Ο διακαής πόνος Ελλάδας - Τουρκίας
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε όσα διαδραματίζονται τον τελευταίο καιρό μεταξύ της γείτονος χώρας, Τουρκίας, και της χώρας μας, με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου της πρώτης, Recep Tay?p Erdogan, σχετικά με το άνοιγμα της παραθαλάσσιας περιοχής του Βαρωσίου και της ευρύτερης περιοχής της Αμμοχώστου, θα πρέπει να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας σύντομα και περιεκτικά την ιστορία, ενώ παράλληλα να έχουμε μία στοιχειωδώς ρεαλιστική εικόνα τόσο του διεθνούς συστήματος και του τρόπου που λειτουργεί η Τουρκία σε αυτό, όσο και της εξωτερικής πολιτικής αυτής και των χαρακτηριστικών της.
Ιστορικές ρίζες Βαρωσίου
Η εισβολή των γειτόνων κατά το έτος 1974 είχε έρθει να μεταμορφώσει άρδην την πόλη-στολίδι, το κοσμοπολίτικο θέρετρο της εποχής στο οποίο παραθέριζαν γνωστά ονόματα και προσωπικότητες, το κομβικό για την Κύπρο λιμάνι από άποψη κίνησης, το Βαρώσι. Το Κυπριακό ζήτημα έχει βαθιές ιστορικές ρίζες και διάφορες επί μέρους, εσωτερικές και εξωτερικές πτυχές. Οι δεκαετίες οι οποίες ακολούθησαν από το έτος της εισβολής έως και τις μέρες μας ήσαν ταραχώδεις. Η δεκαετία του ‘70 αποτελεί μία δεκαετία αρκετών διαπραγματεύσεων, απορρίψεων, επαναδιαπραγματεύσεων, συμφωνιών. Οι επόμενες χρονικές περίοδοι κυλούν όπως και η προηγούμενη με διάφορες συζητήσεις και προτάσεις δίχως θετική έκβαση μιας και οι δύο πλευρές, των Ελληνοκυπρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Τουρκοκυπρίων του ψευδοκράτους φαίνεται να μην οδηγούνταν σε συμφωνία για την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος. Γνωστό σε εμάς έτος αποτελεί το 2004, κατά το οποίο ο τότε Γενικός Γραμματέας (ΓΓ) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) Kofi Annan είχε προτείνει το γνωστό σχέδιο του στο πλαίσιο του οποίου το Βαρώσι θα επέστρεφε σταδιακά υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, όχι όμως και η πόλη της Αμμοχώστου στο σύνολο της. Οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το σχέδιο αυτό στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου του 2004 (με ποσοστό σχεδόν 76% έναντι 24%). Περνώντας τα έτη και φτάνοντας στο κομβικό έτος του 2017, κατά το οποίο η ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπό τον πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη, απέστειλε επιστολή προς το νυν ΓΓ του ΟΗΕ Antonio Guterres, επισημαίνοντας πως ύστερα από τη Διάσκεψη για την Κύπρο στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας, «η τουρκική πλευρά δημοσίως φαίνεται να αναφερόταν στο Σχέδιο Β στο Κυπριακό, το οποίο επικεντρωνόταν στο άνοιγμα της περίκλειστης περιοχής των Βαρωσίων για επανεγκατάσταση». Φαίνεται πως το ενδιαφέρον των γειτόνων για το άνοιγμα της περιοχής δεν είναι πρόσφατο, παρόλο που εν έτει 2020 και κατά τον πρώτο γύρο των «προεδρικών εκλογών» στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα του νησιού, το κατοχικό καθεστώς παρουσία του υποψηφίου Ersin Tatar, ανοίγει μέρος της παραλίας των Βαρωσίων, επιτρέποντας την πρώτη επίσκεψη μέσω της Αμμοχώστου μετά την εισβολή στην Κύπρο το 1974.
Πως πραγματικά είναι το Διεθνές Σύστημα και ποια η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας;
Υπό μία αρκετά ρεαλιστική προσέγγιση πως το Διεθνές Σύστημα είναι χαοτικό και λειτουργεί άναρχα, δηλαδή χωρίς καμία οργάνωση και εν συνεχεία με την εξαιρετική επισήμανση του πολιτικού επιστήμονα και ενός εκ των μελών της θεωρίας του νεορεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις, του Kenneth Waltz πως «σε ένα ανοργάνωτο πεδίο κάθε μονάδα έχει κίνητρο να είναι σε θέση να φροντίσει τον εαυτό της, καθώς δε μπορεί να βασίζεται σε κανένα να τη φροντίσει», μπορούμε να οδηγηθούμε στα ακόλουθα.
Οι γείτονες μας έχοντας αντιληφθεί και εκμεταλλευόμενοι πάντα τόσο τη φύση του διεθνούς συστήματος, όσο και τη σημαντικότητα της έννοιας “αυτοβοήθεια”, έχουν προσαρμόσει ανάλογα τη συμπεριφορά τους. Προσπαθώντας να μετατραπούν σε ρυθμιστή των εξελίξεων στην Ευρασία και να ισορροπήσουν ανάμεσα στους δύο ήδη διαμορφωμένους παγκόσμιους πόλους ισχύος, έχουν διαμορφώσει τη στρατηγική της στο διεθνές σύστημα ως ενεργητική στρατηγική, η οποία και έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
Αρχικά, η Τουρκία επιθυμεί να ανέλθει στην περιφερειακή κλίμακα ισχύος αφού μειώσει το χάσμα δυνάμεων ανάμεσα σε αυτή και τις απειλές της. Προτού συνεχίσουμε, ας δούμε τι έστι ισχύς στο Διεθνές Σύστημα και πώς την αντιλαμβάνονται αυτή οι Τούρκοι γείτονες μας. Η ισχύς είναι μια έννοια με πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι μία έννοια η οποία μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση του εθνικού συμφέροντος, κάτι το πολύ γνωστό για την Τουρκία, αφού και της ίδιας οι πράξεις υποδηλώνουν την επιθυμία εξασφαλίσεως της επιβίωσης του εθνικού συμφέροντος της. Εν συνεχεία και κλείνοντας την παρένθεση περί ισχύoς, η γείτων χώρα εν παραλλήλω, επιθυμεί να διευρύνει τα περιθώρια δράσεώς της και των στρατηγικών πρωτοβουλιών της. Αυτό φαίνεται και από την εμπλοκή αυτής σε διάφορες κρίσεις, όπως ο εμφύλιος στη Συρία, στην οποία και έχει γίνει γνωστή η στρατολόγηση αρκετών Τούρκων εθελοντών στις τάξεις των τζιχαντιστών ή ακόμα η κρίση στη Λιβύη κατά την οποία η Τουρκία υποστήριζε την πλήρη στρατιωτική επικράτηση των δυνάμεων της Τριπόλεως. Αλλά και η κρίση μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, στην οποία η Τουρκία θέλησε να πρωταγωνιστήσει στην επίλυση της κρίσης στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, αλλά και πλήθος άλλων ζητημάτων γεωπολιτικού ενδιαφέροντος, όπως το άνοιγμα των Βαρωσίων, η υπογραφή του τουρκο-λιβυκού συμφώνου, η διαρκής προκλητική στάση της Τουρκίας στην περιοχή της Μεσογείου. Ακόμα, τελικό χαρακτηριστικό της στρατηγικής της Τουρκίας αποτελεί η επιθυμία και η αύξηση συντεταγμένα των εσωτερικών συντελεστών ισχύος, εξαιτίας της ανάγκης αυτονομήσεώς της ενώπιον των προκλήσεων των οποίων γεννιούνται εξαιτίας του ηγεμονικού εγχειρήματος της. Οι εν λόγω συντελεστές αποτελούν μέρος της Συστημικής Γεωπολιτικής Αναλύσεως, η οποία με τη σειρά της αποτελεί την αναλυτική μέθοδο της επιστήμης της γεωγραφίας και εν συντομία ορίζεται ως: «η γεωγραφική αναλυτική μέθοδος που μελετά, προβλέπει και περιγράφει την ανακατανομή της ισχύος στον πλανήτη»,
Η πρόσφατη ανακοίνωση του Τούρκου προέδρου περί ανοίγματος των Βαρωσίων αποτελεί μέρος της γενικότερης εξωτερικής πολιτικής και στρατηγικής της Τουρκίας. Η Τουρκία, μάλλον επιθυμεί να εμπλακεί στις περισσότερες κρίσεις και γεγονότα τα οποία εκτυλίσσονται στο διεθνή χώρο, με σκοπό να κερδίσει όσα περισσότερα μπορεί, με σκοπό να ανέλθει στη διεθνή κλίμακα ισχύος.
Τουρκική προκλητικότητα και Ευρωπαϊκή Ένωση
Αυτό που φαίνεται να προβληματίζει περισσότερο την κοινή γνώμη, όμως, τον τελευταίο καιρό δεν είναι άλλη από τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στην προκλητικότητα της Τουρκίας. Μόλις πρόσφατα ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ανέφερε «Τείναμε το χέρι μας στην Τουρκία τον Οκτώβριο και η αξιολόγηση μας είναι αρνητική με τη διαπίστωση της συνέχισης των μονομερών ενεργειών και της εχθρικής ρητορικής». Παρά τη δήλωση του Charles Michel, το μόνο που μένει είναι η πραγματοποίηση της ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής την 10η Δεκεμβρίου 2020 και αν πρόκειται να τεθούν σε ισχύ οι υπο συζήτηση οικονομικές κυρώσεις προς τους γείτονές μας, μολονότι οι απόψεις διίστανται.
Στην πραγματικότητα, συμμεριζόμενη τη λεπτότητα του ζητήματος της Τουρκίας στην Ελλάδα και παρακολουθώντας συχνά τις αντιδράσεις των συνανθρώπων μου σχετικά με το ζήτημα αυτό, θα επιθυμούσα να σταθούμε εις το ακόλουθο: Quod nocet, saepe docet, δηλαδή σε ελληνική μετάφραση αυτό που πονάει συχνά διδάσκει. Έτσι, ας διδάξει και εμάς και την πολιτική αυτός ο διακαής και μακρόχρονος πόνος μεταξύ ημών και των γειτόνων μας και ας βοηθήσει την κοινή και πολιτική να προσεγγίσει την αλήθεια, την αλήθεια της επιστήμης της γεωγραφίας και της εξέχουσας γεωγραφικής θέσεως της Ελλάδος προς όφελος μας, παρόλη την ενεργητική στρατηγική της Τουρκίας.
*H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων