Τα πεδία ενεργειακού ανταγωνισμού μεταξύ Ρωσίας και Κίνας
Πρόλογος
Στη διεθνή βιβλιογραφία δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος και κοινά αποδεκτός ορισμός για την ενεργειακή ασφάλεια, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ομοφωνία και ως προς τον ορισμό του ενεργειακού ανταγωνισμού. Τα βασικά στοιχεία που συναντώνται στις διάφορες ερμηνείες που δίνονται είναι: διαθεσιμότητα ενέργειας, δηλαδή πόρων, υποδομές, τιμές ενέργειας, κοινωνικές επιπτώσεις, περιβάλλον, διακυβέρνηση και ενεργειακή απόδοση (Ang et al., 2015). Η σημασία της ενέργειας για τα κράτη και τον άνθρωπο καταδεικνύεται από τον καταλυτικό ρόλο που έχει διαδραματίσει στη βιομηχανική και οικονομική ανάπτυξη, καθώς και σε κάθε άλλη μορφή ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η παρούσα μελέτη έχει ως σκοπό να αποσαφηνίσει, ως επί το πλείστον, όλες αυτές τις επιμέρους έννοιες, μέσα από το περιπτωσιολογικό παράδειγμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, αλλά και τον μεταξύ τους ανταγωνισμό στην ασιατική ήπειρο. Η Ασία παραμένει μια περιοχή υψηλής ενεργειακής έντασης, λόγω των υψηλών επιπέδων κατανάλωσης ενέργειας, αφού αποτελεί και την πιο πολυπληθή ήπειρο. Η συνεχής εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, ως το κυρίαρχο μέρος του ενεργειακού μείγματος, σημαίνει επίσης ότι παραμένει και ένας από τους βασικούς φορείς εκπομπής αερίων, με ανυπολόγιστες περιβαλλοντικές συνέπειες (Naumkin & Zvyagelskgaya, 2013) .
Οι δύο αυτές χώρες, αν και ενεργειακά αυτάρκεις, εξαρτώνται από την ενέργεια τόσο οικονομικά, όσο και στον τομέα της ασφάλειας (Bhatty & Shaheen, 2011). Οι διάφορες μορφές ενέργειας επηρεάζουν το συσχετισμό ισχύος των δύο δυνάμεων στις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και στις σχέσεις συνεργασίας και εξάρτησης που διαμορφώνουν με τα κράτη της περιφέρειάς τους, στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας και του Ειρηνικού. Ο ανταγωνισμός τους στον τομέα της ενέργειας πηγάζει από την βαθμιαία ανάπτυξη της Κίνας τις τελευταίες δεκαετίες, η οποία έχει καταφέρει, με τη σύναψη πρωτίστως οικονομικών δεσμών, να αυξήσει την επιρροή της σε κράτη που άλλοτε ήταν υπό την επίβλεψη της Σοβιετικής Ένωσης.
Κεντρική Ασία
Παρά τη βελτίωση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Κίνας μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η έλλειψη μιας κοινής διασυνοριακής ενεργειακής υποδομής είναι μια αντανάκλαση της βαθύτερης οικονομικής πολιτικής των δύο κρατών. Συνεπώς, η αινιγματική έλλειψη ενεργειακών σχέσεων και η στρατηγική προσοχή που διέπουν τη σχέση Ρωσίας-Κίνας, συνιστούν τροχοπέδη για την ταχεία ανάπτυξη στενότερων ενεργειακών δεσμών. Η πραγματική δυναμική της ενεργειακής σχέσης Κίνας-Ρωσίας διαδραματίζεται, εν τω μεταξύ, στον ανταγωνισμό τους για επιρροή και πόρους στην Κεντρική Ασία (Petersen & Barysch, 2011).
Το 2005 το ρωσικό κράτος έγινε ο κύριος κάτοχος της εταιρείας φυσικού αερίου Gazprom, που αποτελεί μέχρι και σήμερα το συνεχιστή του Υπουργείου Βιομηχανίας Αερίου της Σοβιετικής Ένωσης, διατηρώντας στην κατοχή της όλα τα περιουσιακά στοιχεία και το μονοπώλιο της ρωσικής εξαγωγής, παραγωγής και πώλησης φυσικού αερίου. Ταυτόχρονα, το ρωσικό κράτος διατηρεί το μεγάλο μεριδίου ελέγχου των μετοχών των εταιριών Rosneft, Transneft και Transneftproduct που ασχολούνται με το πετρέλαιο και τους αγωγούς πετρελαίου (Omelicheva, 2018). Όταν την ίδια χρονιά ο πρόεδρος της Ρωσίας εισήγαγε τον όρο «ενεργειακό υπερκράτος», πραγματοποιήθηκε σε θεωρητικό πλαίσιο μια συγχώνευση της εξωτερικής και ενεργειακής πολιτικής (Giles, 2003). Στη λογική αυτή εμπίπτει η μεγάλη αξία και η ανάγκη της Ρωσίας να διατηρεί στενές σχέσεις με τα πλούσια σε φυσικούς πόρους κράτη της Κεντρικής Ασίας. Το ρωσικό μονοπώλιο για τις διαδρομές μεταφοράς φυσικού αερίου και πετρελαίου από και προς την Κεντρική Ασία, παρείχε στη Μόσχα ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στους διαλόγους για χαμηλότερες τιμές εισαγωγής υδρογονανθράκων σε αυτές τις χώρες. Η εύκολη πρόσβαση της Ρωσίας στην προμήθεια πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι επίσης αρκετά επωφελής για τις οικονομίες της Κεντρικής Ασίας. Χωρίς αυτή τη διευκόλυνση τα φτωχά κράτη της Κεντρικής Ασίας δεν μπορούν να εξάγουν τους ενεργειακούς τους πόρους στις παγκόσμιες αγορές για να πάρουν «σκληρό νόμισμα», το οποίο είναι απαραίτητο για την οικονομική τους ανάπτυξη (Hess, 2020). Η πρακτική αυτή απέδωσε στη Ρωσία σημαντικά γεωπολιτικά και οικονομικά οφέλη την εποχή των υψηλών παγκόσμιων τιμών ενέργειας. Ωστόσο, η Ρωσική Gazprom έχει εξαντλήσει τα παλιά αποθέματα φυσικού αερίου και απέτυχε να μετατρέψει τα κέρδη της σε σημαντικές επενδύσεις στον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού και στην εξερεύνηση των νέων φρεατίων φυσικού αερίου και πετρελαίου.
Η πιο επείγουσα απειλή για την εξουσία της Gazprom είναι η Κίνα, η οποία σχεδιάζει αγωγό φυσικού αερίου από το Τουρκμενιστάν σε όλη την περιοχή του Καζακστάν. Η Ρωσία αναμένει πως θα υπάρξει μεγάλη εκτροπή πόρων, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η ίδια και να χάσει την αξιοπιστία της ως ο κύριος πάροχος ενέργειας στην Ευρώπη (Cameron, 2009).
Είναι αξιοσημείωτο ότι παρόλο που η Ρωσία, ως ο μεγαλύτερος παραγωγός υδρογονανθράκων στον κόσμο, και η Κίνα, μία από τις πιο μεγάλες και ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές ενέργειας, μοιράζονται πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα κοινών συνόρων, μέχρι πρόσφατα δεν είχαν ούτε έναν μεγάλο διασυνοριακό αγωγό που να τις συνέδεε (Petersen & Barysch, 2011).
Αν και η Κίνα εξακολουθεί να επιφυλάσσεται να εμπλακεί ενεργότερα σε μια περιοχή γεμάτη μακροχρόνιες συγκρούσεις, έχει γίνει ένας από τους βασικούς παίκτες στην Κεντρική Ασία. Η ανάγκη της Κίνας για πόρους την ώθησε να εξερευνήσει πιθανές ευκαιρίες στην ενεργειακά πλούσια περιοχή της Κασπίας. Για το Πεκίνο είναι συγκριτικά πιο εύκολο να αντιμετωπίσει τα μικρότερα κράτη της Κεντρικής Ασίας, τα οποία επιθυμούν όλα να διαφοροποιήσουν την πελατειακή τους βάση, παρά τη Ρωσία, της οποίας η ενεργειακή πολιτική έναντι της Κίνας περιπλέκεται από γεωστρατηγικούς λόγους. Συγκεκριμένα, οι Κινέζοι χρησιμοποίησαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση για να επεκτείνουν περαιτέρω την επιρροή τους στην Κεντρική Ασία, προσφέροντας σε τοπικά καθεστώτα δάνεια με ευνοϊκούς οικονομικούς όρους για ενεργειακές επενδύσεις (Asiryan & He, 2020). Επιπλέον, η προτίμηση της Κίνας για άμεση πρόσβαση σε πόρους ανταποκρίνεται ευκολότερα στην Κεντρική Ασία, παρά στη Ρωσία, καθώς η ίδια η Ρωσία έχει αρκετά αποθέματα για να καλύψει τις δικές της ενεργειακές ανάγκες. Παράλληλα, εισάγει ενεργειακούς πόρους από άλλα κράτη χωρίς υποδομές όπως αυτά της Κεντρικής Ασίας και της Κασπίας, τους οποίους επεξεργάζεται και εξάγει σε υψηλότερη τιμή από αυτή που τους προμηθεύτηκε στα πιο πλούσια κράτη της Δύσης.
Η Κίνα γίνεται επίσης σημαντική πηγή κεφαλαίου για τις χώρες της Κεντρικής Ασίας. Σε αντίθεση με την αντίστοιχη βοήθεια από τη Δύση, η κινεζική πίστη δεν συνοδεύεται από πολιτικές απαιτήσεις σχετικά με τη διακυβέρνηση και τα ανθρώπινα δικαιώματα: τα αυταρχικά καθεστώτα της Κεντρικής Ασίας προτιμούν την Κίνα ως δανειστή εξαιτίας αυτής της στάσης «laissez faire» (Petersen & Barysch, 2011).
Ειρηνικός Ωκεανός
Ως APAC (Asia – Pacific Region) χαρακτηρίζεται η γεωγραφική περιοχή που περιλαμβάνει τις χώρες της Ανατολικής, Νοτιοανατολικής και Νότιας Ασίας και Ωκεανίας, ενώ περιλαμβάνει και τμήματα της Ρωσίας, στο Βόρειο Ειρηνικό, και χώρες της Αμερικής που βρίσκονται στις ακτές του Ανατολικού Ειρηνικού Ωκεανού. Η Κίνα έχει υιοθετήσει μια κρατοκεντρική προσέγγιση για την ενεργειακή ασφάλεια, για να εμβαθύνει τις πολιτικές και εμπορικές της σχέσεις με όλα τα έθνη που παράγουν ενέργεια και να επενδύει επιθετικά σε πετρελαιοπηγές και αγωγούς σε όλο τον κόσμο. Η εφαρμογή αυτής της προσέγγισης στις σχέσεις της με τους γείτονές της στην Ασία και τον Ειρηνικό, έχει δώσει ανάμεικτα αποτελέσματα. Ενώ η ενεργειακή διπλωματία της Κίνας έχει δημιουργήσει ευκαιρίες για συνεργασία με ορισμένους από τους γείτονές της, ιδίως με ορισμένες χώρες της Κεντρικής Ασίας και της ηπειρωτικής Νοτιοανατολικής Ασίας, έχει γίνει πηγή σύγκρουσης με ορισμένους άλλους γείτονες, ειδικά με εκείνους με συνοριακές διαφορές για θαλάσσια εδάφη που μπορεί να έχουν πλούσιους φυσικούς πόρους (Petersen & Barysch, 2011).
Η ενεργειακή ασφάλεια έχει αναδειχθεί ως κρίσιμο ζήτημα στην ευρύτερη περιοχή APAC. Πολλές χώρες της περιοχής είναι αναπτυσσόμενα κράτη με ταχεία οικονομική ανάπτυξη, η οποία συνοδεύεται από αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας. Η θεαματική πρόσφατη οικονομική ανάπτυξη στην APAC έχει ωθήσει μια τεράστια επέκταση της ανάγκης για ενεργειακές υπηρεσίες και μια επέκταση της ζήτησης για τα καύσιμα που βοηθούν στην παροχή αυτών των υπηρεσιών. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα στην Κίνα και την Ινδία (Vivoda, 2010).
Η ενεργειακή ζήτηση της περιοχής, ειδικά της Κίνας, έχει αυξηθεί ραγδαία την τελευταία δεκαετία και οι περισσότερες προβλέψεις δείχνουν ότι η δίψα της για ενέργεια θα επεκταθεί περαιτέρω τις επόμενες δεκαετίες (Sovacool, 2013). Οι μελλοντικές προβλέψεις υποδηλώνουν ότι η αύξηση της χρήσης ενέργειας στην APAC, ιδιαίτερα στην Κίνα, θα έχει σημαντικές συνέπειες για τη γεωπολιτική, τις χρηματοοικονομικές και ενεργειακές αγορές, καθώς επίσης τη ρύπανση, τόσο σε περιφερειακό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η αυξανόμενη ζήτηση από την Κίνα και την Ινδία έχει ήδη βαθύ αντίκτυπο στον ενεργειακό κόσμο. Τα δύο κράτη μεταμορφώνουν τις παγκόσμιες αγορές ενέργειας μέσω του τεράστιου μεγέθους τους και του ρυθμού ανάπτυξής τους. Ενώ η πρόσφατη άνοδος του εθνικισμού των πόρων στα πλούσια σε πετρέλαιο κράτη, συμπεριλαμβανομένων της Ρωσίας, της Βενεζουέλας και του Καζακστάν, προκλήθηκε από διάφορους παράγοντες, η ραγδαία αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας από αναδυόμενες οικονομίες υπήρξε βασικός μοχλός. Η ταχεία αύξηση της ζήτησής τους συνέβαλε στην εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, και οι πλούσιες σε πόρους χώρες βρήκαν και πάλι τους ενεργειακούς πόρους τους ως στρατηγικό όπλο. Η άνοδος αυτή είναι επίσης ένας παράγοντας στα μεταβαλλόμενα πρότυπα των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, το εμπόριο ενέργειας και την ενεργειακή γεωπολιτική.
Η APAC είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός τομέας στον οποίο έχει στοχεύσει η στρατηγική διαφοροποίησης της ενέργειας της Κίνας. Η Κίνα έχει εμπλακεί εδώ και αιώνες στον ανταγωνισμό για την ηγεσία στην περιοχή, και τώρα εντάχθηκε σε έναν νέο ανταγωνισμό για πρόσβαση σε ενεργειακές προμήθειες κοντά στην περιφέρειά της. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε να μειώσει την εξάρτησή της από το πετρέλαιο μεταξύ των ωκεανών, με τη δημιουργία νέων ναυτιλιακών οδών (Zhao, 2008).
Σε παράλληλη πορεία κινείται και η Ρωσία, η οποία έχει αυξήσει τις εξαγωγές φυσικών πόρων στην περιοχή, αφού το 16,2% των συνολικών εξαγωγών πετρελαιοειδών της Ρωσίας κατευθύνεται σε χώρες της APAC (Godzimirski, 2021). Στην προσπάθεια της να ανακτήσει την δύναμη που είχε ως Σοβιετική Ένωση, η Ρωσία σήμερα αξιοποιεί κάθε παράθυρο ευκαιρίας για ανάπτυξη. Mε τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για σταδιακή αλλαγή προς την πράσινη ενέργεια, η Ρωσία βρίσκει το αντιστάθμισμα στην άλλη συνορεύουσα ήπειρο. Αν και τα έσοδα από το ενεργειακό εμπόριο με την Ασία αυξάνονται, έχουν σχετικά υψηλό κόστος λόγω της ανάγκης να γίνουν επενδύσεις σε υποδομές, όπως φαίνεται από την τεράστια επένδυση στον αγωγό Power of Siberia, τα έργα Sakhalin I και Sakhalin II, και τον προγραμματισμένο αγωγό Altai.
Η στροφή της Ρωσίας προς την Ασία φαίνεται να έχει ξεκάθαρους στρατηγικούς σκοπούς. Η συνεργασία της χώρας με την Ασία —και ιδιαίτερα με την Κίνα— στον τομέα της ενέργειας υποκινείται από καθαρά οικονομικές ανησυχίες και το ενδιαφέρον της για επέκταση και διαφοροποίηση του ενεργειακού της χαρτοφυλακίου και σε άλλες περιοχές. Η στρατηγική έκθεση της Ρωσίας θα μειωθεί έναντι της Δύσης, μετριάζοντας το επίπεδο της ενεργειακής αλληλεξάρτησης μεταξύ Ρωσίας και Ε.Ε., όπως προαναφέρθηκε (Taghizadeh-Hesary et al., 2021). Η ανάγκη, όμως, για την ανάπτυξη μιας σχέσης συνεργασίας από την πλευρά της Ρωσίας με την Κίνα δικαιολογείται από το γεγονός της επίδρασης και των στενών οικονομικών και θεσμικών δεσμών που έχει η Κίνα με τα εγγύτερα κράτη. Αυτό με τη σειρά του θα συμβάλει στην παράταση της διάρκειας ζωής του ρωσικού ενεργειακού τομέα, ο οποίος πιθανότατα θα παραμείνει η ραχοκοκαλιά της ρωσικής οικονομίας και η κύρια πηγή κρατικών εσόδων στο άμεσο μέλλον. Αναπτύσσοντας ισχυρότερους ενεργειακούς δεσμούς με ορισμένες ασιατικές χώρες, η Ρωσία θα είναι σε θέση να προβάλλει όχι μόνο την οικονομική και ενεργειακή της ισχύ, αλλά και την πολιτική της δύναμη, συνεργαζόμενη μαζί τους σε άλλα θέματα κοινού ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής μιας νέας παγκόσμιας τάξης βασισμένης σε ένα νέο σύνολο μη δυτικών κανόνων (Godzimirski, 2021).
Επίλογος
Η μελέτη καταδεικνύει συμπερασματικά ότι ο ανταγωνισμός εξαρτάται από τις δυνάμεις και τις αδυναμίες που αντιμετωπίζουν τα κράτη. Η Κίνα, αν και ισχυρή, υστερεί ακόμα σε βαθμό επιρροής στα κράτη της Κεντρικής Ασίας, περιοχή που ανήκε παραδοσιακά στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης και με την οποία η σημερινή κληρονόμος Ρωσία έχει ακόμα ιδεολογικούς δεσμούς. Αντιθέτως, η αδυναμία της Ρωσίας για προβολή ισχύος στην περιοχή του Ειρηνικού την παρακινεί να συνεργαστεί με την Κίνα ή να αναπτύξει δεσμούς με κράτη όπως η Ιαπωνία και η Ταϊβάν, που έχουν διαφορές με την Κίνα. Ωστόσο, όταν πρόκειται για τις πολιτικές που ακολουθούν για την ανάπτυξη των οικονομιών και του ενεργειακού τους τομέα, κανένα από τα δύο κράτη δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη το περιβαλλοντολογικό αποτύπωμα των ενεργειών αυτών.
Βιβλιογραφία
- Ang, B. W., Choong, W. L., & Ng, T. S. (2015). Energy security: Definitions, dimensions and indexes. Renewable and Sustainable Energy Reviews, 42, 1077–1093. DOI: 10.1016/j.rser.2014.10.064.
- Asiryan, A. & He, Y. (2020). The Dynamics of Sino-Russian Relations in Central Asia. E-International Relations. Retrieved from here.
- Bhatty, R. S. K., & Shaheen, N. (2011). Russia: Indispensable for Central Asia. Horizon, 64(2), 53–63. Retrieved from here.
- Cameron, F. (2009). The policies of the European Union and Russia towards Central Asia. International Center for Black Sea Studies, Xenophon paper 8. Retrieved from here.
- Giles, K. (2009). Russia’s National Security Strategy to 2020. NATO Defense College. Retrieved from here.
- Godzimirski, J. M. (2021). Russian Grand Strategy and Energy Resources: The Asian Dimension. In Buchanan E. (Ed.). Russian Energy Strategy in the Asia-Pacific Implications for Australia, 57-83. ANU Press. DOI: 10.22459/RESAP.2021.
- Hess, M. (2020). Russia and Central Asia: Putin’s Most Stable Region? Orbis, 64(3), 421–433. DOI: 10.1016/j.orbis.2020.05.005.
- Naumkin V.V., Zvyagelskgaya I.D., Voiko E.V., Korgun V.G., Kuzmina E.M., Malysheva D.B, Pritchin S.A. & Kheifetz B.A., (2013). Russia’s interests in Central Asia. Russian International Affairs Council, No. 10. Retrieved from here.
- Omelicheva, M. Y. (2018). Central Asia. In Tsygankov, A. P. (Ed.). Routledge Handbook of Russian Foreign Policy, 325–337. Routledge. DOI: 10.4324/9781315536934.
- Petersen, A., & Barysch, K. (2011). Russia, China And The Geopolitics Of Energy In Central Asia. Centre for European Reform. Retrieved from here.
- Sovacool, B. K. (2013). Assessing energy security performance in the Asia Pacific, 1990–2010. Renewable and Sustainable Energy Reviews, 17, 228–247, DOI: 10.1016/J.RSER.2012.09.031 .
- Taghizadeh-Hesary, F., Rasoulinezhad, E., Yoshino, N., Sarker, T., & Mirza, N. (2021). Determinants of the Russia and Asia–Pacific energy trade. Energy Strategy Reviews, 38, 100681. DOI: 10.1016/j.esr.2021.100681.
- Vivoda, V. (2010). Evaluating energy security in the Asia-Pacific region: A novel methodological approach. Energy Policy, 38(9), 5258–5263, DOI: 10.1016/J.ENPOL.2010.05.028 .
- Zhao, S. (2008). China’s Global Search for Energy Security: cooperation and competition in Asia-Pacific. Journal of Contemporary China, 17(55), 207–227. DOI: 10.1080/10670560701809460.
*H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων