούν τους πολιτικούς αμελείς, εγωιστές και εν δυνάμει απειλή για τις αξίες που έχουν καθήκον να διαφυλάξουν οι ΤΕΔ, με αποτέλεσμα η συνύπαρξή τους να καθίσταται δυσχερής (Ινσέλ & Μπαϊράμογλου, 2007). Ενισχυτικά έχουν δράσει οι επιτυχημένες αποστολές που έχουν φέρει εις πέρας: ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας, ο Πόλεμος της Κορέας, το Κυπριακό και ο πόλεμος εναντίον του PKK. Στην Τουρκία, οι ιδιαίτερες κοινωνικές δομικές συνθήκες επιτρέπουν και στηρίζουν τις ηγεμονικές τάσεις του στρατού. Σε μία κοινωνία όπου η αυτόνομη ανάπτυξη του ατόμου επισκιάζεται από την αδήριτη ανάγκη να διαφυλάσσεται από τον στρατό η συνέχεια του κράτους, το οποίο εκπροσωπεί το κοινό αγαθό και το δημόσιο όφελος, οι δημοκρατικές αξίες δύσκολα βρίσκουν απήχηση (Demirel, 2001).

Βιβλιογραφία

  • Ahmad, F. (1993). The making of Modern Turkey. Routledge.
  • Bozarslan, H. (2008). Ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας: Από την Επανάσταση των Νεότουρκων μέχρι σήμερα. Εκδόσεις Σαββάλας. 
  • Demirel, T. (2001). Turkey’s troubled Democracy: Bringing the Socio-economic Factors back in. New Perspectives on Turkey. 
  • Inalc?k, H. & Quataert, D. (2011). Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1600-1914. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
  • Ινσέλ, Α. & Μπαϊράμογλου, Α. (2007). Ο τουρκικός στρατός. Μία κοινωνική τάξη, ένα πολιτικό κόμμα. Εκδόσεις Βιβλιόραμα.
  • Κάννερ, Ε. (2006). Μια παράξενη απόπειρα πραξικοπήματος: η Τουρκία μετά τα γεγονότα του Ιουλίου. ΧΡΟΝΟΣ. Διαθέσιμο Εδώ 
  • Kedourie, S. (2000). Seventy-five years of the Turkish Republic. Frank Cass Publishers.
  • K?z?lyurek, N. (2002). Milliyetcilik K?skac?nda K?br?s. Iletisim.
  • Landau, M. (1974). Radical Politics in Modern Turkey. Brill. 
  • Lewis, B. (2002). Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας: Όψεις της αλλαγής. Τόμος II. Εκδόσεις Παπαζήση.
  • Lewis, B. (2001). Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας: Τα στάδια της ανάδυσης. Τόμος I. Εκδόσεις Παπαζήση.
  • Λίτσας, Σ. (2007). Η σύγχρονη Τουρκική πραγματικότητα και ο ρόλος του στρατού στις δομές εξουσίας του κράτους: Από τη θεσμική κατοχύρωση στη συνειδησιακή ταύτιση. ΕΛΙΑΜΕΠ. Διαθέσιμο Εδώ 
  • Λυγερός, Σ. & Μελάς Κ. (2003). Μετά τον Ερντογάν τι. Εκδόσεις Πατάκη.
  • Μητράρας, Α. (2010). Η ιδέα του τουρκικού εθνικισμού στο έργο του Ζιγιά Γκιοκάλπ και η επίδρασή του στον ΚεμαλισμόΕθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών. Διαθέσιμο Εδώ 
  • Μούδουρος, Ν. (2012). Ο μετασχηματισμός της Τουρκίας: Από την κεμαλική κυριαρχία στον “ισλαμικό” νεοφιλελευθερισμό. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
  • Παυλόπουλος, Γ. (2021). Το πραξικόπημα του 2016 και το colpo grosso του σουλτάνου. Τα Νέα. Διαθέσιμο Εδώ
  • Pope, N. & Pope, H. (1997). Turkey Unveiled: Ataturk and After. John Murray Ltd.
  • Poulton, H. (2000). Ημίψηλο, Γκρίζος Λύκος και Ημισέληνος. Εκδόσεις Οδυσσέας.
  • Quataert, D. (2005). The Ottoman Empire 1700-1922. Cambridge University Press.
  • Simsek, A. & Αναστασοπούλου, Ε. (2013). Δίκη για το λεγόμενο βελούδινο πραξικόπημα. Deutsche Welle. Διαθέσιμο Εδώ 
  • Weiker, W.F. (1963). The Turkish Revolution 1960-1961. Brookings Institution.Zurcher, E. (2004). Turkey: A Modern History. I.B. Tauris & Co. Ltd.
*Συντονιστής κειμένου: Γεώργιος Σταυρόπουλος

**H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στα άρθρα συνεργατών, αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς  και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.

***Αποποίηση Ευθυνών: Οι απόψεις οι οποίες εκφράζονται στα άρθρα μελών της SAFIA εκφράζουν αποκλειστικά και μόνο τους συντάκτες των άρθρων. Το Ant1news.gr δεν είναι απαραίτητο ότι ασπάζεται τις απόψεις οι οποίες αναφέρονται στα κείμενα.

Pοή στη κατηγορία: Με υπογραφή...
Άστον Βίλα - Ολυμπιακός: “Με το ένα πόδι” στον τελικό του ECL οι “Πειραιώτες”23:59Euroleague: Ο Παναθηναϊκός νίκησε την Μακάμπι - Στο ΟΑΚΑ κρίνεται η πρόκριση στο Final Four23:47Πού θα βρεις το πιο φθηνό τσουρέκι στην Ελλάδα23:34Άμστερνταμ: Θέση στάθμευσης πωλείται για 495000 ευρώ!23:21Κατάρρευση 44χρονης μπροστά στο παιδί της: Το αγοράκι έκλαιγε και φώναζε “Μαμά!”23:08“5Χ5 Σπέσιαλ”: Πάσχα με Κονιτοπούλου και Τσαμπά (sneak preview)22:54Μεγάλη Πέμπτη: Στην Μητρόπολη ο Μητσοτάκης, στην Κέρκυρα ο Κασσελάκης (εικόνες)22:40“Ο Πρώτος από εμάς”: Νέα επεισόδια με απρόσμενες εξελίξεις (εικόνες)22:27ΕΦΚΑ - ΔΥΠΑ: Οι πληρωμές έως τις 10 Μαΐου22:13Καιρός - Μεγάλη Παρασκευή: Τοπικές βροχές και άνεμοι έως 7 μποφόρ21:59Τροχαίο: Θρήνος για τον Γιάννη - Η “προφητική” μαντινάδα (εικόνες)21:46Euroleague - Ολυμπιακός: Νίκη και τώρα... Βαρκελώνη για την πρόκριση στο Final Four21:32Πάσχα: Πώς θα λειτουργήσουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς21:18Αναιμία: αιτίες, συμπτώματα και αντιμετώπιση21:05Formula 1: Grand Prix Μαϊάμι σε ΑΝΤ1+ και ΑΝΤ1 το Πάσχα20:51ΗΠΑ καταλήψεις: Ο Ερντογάν τάσσεται υπέρ των φοιτητών20:38“Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ” πίσω από τις κάμερες (εικόνες)20:24Bία ανηλίκων: Ανήλικη απείλησε με μαχαίρι 14χρονη, την ξυλοκόπησε και τη λήστεψε20:11ΑΑΔΕ - Τέλη κυκλοφορίας με τον μήνα: Σε λειτουργία στο myCar19:57Τροχαίο - Βούλα: Θανάσιμη παράσυρση πεζής19:44
Δεν υπάρχει καταχώρηση
BlogsΔεν υπάρχει περιεχόμενο