Ένα σύντομο χρονικό των διμερών σχέσεων Τουρκίας - Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η Τουρκία αποτελεί εδώ και αιώνες έναν σημαντικό εταίρο των ευρωπαϊκών χωρών και γενικότερα έναν σημαντικό διεθνή δρώντα, με τον οποίο η Ευρώπη είχε πολλές οικονομικές, πολιτιστικές και κοινωνικές συναλλαγές ήδη από τον 15ο αιώνα. Παρά τις ανταλλαγές αυτές είναι γεγονός ότι οι σχέσεις της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν πάντοτε ειρηνικές με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, στο πέρασμα τον αιώνων. Παρόλα αυτά, και οι δύο πλευρές επιδίωκαν συνεχώς την διεύρυνση των σχέσεων τους και διατήρηση ισχυρών δεσμών συνεργασίας (Tocci,2020).
Έναρξη σχέσεων Τουρκίας- Ε.Ε.
Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη ξεκινούν με την αίτηση σύνδεσής της προς τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας, που ονομάζεται και “Συμφωνία της Άγκυρας”, στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 1964. Η Συμφωνία αυτή περιλαμβάνει όρους για την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, υπηρεσιών, κεφαλαίων και προσώπων μεταξύ Τουρκίας και των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Καζάκος, 2006, από Παγκόσμια Ευρώπη: οι διεθνείς διαστάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Για την εντατικοποίηση των σχέσεων υπογράφηκε και Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο, με το οποίο ετίθετο ουσιαστικά σε λειτουργία η τελωνειακή ένωση και προβλεπόταν κατάργηση των τελωνειακών δασμών, καθώς και των φόρων ισοδύναμου αποτελέσματος, αλλά και κάθε άλλου ποσοτικού περιορισμού μεταξύ ΕK-Τουρκίας. Ακόμα, προβλεπόταν νομοθετική εναρμόνιση της Τουρκίας με την ΕΟΚ στους τομείς του εξωτερικού εμπορίου, της αγροτικής πολιτικής, της εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών και του ανταγωνισμού. Ωστόσο, ο προσδοκώμενος στόχος δεν επιτεύχθηκε, καθώς μεσολάβησαν τη δεκαετία του '70 οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις που επέδρασαν αρνητικά στην οικονομία της Τουρκίας και των χωρών των ΕΚ και, κατ’επέκταση, επηρεάστηκαν οι μεταξύ τους σχέσεις. Παράλληλα, στην Τουρκία επικρατούσε πολιτική αστάθεια, καθώς οι κυβερνήσεις συνασπισμού διαδέχονταν η μία την άλλη. Από την άλλη, το Β' και Γ΄ Χρηματοδοτικό Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας προς την Τουρκία δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις της και οι τροποποιήσεις που πρότεινε δεν λήφθηκαν υπόψη. Έτσι, η τουρκική Κυβέρνηση αποφάσισε να παγώσει τις οικονομικές της σχέσεις με την κοινότητα, το 1978, ανέβαλε και τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει προς τις ΕΚ, ενώ το 1980 σημειώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα.
Προσπάθεια για εκ νέου προσέγγιση
Το 1987, η τουρκική πλευρά υπέβαλε ξανά αίτηση για ένταξη στον Οργανισμό και οι σχέσεις αναθερμάνθηκαν, αλλά, τελικά, η πρόταση απορρίφθηκε. Σε σχετική έκθεση αναφερόταν ότι μελλοντικά η Τουρκία θα μπορούσε να αποτελέσει πλήρες μέλος, ωστόσο, έπρεπε να ξεπεραστούν ορισμένα εμπόδια. Πιο συγκεκριμένα, τα προβλήματα αφορούσαν τις διαρθρωτικές ανισότητες στους τομείς της βιομηχανίας και της γεωργίας, τον κρατικό παρεμβατισμό στην τουρκική βιομηχανία και τις μακροοικονομικές ανισότητες, αλλά και την απουσία κοινωνικής ασφάλισης. Αναφορικά με τα πολιτικά προβλήματα, παρατηρούνταν συνεχείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κυρίως των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Ακόμα, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι τεταμένες σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και το Κυπριακό ζήτημα. Βέβαια, αποφασίστηκε η σύσφιξη των σχέσεων, προκειμένου να επιτευχθεί ο οικονομικός και πολιτικός εκσυγχρονισμός της Τουρκίας. Για το λόγο αυτό, τα μέτρα αφορούσαν τέσσερις τομείς: την ολοκλήρωση της Τελωνειακής Ένωσης, την εντατικοποίηση της οικονομικής και δημοσιονομικής συνεργασίας, την ανάπτυξη της επιστημονικής, βιομηχανικής και τεχνολογικής συνεργασίας και, τέλος, την ενίσχυση των πολιτικών και πολιτισμικών δεσμών (Vardar, 2010).
Αμέσως μετά την έκθεση της Επιτροπής ξεκίνησαν συζητήσεις για τον καθορισμό των όρων της πλήρους ένταξης, την υπερπήδηση των όποιων εμποδίων και την επανέναρξη των διαδικασιών και μηχανισμών σύνδεσης. Έλαβαν, επίσης, χώρα Σύνοδοι του Συμβουλίου Σύνδεσης, προκειμένου να βρεθεί λύση σε συγκεκριμένα ζητήματα, όπως το Κουρδικό και το Κυπριακό, όμως, αυτό δεν κατέστη δυνατό. Ωστόσο, οι τουρκικές κυβερνήσεις είχαν συνδέσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας με την Τελωνειακή Ένωση και προσπαθούσαν πάση θυσία να προλάβουν το χρονοδιάγραμμα της Συμφωνίας Σύνδεσης. Έτσι, στη Σύνοδο του Συμβουλίου Σύνδεσης, το 1995, πάρθηκε η απόφαση να τερματιστεί η Συμφωνία Σύνδεσης και να τεθεί σε λειτουργία η Τελωνειακή Ένωση.
Παράγοντες που αναστέλλουν την Τελωνειακή Ένωση
Η Συμφωνία Τελωνειακής Ένωσης άρχισε να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1996 και συνέβαλε στην αύξηση των εμπορικών συναλλαγών με τον Οργανισμό, επηρεάζοντας θετικά τους ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας. Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα είχε συνδέσει την τελωνειακή ένωση με την επίλυση του Κυπριακού και υποστήριξε τη σύνδεση της Τουρκίας. Το χρηματοδοτικό πρωτόκολλο, όμως, διακόπηκε εκ νέου, καθώς υπήρξε ένταση στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας λόγω της κρίσης των Ιμίων, το 1996. Επίσης, η τουρκική Κυβέρνηση είχε ξεκινήσει επαφές με τον ισλαμικό κόσμο και είχε επεκτείνει τα θρησκευτικά σχολεία, πράγμα που συνιστούσε σαφή οπισθοδρόμηση, αντίθετη προς την κοσμικότητα της Ευρώπης. Επιπλέον, η δυσκολία ενσωμάτωσης των Τούρκων μεταναστών στην Γερμανία, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία γκέτο και την στήριξη φονταμενταλιστικών οργανώσεων, είχε προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις στο εσωτερικό της Γερμανίας και δημιουργήθηκαν φόβοι για τυχόν επέκταση του φαινομένου αυτού και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Συγχρόνως, ο εμφύλιος πόλεμος στην Ανατολία επιδείνωσε έτι περαιτέρω τις σχέσεις Τουρκίας-ΕΚ. Η Άγκυρα αντέδρασε έντονα στην απόφαση αυτή και εξήγγειλε ότι παγώνει τον σχετικό πολιτικό διάλογο, καθώς και ότι δεν θα διαπραγματευόταν ξανά ζητήματα, όπως το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ απειλούσε με εισβολή στο κατεχόμενο κομμάτι της Κύπρου, στην περίπτωση που συνδεόταν με την Ελλάδα (Καζάκος, 2006).
Αλλαγή στάσης Ε.Ε προς την Τουρκία
Η Διάσκεψη στο Ελσίνκι, που πραγματοποιήθηκε το 1999, σηματοδότησε την αλλαγή της στάσης της Ε.Ε προς την Τουρκία, καθώς η δεύτερη αναγνωρίστηκε ως υποψήφια προς ένταξη χώρα. Η αλλαγή αυτή αφορούσε οικονομικούς και στρατηγικούς λόγους. Εν προκειμένω, η Τουρκία αποτελούσε όχι μόνο τεράστια αγορά, αλλά και πρόσφορο έδαφος για συμφέρουσες επενδύσεις. Ωστόσο, η Ε.Ε διέβλεπε απειλητικές εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας που υπονόμευαν την ένταξή της. Συγκεκριμένα, οι εθνικιστές και ισλαμιστές άρχισαν να απορρίπτουν την ευρωπαϊκή προοπτική, κάνοντας λόγο για απειλή της ενότητας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, με αναπόφευκτη συνέπεια τη ριζική αλλαγή κατεύθυνσης της Τουρκίας. Ακόμα, οι πιο μετριοπαθείς άρχισαν να υποστηρίζουν την στενότερη συνεργασία με τις ΗΠΑ, καθώς και την προσέγγιση με κράτη της Κεντρικής Ασίας με τα οποία συνδέονταν τόσο πολιτισμικά, όσο και θρησκευτικά. Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη στην Ε.Ε δεν θα ξεκινούσαν ακόμα, παρά την έναρξη των συζητήσεων για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, την Μάλτα και την Κύπρο (Tocci,2020).
Η εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Τουρκίας ως απαραίτητος όρος για την ένταξη της
Η διαδικασία των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα εξαρτώνταν από την υλοποίηση των πολιτικών κριτήρια της Κοπεγχάγης, τα οποία ορίζουν την υποχρέωση ύπαρξης θεσμών για τη σταθεροποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το σεβασμό των μειονοτήτων, την ανάπτυξη μιας βιώσιμης οικονομίας ικανής να αντιμετωπίζει τις ανταγωνιστικές πιέσεις και τις πιέσεις της αγοράς, καθώς και την υποχρέωση εφαρμογής του κεκτημένου (νομοθεσία και αποφάσεις Δικαστηρίου, πράξεις οργάνων Ε.Ε, όπως συστάσεις, ψηφίσματα, διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση) και συμμόρφωσης με κοινούς πολιτικούς και οικονομικούς στόχους. Επίσης, η Τουρκία όφειλε να λύσει τις συνοριακές διαφορές της με την Ελλάδα για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, το Κυπριακό Ζήτημα και το Κουρδικό στη νοτιοανατολική Τουρκια, σύμφωνα με τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και να εξομαλύνει τις σχέσεις της με όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. Τέλος, η Άγκυρα ήταν υποχρεωμένη να τηρήσει τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που απέρρεαν από την Συμφωνία Σύνδεσης και να επεκτείνει την εφαρμογή της σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Η υποψήφια προς ένταξη χώρα θα αξιολογούταν με τακτικές εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ακόμα και με επιτόπιες επιθεωρήσεις εμπειρογνωμόνων, ενώ όφειλε να γνωστοποιεί τη θέση της για το κεκτημένο και την εφαρμογή του, καθώς αναμενόταν να τηρηθούν, επίσης, τα εν λόγω κριτήρια της Κοπεγχάγης και με αλλαγές στη νομοθεσία και το Σύνταγμα (Zurcher, 2005).
Ευνοϊκές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας για την προσέγγιση με την Ε.Ε.
Το Νοέμβριο του 2002, στην εξουσία ανήλθε ένα ισλαμικό κόμμα, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) με αρχηγό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και σημειώθηκαν κάποια μεταρρυθμιστικά βήματα. Ειδικότερα, έγινε προσπάθεια εκδημοκρατισμού με συνταγματικές αλλαγές που προέβλεπαν φιλελευθεροποίηση της ποινικής δικαιοσύνης, κατάργηση των ειδικών δικαστηρίων ασφάλειας και της θανατικής ποινής, περιορισμούς στα δικαιώματα του στρατού, άρση της εφαρμογής στρατιωτικού νόμου στην Ανατολία, άδεια χρήσης άλλων γλωσσών πέρα από την τουρκική στα σχολεία και τα ΜΜΕ. Αναφορικά με τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας προβλέφθηκε άνοιγμα των αγορών, αλλαγή του ρυθμιστικού πλαισίου σχετικά με τους όρους για τις ξένες επενδύσεις, τις ρυθμιστικές αρχές για τις αγορές του δικτύου ηλεκτρισμού και των τηλεπικοινωνιών, καθώς και ιδιωτικοποιήσεις. Παρά τις μεταρρυθμίσεις αυτές, όμως, με έκθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωστοποίησε την ύπαρξη παραβιάσεων και την αδυναμία εφαρμογής στην πράξη των παραπάνω μεταρρυθμίσεων. [1]
Η αλλαγή του κλίματος της συνεργασίας και από τις δύο πλευρές
Το 2004, εντάχθηκε στην ΕΕ η Κύπρος, η οποία πλέον είναι σε θέση να ορίζει και δικούς της όρους για την ένταξη της Τουρκίας. Παράλληλα, οι νέοι αρχηγοί κρατών της Γερμανίας και της Γαλλίας, Merkel και Sarkozy αντίστοιχα, είναι ακόμα πιο επιφυλακτικοί με την προσχώρηση της Τουρκίας. Τον Δεκέμβριο του 2006 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο παγώνει το άνοιγμα κάποιων κεφαλαίων προς αξιολόγηση της πορείας της προς ένταξη χώρας και η Κύπρος από κοινού με τη Γαλλία ασκούν βέτο και για το άνοιγμα των υπολοίπων. Από την άλλη πλευρά, η ισχυροποίηση του ΑΚΡ μετά τη νίκη του στις εκλογές του 2007, του επέτρεψε να επιλέγει ποιες τροποποιήσεις θα εφαρμόσει, καθώς υπήρχε εσωτερική νομιμοποίηση[2] . Επίσης, γεγονότα όπως οι οικονομικές κρίσεις των χωρών της Ευρώπης και η Αραβική Άνοιξη ενίσχυσαν την πεποίθηση ότι η Ε.Ε έχει ανάγκη μια βαθύτερη σχέση με την Τουρκία (Tocci,2020).
Η επιφυλακτική στάση των χωρών της Ευρώπης
Βέβαια, είναι γεγονός ότι υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει σειρά επιφυλάξεων από πλευράς των ευρωπαϊκών χωρών για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Ειδικότερα, απασχολούν το δημοκρατικό έλλειμμα, η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η πολιτική αστάθεια και οι επεμβάσεις του στρατού, καθώς δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά από την Ένωση. Για το λόγο αυτό το 2017 η Ε.Ε έκοψε τα προενταξιακά κεφάλαια προς την Τουρκία και το Μάιο του 2019 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σταμάτησε τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις (FEPS Policy Paper, 2020). Ακόμα, το γεγονός ότι η Τουρκία αποτελεί ένα πολυπληθές κράτος γεννά φόβους για μαζικές μεταναστεύσεις προς χώρες της Ε.Ε, καθώς και για οικονομικά και θεσμικά προβλήματα από την ενδεχόμενη ένταξή της. Παράλληλα, στον οικονομικό τομέα, υπάρχουν μεγάλες διαφορές αναφορικά με την οικονομική ανάπτυξη και το κατά κεφαλήν εισόδημα,ενώ η Τουρκία αντιμετωπίζει προβλήματα ανεργίας και υψηλού πληθωρισμού. Επιπλέον, οι πολιτικές της Ένωσης θα επηρεάζονταν έντονα στον τομέα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, αφού οι άμεσες ενισχύσεις στην προς ένταξη χώρα θα ήταν υπέρογκες λόγω του μεγάλου μεγέθους της. Παράλληλα, με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων θα αυξάνονταν οι μεταναστευτικές ροές προς την Ε.Ε., με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση των οικονομιών των ευρωπαϊκών χωρών, ενώ θα αναζωπυρώνονταν, επίσης, εθνικιστικές τάσεις στο εσωτερικών τους (Καζάκος, 2006). Είναι γεγονός ότι, μόλις το Μάιο του 2016 δημοσιεύθηκε η πορεία προς την απελευθέρωση του δικαιώματος έκδοσης βίζας και παραμένουν κάποια σημεία εκκρεμή προκειμένου να συμφωνήσουν τα δύο μέρη (European Commission, 2020).[3]
Η Τουρκία παρά τις μεταρρυθμίσεις υπολείπεται των προσδοκιών της Ε.Ε
Είναι γεγονός πως στην Τουρκία είχαν γίνει δομικές αλλαγές, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της Ένωσης για ένταξη. Συγκεκριμένα, υπήρξε ανάπτυξη της βιομηχανίας και του τομέα των υπηρεσιών, ενώ η οικονομία της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανταγωνιστική και το χρέος της διαχειρίσιμο. Ακόμα, ισχυρές κοινωνικές δυνάμεις στήριζαν τον εκσυγχρονισμό και προσπαθούσαν να προσαρμόσουν τους κανόνες του Ισλάμ, στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Παρά ταύτα, οι πολιτικές εξελίξεις δεν ευνοούσαν την σύμπλευση με τις ευρωπαϊκές χώρες και ο σημαντικός ρόλος του στρατού απομάκρυνε ακόμα περισσότερο τη συνεργασία. Επίσης, τα οικονομικά προβλήματα εξακολουθούσαν να αποτελούν εμπόδιο και η σύγκλιση των οικονομιών φαινόταν αδύνατη. Τέλος, η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν εξέλιπε -ούτε εκλείπει- από την τουρκική πραγματικότητα (Καζάκος, 2006).
Μέχρι σήμερα η Τουρκία δεν αποτελεί κράτος-μέλος της Ε.Ε, ενώ φαίνεται πως η ιδέα αυτή απομακρύνεται όλο και περισσότερο συν τω χρόνω. Σύμφωνα, με πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις έχουν ουσιαστικά διακοπεί και δεν προβλέπεται περαιτέρω εκσυγχρονισμός της Τελωνειακής Ένωσης (European Commission, 2019). Σε συνέχεια των εξελίξεων στο Ανατολικό Αιγαίο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε να διεξαγάγει πολιτικό διάλογο με την Τουρκία για τον εκσυγχρονισμό του ενωσιακού δικαίου, την συνέχιση της εμπορικής συνεργασίας και της συνεργασίας για το μεταναστευτικό. Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ε.Ε. διατηρούνται σε ένα τυπικό επίπεδο και σε σχέση με τομείς κοινού ενδιαφέροντος, όπως η εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας, με την ανταλλαγή προσωπικών στοιχείων μεταξύ τουρκικών αρχών και Europol για την καταπολέμηση σοβαρών εγκλημάτων και της τρομοκρατίας (European Commission, 2020[4] ).
***Συμπερασματικά, η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε φαίνεται ότι δεν έχει ωριμάσει ακόμα και απαιτούνται περαιτέρω μεταρρυθμίσεις που αφορούν περισσότερο στην πολιτική ζωή της χώρας και την απαγγίστρωση του κράτους και της κοινωνίας από εθνικιστικές και συντηρητικές ισλαμικές δυνάμεις. [5]
Βιβλιογραφία
- Zurcher, E. (2004) Σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια[6]
- Συλλογικό (2006). Παγκόσμια Ευρώπη: Οι διεθνείς διαστάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εκδόσεις Ι.Σιδέρης.[7]
- Συλλογικό (2001). Μύθος και πραγματικότητα[8] , Εκδόσεις infognomon
- Έκθεση για την Τουρκία, 2019 (Ευρωπαϊκή Επιτροπή). Διαθέσιμο σε: https://ec.europa.eu/neighbourhood-enlargement/sites/near/files/20190529-turkey-rep[9]
- Tocci, N., 2020. Turkey And The European Union: A Journey In The Unknown. [online] Brookings. Available at: <https://www.brookings.edu/research/turkey-and-the-european-union-a-journey-in-the-unknown/>[10] [Accessed 9 December 2020].
- pathwaysFeps-europe.eu. 2020. [online] Available at: <https://www.feps-europe.eu/attachments/publications/feps_eu_turkey_relations_soler.pdf> [Accessed 9 December 2020].[11]
- European Neighborhood Policy And Enlargement Negotiations, European Commission, 2020. Turkey | European Neighbourhood Policy And Enlargement
- European Commission, Turkey 2020 report Negotiations (europa.eu)turkey_report_2020.pdf (europa.eu)
*H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.