BRICS και μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα
Εισαγωγή: Η είσοδος των BRICS στο διεθνές προσκήνιο
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου άφησε να εννοηθεί πως οι ΗΠΑ θα αντιμετωπίζονταν στο εξής ως o μόνος και κυρίαρχος πόλος του διεθνούς συστήματος. Η ηγεμονική στάση της Ουάσιγκτον, άλλωστε, ήταν φανερή και στις κρίσεις ασφαλείας που έλαβαν χώρα στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή αργότερα. Παράλληλα, η περαιτέρω πολιτική και γεωγραφική διεύρυνση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος φάνηκε να αντικρούει τη θέση περί της απλής ύπαρξης ενός μονοπολικού διεθνούς συστήματος, αν και ευρύτερες εσωτερικές δυσκολίες απέτρεψαν την αισιόδοξη προοπτική να αναχθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση σε ένα σχήμα που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί την ηγεμονία της Αμερικής (Clark, 2001, σ.517). Την νέα τάση για αναζήτηση μίας θέσης στο νέο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα ήρθαν να ακολουθήσουν και άλλοι υπερεθνικοί δρώντες και forum, αποδεικνύοντας μία νέα πραγματικότητα που επρόκειτο να διαμορφωθεί. Η αντίθεση, ωστόσο, σε σχέση με το δυτικό τρόπο διεθνούς διακυβέρνησης σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, ώθησε στην διαμόρφωση μιας καινοφανούς ισχυρής συνεργασίας, αυτή της ομάδας των BRICS, η παρουσία της οποίας στη διεθνή πραγματικότητα φαίνεται ότι τάραξε τα νερά της πρωτοκαθεδρίας των θεσμών που κυριαρχούνται από το “δυτικό παράδειγμα”.
Η ονομασία BRIC(S) προήλθε το 2001 από τον οικονομολόγο της Goldman Sachs, Jim O’Neill, ο οποίος χρησιμοποίησε τα αρχικά των χωρών της Βραζιλίας, της Ρωσίας, της Ινδίας και της Κίνας, χαρακτηρίζοντας αυτές ως τις ανερχόμενες οικονομίες των επόμενων ετών. Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε και με οικονομικά στοιχεία τα επόμενα χρόνια, αφού μέχρι και το 2015, το ονομαστικό ΑΕΠ αυτών των χωρών ανταγωνιζόταν αυτό της ΕΕ και των ΗΠΑ (Guriev, 2015). Η πρώτη προσπάθεια συνεργασίας, ως ομάδας κρατών, έγινε με πρωτοβουλία του Ρώσου Προέδρου Vladimir Putin στις 20 Σεπτεμβρίου του 2006, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη. Έπειτα από μια σειρά συναντήσεων και συνεννοήσεων, στις 16 Ιουνίου 2009, έλαβε χώρα στο Yekaterinburg, η 1η Σύνοδος των BRIC. Η δυναμική της ομάδας ώθησε, το 2011, και τη Νότια Αφρική να συμπεριληφθεί στον συνασπισμό των κρατών, μετασχηματίζοντας το “BRIC” σε “BRICS” (Kakonen, J. , 2015, σ. 25).
Παρά το γεγονός ότι τα BRICS έχουν επικεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό στις οικονομικές και εμπορικές τους σχέσεις, ιδρύοντας για παράδειγμα περιφερειακούς οργανισμούς όπως η New Development Bank (NDB), συνεχίζουν παράλληλα τη συνεργασία με διεθνείς θεσμούς, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), καθώς δεν παύουν να ενδιαφέρονται για τις τάσεις στο διεθνές σύστημα. Τα πολιτικά κριτήρια της συγκεκριμένης συνεργασίας και οι επικείμενες αλλαγές που θέλουν να επιφέρουν στο διεθνές σύστημα, μέσω των ήδη υπαρχόντων οργανισμών, όπως ο ΟΗΕ, καθώς και η σχέση με τις ΗΠΑ, είναι θέματα που έχουν απασχολήσει τόσο ερευνητές, όσο και τη διεθνή κοινότητα (Stepanov, 2020).
Ωστόσο, μία ενιαία πολιτική, σε διεθνές επίπεδο, μεταξύ κρατών με διαφορετικά πολιτικά χαρακτηριστικά, συχνά διαφορετικές θέσεις επί των διεθνών ζητημάτων και, φυσικά, ετερογένεια ως προς τα εθνικά τους συμφέροντα, μπορεί να είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Ιδιαίτερα η εκπλήρωση του εθνικού συμφέροντος παραμένει διαχρονικά στο επίκεντρο της πολιτικής ενός κράτους, κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάπτυξη ενός τέτοιου συνασπισμού (Kolesnichenko O. et al, 2016, σ.278).
Στη βάση των δύο αυτών επισημάνσεων, θεωρείται άξιο έρευνας να αναζητηθούν τα πολιτικά κίνητρα που έχουν οδηγήσει την ομάδα των BRICS σε συνεργασία για σημαντικές δράσεις στο διεθνές προσκήνιο, καθώς και σε ποιο βαθμό τα οικεία συμφέροντα του κάθε μέλους της ομάδας μπορούν να επηρεάσουν -θετικά ή αρνητικά- αυτή την πολυμερή συνεργασία.
Πολιτικά κίνητρα συνεργασίας της ομάδας των BRICS
Είναι γνωστό πως η συνεργασία των αναδυόμενων κρατών των BRICS είχε ως αφετηρία την οικονομική συνεργασία και την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων των εν λόγω χωρών. Παρόλα αυτά, οι πολιτικές επιδιώξεις των κρατών-μελών είναι ιδιαίτερα σημαντικές τόσο για τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής των ίδιων των κρατών, όσο και για τις αλλαγές που αισιοδοξούν να εισάγουν στο διεθνές σύστημα.
Είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι ενώ οι χώρες των BRICS αποτελούν και μεμονωμένα ισχυρές οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις σε περιφερειακό επίπεδο, η ισχύς τους σε διεθνές επίπεδο δεν μπορεί να επιφέρει ουσιώδεις αλλαγές. Ως ομάδα, όμως, η παρουσία τους στο διεθνές σύστημα και στη διεθνή πολιτική οικονομία φαίνεται να αφήνει το αποτύπωμά της, ενώ υποστηρίζεται η άποψη πως οι οικονομίες των BRICS παρουσιάζουν κινητικότητα ή ακόμα και ότι ανθίστανται και της ύφεσης που γνωρίζουν οι δυτικές οικονομίες, έπειτα από την οικονομική κρίση του 2008. Ενώ οι απόψεις διίστανται ως προς την αποδοτικότητα της προόδου των BRICS, πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι θα διαδραματίσουν κυρίαρχο ρόλο στο διεθνές πολιτικό και οικονομικό προσκήνιο (Kakonen, J., 2015, σ.25).
Οι ανοδικές τάσεις των BRICS στο διεθνές γίγνεσθαι έχουν δημιουργήσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις να επανεξεταστεί το ισχύον πλαίσιο παγκόσμιας διακυβέρνησης , έτσι ώστε να προκύψει ένας πιο επίκαιρος και πολυμερής τρόπος συνεργασίας και λήψης αποφάσεων. Είναι γεγονός πως η ανάπτυξη κι άλλων δυνάμεων εκτός της Δύσης δημιουργεί απαιτήσεις επί των ζητημάτων πολιτικής και οικονομίας, οπότε και αλλαγής του ισχύοντος μοντέλου που θέτει τη Δύση σε ηγεμονική και κυρίαρχη θέση (Kakonen, J., 2015, σ.25).
Όπως προαναφέρθηκε, η ομάδα των BRICS δρα, επιπλέον, τόσο στο πλαίσιο των υφιστάμενων οργανισμών, όπως ο ΟΗΕ, όσο και μέσω της ίδρυσης άλλων μηχανισμών, οι οποίοι θα προωθούν πιο άμεσα τα ομαδικά συμφέροντα (Shelepov, 2018, σ.49). Αυτό αποδεικνύεται με το σεβασμό και τη θέση στο επίκεντρο των διεθνών σχέσεων τον ΟΗΕ ως τον Οργανισμό που καλείται να προωθήσει και να επιτύχει την επίλυση των όποιων προβλημάτων προσβάλλουν την παγκόσμια κοινότητα. Ωστόσο, στο πλαίσιο της δράσης του Οργανισμού, η ομάδα των BRICS υποστηρίζει ότι, επειδή το διεθνές σύστημα υφίσταται αλλαγές, οι κανόνες λειτουργίας του Οργανισμού ίσως χρήζουν και αναθεώρησης. Μέσα στις αλλαγές που προωθεί η διακρατική αυτή ομάδα είναι και η ενίσχυση του ρόλου των σημαντικών -πλέον- για τη διεθνή κοινότητα δυνάμεων, της Ινδίας, της Νοτίου Αφρικής και της Βραζιλίας. Η απόδοση θέσεων μονίμων μελών στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (ΣΑ/ΗΕ) σε αυτές τις δυνάμεις είναι ένας στόχος που προωθείται από τα δύο ήδη μόνιμα μέλη του ΣΑ/ΗΕ, την Ρωσία και την Κίνα, με σκοπό να αλλάξει το πολιτικό τοπίο του ύπατου πολιτικού οργάνου λήψεως αποφάσεων των ΗΕ. Η ομάδα των BRICS με την συνεργασία της με διεθνείς οργανισμούς καθιστά σαφείς τις προτεραιότητες και στόχους της, ενισχύει την θέση της στην παγκόσμια διακυβέρνηση, ενώ με την υποστήριξη των ΗΕ στηρίζει την νομιμότητα και αποτελεσματικότητα του συστήματος (Shelepov, 2018, σ.54-55).
Ο συνασπισμός των BRICS, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, έχει την επιθυμία, τον στόχο και πιθανότατα τη δυναμική να θίξει την μέχρι τώρα ηγεμονία των ΗΠΑ. Η εθνοκεντρική πολιτική που ακολούθησε κατά την Προεδρία του ο Donald Trump, έδωσε το έναυσμα στις χώρες των BRICS να αναδειχθούν στη διεθνή πολιτική σκηνή, προωθώντας την αναγκαιότητα και βιωσιμότητα μιας πολυμερούς και πολυπολικής προσέγγισης των διεθνών ζητημάτων (Labbe, 2018). Η ομάδα των BRICS σκοπεύει στην αλλαγή του διεθνούς συστήματος, ασπαζόμενη την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, του εμπορίου και της πολιτικής, καταδικάζει τις ωφελιμιστικές και κρατοκεντρικές πρακτικές της Δύσης και προωθεί την ισότητα ευκαιριών και την εκπλήρωση μιας κοινής ανάπτυξης σε διεθνές επίπεδο (Xiaoming, 2018).
Οι πολυμερείς σχέσεις και οι εθνικές βλέψεις των μελών του συνασπισμού
Παρά την πολυπολικότητα και τη συνεργασία που χαρακτηρίζει το σύγχρονο διεθνές σύστημα, η αρχή της ρεαλιστικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων, δηλαδή ότι το κράτος έχει ως κύριο στόχο την εκπλήρωση της επιβίωσής του και την προαγωγή του εθνικού του συμφέροντος, παραμένει αμετάβλητη στην πραγματικότητα του διεθνούς συστήματος. Συζητώντας για την ομάδα των BRICS, γίνεται μνεία σε πέντε κράτη, με διαφορετικά πολιτειακά χαρακτηριστικά, διαφορετικές θέσεις στο διεθνές σύστημα και διαφορετικά εθνικά συμφέροντα. Παρά την υιοθέτηση κάποιων ενιαίων θέσεων μεταξύ των κρατών, είναι λογική και -έως έναν βαθμό- αναμενόμενη η πιθανότητα διαφοροποίησης σε ορισμένα ζητήματα.
Η ανοδική πορεία της Κίνας, ιδιαίτερα σε επίπεδο οικονομίας και εμπορίου, είναι ένα από τα ζητήματα που προκαλεί ανησυχία στο συνασπισμό. Χαρακτηριστικά, η Κίνα διαθέτει μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες παγκοσμίως. Παρότι τα νούμερα φαντάζουν ιδιαίτερα ευνοϊκά για το μέλλον της ομάδας, η εξαιρετική αυτή οικονομική δύναμη της Κίνας προκαλεί υποψίες για μία ενδεχόμενη επιθυμία της Κίνας για αρχηγία έναντι των άλλων χωρών, μία εξέλιξη που δεν φαντάζει ούτε ευχάριστη στις χώρες, ούτε συντάσσεται με την πολιτική αλλαγή που εκφράζει ο συνασπισμός (Zhou, 2020, σ.68-85).
Ο μεγαλύτερος φόβος από την αύξηση της δύναμης της Κίνας προκαλείται στην γείτονα χώρα-μέλος των BRICS, την Ινδία. Οι μνήμες του παρελθόντος από την εμπόλεμη σύρραξη της δεκαετίας του ’60 στα σύνορα των δύο χωρών και οι σημερινές εντάσεις στην κοιλάδα Galwan των Ιμαλαϊων αποτελούν παράγοντες που εγείρουν ερωτήματα σχετικά με την αρμονική συνεργασία των δύο χωρών στα πλαίσια της ομάδας των BRICS (Ethirajan & Pandey, 2020). Η γεωγραφική θέση της Ινδίας, καθώς και το μέγεθος της χώρας προκαλούν το ενδιαφέρον των ΗΠΑ, οι οποίες επιχειρούν να δημιουργήσουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις δορυφοριοποίησής της, με απώτερο στόχο την εξισορρόπηση της ισχύος της Κίνας (Robbani, 2015, σ.137).
Η Ινδία έχει πολλαπλά οφέλη να αποκομίσει από την συνεργασία της με την ομάδα των BRICS τόσο σε επίπεδο οικονομικών και εμπορικών συνεργασιών, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η Ινδία εργαλειοποιεί την θέση της στην ομάδα των BRICS, για να προωθήσει την ανάδειξή της σε μόνιμο μέλος του ΣΑ/ΗΕ, έχοντας την στήριξη της Ρωσίας και της Κίνας ως μονίμων μελών του ΣΑ/ΗΕ (Zhou, 2020, σ.68-85). Ωστόσο, η συμμετοχή της Ινδίας, αλλά και της Βραζιλίας στην ομάδα των “G4”, από κοινού με την Γερμανία και την Ιαπωνία, είναι μία κίνηση, η οποία ουσιαστικά αντιτίθεται στο σκεπτικό των BRICS για την προώθηση μιας νέας συναινετικής και πιο ισχυρής πρότασης στο «τραπέζι» των διαπραγματεύσεων για το θέμα αυτό. Η πρωτοβουλία αυτή δεν χαρακτηρίζεται επιτυχής μέχρι στιγμής, χωρίς αυτό να εξαλείφει τις αξιώσεις των δύο (Ινδία και Βραζιλία) δυνάμεων να προτιμούν την λογική της προσπάθειας των “G4”, από την στιγμή που το συμφέρον τους εδράζεται και στη συνεργασία με τη Δύση (Sahni, 2015, σ.532).
Οι χώρες BRICS αποζητούν την αλλαγή της δυτικής πρωτοκαθεδρίας στις διεθνείς σχέσεις. Ωστόσο, η Ινδία δεν είναι ιδιαίτερα σύμφωνη με αυτή την πρακτική του συνασπισμού, καθώς δεν επιθυμεί να περιορίσει τη σχέση της με την Δύση. Συνεπώς, επιδιώκει την εξισορρόπηση μεταξύ της αναθεωρητικής πολιτικής που ακολουθούν τα BRICS και της στρατηγικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αποσκοπώντας στα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη και από τις δύο προσπάθειες (Zhou, 2020, σ. 68-85).
Η περίπτωση της Ρωσίας, ως μέλους των BRICS, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σχέση με τις άλλες χώρες-μέλη. Παρόλο που η Ρωσία ήταν ο προπομπός της πρωτοβουλίας, πολλές αναλύσεις θεωρούν πως δεν πρόκειται για μία αναδυόμενη δύναμη, όπως οι υπόλοιπες χώρες, αλλά για μία πρώην υπερδύναμη, που επιθυμεί να επαναπροσδιορίσει την θέση της στο διεθνές προσκήνιο. (Kakonen, J., 2015, σ. 31). Ζητήματα, όπως η ουκρανική κρίση, έχουν άσχημο αντίκτυπο στην εικόνα της χώρας, κυρίως για την Δύση, η οποία και της επέβαλε αριθμό οικονομικών κυρώσεων. Μεταξύ των κυρώσεων ήταν και η αναστολή της συμμετοχής της χώρας στους G8, καθώς και η απομόνωση της από τους G20 (Zhou, 2020, σ.68-85). Παρά την κακή σχέση της με τη Δύση και την αρνητική εικόνα που έχει δομήσει, η Ρωσία εξακολουθεί να είναι μόνιμο μέλος του ΣΑ/ΗΕ, ενώ συγχρόνως αξιοποιεί την συνεργασία στο πλαίσιο των BRICS, για να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα και να κατορθώσει, μέσω της συγκεκριμένης ομάδας κρατών, την αλλαγή στο διεθνές status quo. Μπορεί η ομάδα των BRICS να ξεκίνησε ως μία ομάδα οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας, η Ρωσία όμως στοχεύει περισσότερο στο πολιτικό σκέλος του συνασπισμού, με απώτερο στόχο την δημιουργία ενός νέου αντίπαλου δέους σε σχέση με το δυτικό πρότυπο διακυβέρνησης (Kakonen, J., 2015, 31).
Η Νότια Αφρική ήταν μία ιδιαίτερη και επωφελής προσθήκη στην ομάδα των BRICS. Η μετέπειτα είσοδος της χώρας στον συνασπισμό επέφερε την εκπροσώπηση όλων των ηπείρων στα πλαίσια της ομάδας των BRICS (Kolesnichenko O. et al, 2016, σ.277). Ωστόσο, τα συγκριτικά μικρότερα οικονομικά μεγέθη και επίπεδα ανάπτυξης έναντι των υπολοίπων κρατών-μελών των BRICS, είναι παράγοντες που την διαφοροποιούν από τα αρχικά BRIC. Παρόλα αυτά, η Νότια Αφρική σε περιφερειακό επίπεδο παραμένει η μεγαλύτερη οικονομία και η χώρα με την μεγαλύτερη ανάπτυξη. Επίσης, σημαντικό στοιχείο για τη θέση της χώρας είναι ότι αποτελεί το μοναδικό αφρικανικό κράτος-μέλος της ομάδας των G20, ενώ το γεγονός ότι αναδείχθηκε επικεφαλής της Αφρικανικής Ένωσης το 2012 αποτελούν στοιχεία που της προσέδωσαν έναν σπουδαίο πολιτικό ρόλο στην αφρικανική ήπειρο. Η Αφρικανική Ένωση στη συνέχεια υποστήριξε και την υποψηφιότητα της χώρας για μια θέση στο ΣΑ/ΗΕ, από κοινού και με τα BRICS (Stuenkel, 2013, σ.312-313). Η Νότια Αφρική δεν δύναται να ακολουθήσει έναν ηγετικό ρόλο στον συνασπισμό, αλλά έχει την δυνατότητα μέσω αυτού να αναβαθμίσει τον ρόλο της στο περιφερειακό της υποσύστημα, αλλά και στο διεθνές στερέωμα (Zhou, 2020, σ.68-85). Συνολικά, η Νότια Αφρική -εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη των BRICS- εκπροσωπεί τα αφρικανικά κράτη, προσδοκώντας μια γενική και εκτεταμένη ανάπτυξη μέσω της συνεργασίας με σπουδαίες οικονομίες και πολιτικές δυνάμεις (Kakonen, J., 2015, σ.32).
Το δυτικό ημισφαίριο εκπροσωπείται στην ομάδα των BRICS από την χώρα της Βραζιλίας. Η Βραζιλία αποτελεί την μεγαλύτερη χώρα και συγχρόνως την μεγαλύτερη οικονομία της Λατινικής Αμερικής. Στις αρχές της περασμένης δεκαετίας η χώρα παρουσίασε μια ιδιαίτερη οικονομική άνοδο και ανάπτυξη, την οποία όμως διαδέχθηκε το 2015 μία δυσμενής ύφεση. Η προώθηση της εικόνας της ως μεγάλης δύναμης στο διεθνές σύστημα ξεκίνησε μέσα από μία ατζέντα ήπιας πολιτικής και προσπάθεια ανάδειξης της διεθνούς εικόνας της, μέσω της φιλοξενίας αθλητικών οργανώσεων, όπως το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, το 2014, και οι Ολυμπιακοί Αγώνες, το 2016, διοργανώσεις που έστρεψαν όλα τα βλέμματα στην λατινική χώρα. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια δεν ήταν αρκετή, για να αναδειχθεί η Βραζιλία σε διεθνή δύναμη. Η θέσης της στην ομάδα εργαλειοποιείται από την ίδια, προκειμένου να ανελιχθεί και εκτός περιφέρειας, σε μια παγκόσμια δύναμη. Η παραχώρηση μιας θέσης μόνιμου μέλους στο ΣΑ/ΗΕ, με την βοήθεια των BRICS και μέσω της προσπάθειας των “G4”, είναι σίγουρα μία στοχευμένη κίνηση για την εκπλήρωση του συμφέροντός της. Εκτός από το πολιτικό σκέλος της συνεργασίας, η Βραζιλία ενδιαφέρεται σε μεγάλο βαθμό για τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις που μπορεί να αναπτύξει μέσω των BRICS (Zhou, 2020, σ.68-85).
Τόσο η συνεργασία της Βραζιλίας με τα BRICS, όσο και η άνοδος της ίδιας της χώρας, προσέγγισε το ενδιαφέρον των ΗΠΑ και της Ευρώπης για μια στενότερη σχέση με την χώρα αυτή της Λατινικής Αμερικής. Οι επαφές αυτές με την Δύση έχουν θετικό αντίκτυπο στην διεθνή θέση της Βραζιλίας, γεγονός που τις καθιστά αρεστές και αναγκαίες, παρά την διαφοροποιημένη στάση που θέτει η ομάδα. Παρόλα αυτά, η χώρα επιθυμεί μια ισορροπημένη σχέση τόσο με τις άλλες δυνάμεις των BRICS, χωρίς άλλες σοβαρές επιδιώξεις μέσα στην ομάδα, όσο και με τις δυτικές δυνάμεις που την έχουν προσεγγίσει (Zhou, 2020, σ.68-85).
Η ανάλυση των αλλαγών που σημειώνονται τα τελευταία χρόνια στο διεθνές σύστημα αποτελεί ένα ζήτημα εξαιρετικά σύνθετο. Η ομάδα BRICS κομίζει πολλά νέα στοιχεία και σίγουρα οι αντιδράσεις πλευρών της διεθνούς κοινότητας δεν είναι εξ’ολοκλήρου θετικές. Η Δύση, τηρώντας μια φοβική στάση, αναδεικνύει τις διαφορές ανάμεσα στα κράτη παρά τις ομοιότητες και τους στόχους που τους ενώνουν. Οι τεταμένες σχέσεις και η πολιτική καχυποψία μεταξύ Κίνας και Ινδίας, η αδύναμη οικονομική θέση της Νοτίου Αφρικής, οι διακυμάνσεις στην πολιτική και οικονομική σκηνή της Βραζιλίας, καθώς και η απώλεια ισχύος από τη Ρωσία είναι μερικά από τα στοιχεία που προωθεί η Δύση για να υποτιμήσει τις προσπάθειες των BRICS (Wolf, 2012). Η στάση, ωστόσο, της Δύσης σε ένα βαθμό δικαιολογείται από τη δράση των BRICS, μιας και η ομάδα δυσκολεύεται τελικά να διατυπώσει εναλλακτικές προτάσεις αναφορικά με την αντιμετώπιση των αναδυόμενων προκλήσεων σε επίπεδο διεθνούς συστήματος, ενώ συγχρόνως διαφωνούν με τις αντίστοιχες δυτικές (Kakonen, J., 2015, σ.34). Συνολικά, όμως, επισημαίνεται ότι το ζήτημα δεν είναι να γίνεται λόγος περί ηγεμονίας επί της διεθνούς διακυβέρνησης, είτε από τις ΗΠΑ είτε από τα BRICS, αλλά για το εάν και πώς η παγκόσμια τάξη δύναται να αποδώσει δικαιοσύνη, ισότητα και ανάπτυξη. Ο συνασπισμός των BRICS προσεγγίζει αυτούς τους στόχους μέσω ενός αποκεντρωμένου και συνεργατικού συστήματος, σε αντίθεση με τις ηγεμονικές τάσεις της Δύσης έναντι του αναδυόμενου κόσμου (Xiaoming, 2018). Καθώς οι διεθνείς σχέσεις και το σύγχρονο διεθνές σύστημα βρίσκονται συνεχώς σε μία αλλαγή, το μέλλον των BRICS, αλλά και των διεθνών σχέσεων κρίνεται προς το παρόν αβέβαιο, αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις μάλλον πολλά υποσχόμενο.
Βιβλιογραφία
Βιβλία
- Clark, I. (2001). Globalization and the post-cold war order. In The globalization of world politics (pp. 514-526). Διαθέσιμο εδώ
- Kakonen, J. (2015). BRICS as a new constellation in international relations?, In Nordenstreng, Κ. & Kishan Thussu, D., (Ed.). Mapping BRICS Media Internationalizing Media Studies . Routledge. pp.25-41 (Διαθέσιμο: εδώ)
- Kolesnichenko, O., Rozanov, A., & Debin, L. (2016). The Role of BRICS in Global Politics, In Leonid E. Grinin, Ilya V. Ilyin, Peter Herrmann, Andrey V. Korotayev (Ed.), Globalistics and globalization studies: Global Transformations and Global Future (pp. 277-282). Utchitel. Διαθέσιμο: εδώ
- Robbani, G. (2015). India as a Global Power: Capability, Willingness and Acceptance, In Stephen Kingah, Cintia Quiliconi (Ed.), Global and Regional Leadership of BRICS Countries (Vol. 11, pp. 135-146). Springer. Διαθέσιμο: εδώ
- Sahni, V. (2015). Two Emerging Powers In A Transitioning World. In David Malone, C. Raja Mohan, Srinath Raghavan (Ed.), The Oxford Handbook of Indian Foreign Policy (pp.524-538). Oxford University Press. Διαθέσιμο: εδώ
- Shelepov, A. (2018). BRICS engagement with international institutions for better governance. In John Kirton, Marina Larionova (Ed.), BRICS and Global Governance. (pp.49-69) Routledge. Διαθέσιμο: εδώ
- Zhou, F. (2020). BRICS cooperation in the game of countries. In Xu Xiujun (Ed.), The BRICS Studies: Theories and Issues. (pp.68-85) Routledge. Διαθέσιμο: εδώ
Άρθρα
- Ethirajan, A., & Pandey, V. (2020, May 29). China-India border: Why tensions are rising between the neighbours. BBC. Διαθέσιμο: εδώ
- Guriev, S. (2015, July 08). Five questions about the BRICS nations. World Economic Forum. Διαθέσιμο: εδώ
- Labbe, S. (2018, April 25). Once seen as edging out US dominance, do BRICS still hold weight? Open Canada. Διαθέσιμο: εδώ
- Stepanov, O. (2020, June 22). BRICS and Global Governance in a Multipolar World. BRICS INFORMATION PORTAL. Διαθέσιμο: εδώ
- Stuenkel, O. (2013, October 31). South Africa’s BRICS membership: A win-win situation? African Journal of Political Science and International Relations, 7(7), (pp. 310-319). Διαθέσιμο: εδώ
- Wolf, M. (2012, March 30). Does the BRICS Group Matter? Foreign Affairs. Διαθέσιμο: εδώ
- Xiaoming, L. (2018, August 21). Brics countries show the US the benefits of globalisation. Financial Times.Διαθέσιμο: εδώ
Διεθνές Forum
BRICS. (2011, 04 14). Sanya Declaration. BRICS Information Centre. Διαθέσιμο: εδώ
*H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.