Ζητήματα διεθνούς ασφαλείας στον 21ο αιώνα: η εσωτερική και περιφερειακή αστάθεια
Στις 9 Νοεμβρίου 1989 το Τείχος του Βερολίνου καταρρέει. Μαζί με αυτό καταρρέει και ένα σύνολο αξιών, βασιζόμενων σε ένα διεθνές περιβάλλον, που η προβολή της εθνικής ισχύος, του ιδεολογικού γοήτρου, της κουλτούρας και της ισορροπίας μεταξύ δύο ισχυρών πόλων αποτελούσε κατεξοχήν επιδίωξη. Ο ψυχροπολεμικός κόσμος δίνει τη θέση του σε μία νέα εποχή, όπου ο ακραίος ανταγωνισμός ισχύος μεταξύ δύο υπερδυνάμεων, της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ, ανήκει στο παρελθόν. Ο Francis Fukuyama (1992) εξαίρει τη νίκη της Δύσης και την εγκαθίδρυση της ανίκητης, πλέον, φιλελεύθερης δημοκρατίας. Απολυταρχικά καθεστώτα, όπως η ενιαία Γιουγκοσλαβία και η Σοβιετική Ένωση, συμπαρασύρονται υπό τις νέες εξελίξεις και διασπώνται, δίνοντας τη θέση τους σε νέα κρατικά μορφώματα. Η άρση της πολιτικής καχυποψίας μεταξύ των κυρίαρχων δρώντων του διεθνούς συστήματος, διευκολύνει τη διάχυση της πληροφορίας, η οποία συντελείται μέσω της αύξησης των εμπορικών και συναλλαγματικών ροών στα παγκόσμια δίκτυα. Η παγκόσμια διακυβέρνηση χαίρει πρωτοφανούς αίγλης και οι διεθνείς θεσμοί καταλαμβάνουν μία νέα θέση στον οικουμενικό χάρτη.
Υπό το πρίσμα των αλλαγών, οι ψυχροπολεμικές αρχές, όπως η διασφάλιση της εθνικής επιβίωσης, η εφαρμογή πολιτικών ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ δύο πόλων και η διατήρηση του status quo, δε θα μπορούσαν να μη μεταβληθούν και με τη σειρά τους να μην επηρεάσουν άρδην την κατανόηση της διεθνούς ασφάλειας από τους παίκτες του παγκόσμιου συστήματος. Αν και σε πρώτη ανάγνωση η έννοια παραμένει, ως και σήμερα, στενά συνδεδεμένη με την αναγκαιότητα αποφυγής παγκόσμιων και συγκρούσεων, τα γεγονότα που ακολούθησαν την πτώση του «σιδηρού παραπετάσματος», αρχής γενομένης από τη δεκαετία του ‘90 και έπειτα, και η διαδοχή του διπολικού κόσμου από ένα πολυπολικό περιβάλλον, διεύρυναν τις αντιλήψεις για τη διεθνή ασφάλεια. Το παραπάνω πραγματώνεται αφενός μέσω της επισήμανσης της πολλαπλότητας των επιπέδων της έννοιας, δίνοντας έμφαση στη συλλογική, στην εσωτερική, στην περιφερειακή, στην ανθρώπινη ή και στην προληπτική διάσταση της ασφάλειας ως προς τις νέες απειλές και άρα παραμερίζοντας την περιορισμένη κρατοκεντρική αντίληψη, αφετέρου, μέσω της προσθήκης πολιτικών, κοινωνικών, περιβαλλοντικών, ενεργειακών, πολιτισμικών και κυρίως οικονομικών στοιχείων στις πρώιμες και αμιγώς στρατηγικές πτυχές του όρου.
Αναντίρρητα, το εύρος των πεδίων και παραγόντων που μετέβαλλαν την κατανόηση των νέων ζητημάτων διεθνούς ασφάλειας είναι εκτενέστατο. Σκοπός του παρόντος άρθρου δεν θα μπορούσε φυσικά να αποτελεί η προσπέλαση όλων αυτών, για το λόγο αυτό επιλέχθηκε, μεμονωμένα, η ανάδειξη της σημασίας και επιρροής της εσωτερικής και περιφερειακής αστάθειας στη δόμηση του νέου μεταψυχροπολεμικού περιβάλλοντος διεθνούς ασφαλείας.
Η εσωτερική και η περιφερειακή ασφάλεια παράγοντες διατήρησης της διεθνούς τάξης: το παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας και της Αραβικής Άνοιξης.
Οι πρώτες μεταψυχροπολεμικές κρίσεις ασφαλείας σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με την αδυναμία της κεντικής εξουσίας του κράτους να διατηρεί την εσωτερική τάξη, εξαιτίας της ανάδυσης εθνικιστικών εξάρσεων και εθνοτικών διαμαχών. Η απώλεια ελέγχου από την κεντρική κυβέρνηση ενδυναμώνει το γενικό αίσθημα ανασφάλειας του πληθυσμού, είναι ικανή να οδηγήσει σε οικονομική δυσπραγία, να διευκολύνει την εμφάνιση παράλληλων οικονομιών, αλλά και να επιτρέψει την πρόσβαση των ιδιωτών σε όπλα, στο οργανωμένο έγκλημα και τη βία, με τη μορφή του αντάρτικου και των αποσχιστικών τάσεων. Επιπλέον, έχει υποστηριχθεί η ύπαρξη διασύνδεσης μεταξύ της ανθρώπινης υπανάπτυξης και της ασφάλειας του εσωτερικού ενός κράτους, υποδηλώνοντας ότι δύο τόσο διαφορετικές έννοιες μπορούν να βρίσκονται σε εξάρτηση στο κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο.
Η παγκοσμιοποίηση υπήρξε εδώ καταλυτικός παράγων, συμβάλλοντας ουσιαστικά στον κατακερματισμό των παραδοσιακών δομών εξουσίας (ενιαία ομοσπονδιακά «υπερκράτη»), στην αναβίβαση της σημασίας των μη-κρατικών δρώντων στα παγκόσμια πράγματα, καθώς επίσης στην αναθεώρηση των αντιλήψεων ως προς τις έννοιες της εθνικής αλλά και πολιτικής ταυτότητας και ανεξαρτησίας. Για τον τελευταίο αυτό λόγο, πρέπει να επισημανθεί ότι, σχεδόν το σύνολο των μεταψυχροπολεμικών κρίσεων ασφαλείας εμφανίζουν χαρακτηριστικά εμφύλιων συρράξεων.
Η περίπτωση των χωρών της πρώην Γιουγκοσλαβίας αποτελεί έξοχο παράδειγμα μελέτης αυτής της διαδικασίας. Η κατάρρευση της ενιαίας εξουσίας στη Γιουγκοσλαβία δημιούργησε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για βίαιες εθνοτικές διαμάχες μεταξύ των πληθυσμιακών ομάδων, με σκοπό την απόσχιση και λαϊκή αυτοδιάθεση από την κεντρική ομοσπονδιακή εξουσία. Κυριότερες από αυτές υπήρξαν οι σύγκρουσεις των Κροατoβόσνιων, Μουσουλμάνων και Σερβοβόσνιων, καθώς και Κοσσοβάρων και Σέρβων. Ειδικά για την περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου, μπορεί μεν η διεθνής κοινότητα να έστρεψε την προσοχή της υπό το φόβο μιας μεγιστοποίησης της ανθρωπιστικής κρίσης, ως απόρροια της σερβικής προσπάθειας εθνοκάθαρσης, αλλά υπήρξε σαφής ο φόβος για μετάδοση της εθνικιστικής κρίσης σε γειτνιάζοντα κράτη. Πράγματι, οι ίδιες συνθήκες σύγκρουσης και αστάθειας παρατηρήθηκαν και κατά την ανακήρυξη της πΓΔΜ λίγο αργότερα. Συγκεκριμένα, το 2001 αλβανόφωνοι εθνικιστές συνασπισμένοι υπό την οργάνωση «Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός (NLA)» προέβησαν σε ένοπλες διαμάχες και ανταρτοπόλεμο με την επίσημη κυβέρνηση της χώρας, επιβεβαιώνοντας την ανησυχία αναφορικά με την επιρροή των αποσχιστικών τάσεων και διεθνούς ασφάλειας.
Βασιζόμενη στην οπτική αυτή των πραγμάτων, η διεθνής κοινότητα ανέλαβε πολύ σύντομα δράσεις στις περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας με κυριότερες από αυτές:
- την IFOR-SFOR (1995-2004) στη Βοσνία, υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ, τα καθήκοντα της οποίας ανέλαβε κατόπιν η ΕΕ με τη δημιουργία της επιχείρησης ΕUFOR-ALTHEA (2004-σήμερα),
- την KFOR (1999-σήμερα) στο Κοσσυφοπέδιο, επίσης υπό τη διαχείριση του ΝΑΤΟ, καθώς επίσης
- μια σειρά επιχειρήσεων στην νεοσύστατη τότε πΓΔΜ (2001-2005), την “Essential Harvest”, που στόχευε στον αφοπλισμό, στην περισυλλογή και καταστροφή όπλων και πυρομαχικών των ανταρτών, και την επιχείρηση “Amber Fox” που δημιουργήθηκε με σκοπό να προστατεύσει τους διεθνείς παρατηρητές στην περιοχή.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό και πιο πρόσφατο παράδειγμα διασποράς τέτοιων τάσεων από το εσωτερικό ενός κράτους στο περιφερειακό επίπεδο, αποτελεί η Αραβική Άνοιξη, ένα παναραβικό κίνημα, που εξέφρασε ανοικτά την αντίθεσή του στις αυταρχικές –και διεφθαρμένες– δομές και διαδικασίες διακυβέρνησης που παρατηρήθηκαν στον ευρύτερο αραβικό χώρο. Το κίνημα πρωτοεμφανίστηκε στην Τυνησία το 2010 και τάχιστα εξαπλώθηκε σε γειτονικά κράτη, δημιουργώντας μία σειρά από εσωτερικές κρίσεις το 2011, όπως ο Λιβυκός Εμφύλιος, η Κρίση στην Αίγυπτο και η Συριακή Κρίση.
Η επιρροή της Αραβικής Άνοιξης στον εγγύς μεσογειακό χώρο και τη Μέση Ανατολή είναι ασφαλώς αδιαμφισβήτητη. Δε χωρά αμφιβολίας ότι έφερε τους τοπικούς ηγέτες και τη διεθνή κοινότητα προ εκπλήξεων εξαιτίας της έντασης της διασποράς και της ανάδυσης μίας τεραστίων διαστάσεων απειλής: του Ισλαμικού Κράτους/Χαλιφάτου (ISIS). Η νέα απειλή, αυτή τη φορά, δεν αφορούσε τόσο έναν εχθρό εντός των στενών πλαισίων μιας εθνοτικής ομάδας, που πάσχιζε για κατάληψη εξουσίας εντός περιορισμένων εδαφικών ορίων. Αφορούσε έναν εχθρό, με φονταμενταλιστικές και εξτρεμιστικές πεποιθήσεις, που πάσχιζε –με ασύμβατα κυρίως μέσα– να καταλάβει τα κενά εξουσίας και να προσεταιριστεί τις «απελευθερωμένες» διοικητικά περιοχές που ανέκυψαν από την σταδιακή κατάρρευση των κεντρικών εξουσιών, ως αποτέλεσμα των νέων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αλλαγών στον αραβικό κόσμο –κυρίως στο Ιράκ και τη Συρία .
Επιπρόσθετα, δεν ήταν λίγες οι φορές που το ISIS εξέφρασε ανοικτά την εχθρότητά του απέναντι στις δυτικές δημοκρατίες, απειλώντας τις με τρομοκρατικές επιθέσεις. Σε μια άκρως ενδιαφέρουσα ανάλυση, οι New York Times αναφέρουν ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις του ISIS μετρούν περίπου 1200 νεκρούς. Από το 2017, ένας συνασπισμός ισχυρών κρατών, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, έχει ταχθεί σε ανοικτή σύγκρουση με το ISIS, στο πλαίσιο ενός πολέμου κατά της τρομοκρατίας.
Με βάση τα ανωτέρω, οδηγείται κανείς στις ακόλουθες παραδοχές:
Στην περίπτωση μίας κρίσης ασφαλείας, ο κίνδυνος μπορεί έμμεσα να επηρεάσει και γειτονικά κράτη ή ακόμη και να διαχυθεί στο παγκόσμιο περιβάλλον, εξαιτίας της εύκολης χρήσης ένοπλης βίας, της δυναμικής των εθνοτικών συγκρούσεων ή και των ασύμμετρων διαστάσεων της τρομοκρατίας, της πειρατείας και του παγκόσμιου εγκλήματος. Με αυτόν τον τρόπο, οι δρώντες εξαναγκάζονται να αναθεωρήσουν τις αντιλήψεις τους για μία «κρατοκεντρική» ασφάλεια και να επιδιώξουν τη συλλογική δράση απέναντι στα ζητήματα της παγκόσμιας πολιτικής (Βαρβαρούσης, 2004, σ.206-7).
Αν και η παγκόσμια συλλογική δράση, η οποία νομιμοποιείται μόνο από Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, έχει πολλές φορές κατηγορηθεί για δυσκαμψία στη λήψη αποφάσεων, έχει θεσμοθετήσει διαδικασίες και νόρμες αναφορικά με την διατήρηση της διεθνούς τάξης, οι οποίες οφείλουν να χαίρουν αυξημένης αποδοχής. Η πρώτη μεταψυχροπολεμική αντίδραση της διεθνούς κοινότητας απέδειξε ότι τα κράτη είναι ικανά να συνεργαστούν και σε συλλογικό επίπεδο για την προάσπιση της διεθνούς ασφάλειας, μακριά από τις προστριβές του παρελθόντος. Οφείλει οπωσδήποτε να επισημανθεί ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, αποδεσμευμένο από την πολιτική καχυποψία των μόνιμων μελών του, έδειξε πρωτοφανές ενδιαφέρον για τα ζητούμενα ασφαλείας της νέας εποχής. Μάλιστα, από το 1991 έως και σήμερα, το Συμβούλιο έχει εκδώσει περίπου 2,5 φορές περισσότερα ψηφίσματα σε σύγκριση με την περίοδο 1946-1991. Παρόλα αυτά, δε χωρά αμφιβολίας, ότι το ίδιο το σύστημα δεν παύει να αντανακλά τα συμφέροντα των ισχυρών μελών του, τα οποία ουκ ολίγες φορές έχουν σπεύσει να νομιμοποιήσουν την εξωτερική τους πολιτική μέσα από τους υπερεθνικούς θεσμούς. όπως ο ΟΗΕ.
Αντί επιλόγου
Τα Βαλκάνια, στα τέλη του 20ου και τις απαρχές του 21ου αιώνα, και οι αναταραχές στον αραβικό κόσμο, μία δεκαετία περίπου αργότερα, είναι δύο απλά και συνάμα απτά παραδείγματα που ανέδειξαν τη σημασία των ζητημάτων εσωτερικής ασφάλειας και την παραδοχή ότι αυτά μπορούν να έχουν καταλυτικό ρόλο στη γέννηση περιφερειακής αστάθειας και κατ’ επέκταση στη διεθνή ασφάλεια. Επισήμαναν δε τη φοβική στάση, κυρίως της Δύσης, απέναντι στις περιπτώσεις που η ομαλή λειτουργία των θεσμών του κράτους τίθεται υπό αμφισβήτηση από μη κρατικούς δρώντες, που είναι ικανοί, αφενός να υπονομεύουν τις συνθήκες ασφαλείας και το status quo σε ένα υποσύστημα, και αφετέρου να αποσταθεροποιούν το εγγύς περιβάλλον.
Συνοψίζοντας επέρχονται τα ακόλουθα ερευνητικά ερώτημα: Γιατί οι δρώντες δίνουν έμφαση στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων δρώντων και στην αστάθεια των υποσυστημάτων; Σε τελική ανάλυση, γιατί επιδιώκουν, μέσα από μοντέλα συνεργασίας, την πρόληψη και καταστολή των κρίσεων ασφαλείας στα επίπεδα αυτά; Κατόπιν σχετικής προσπέλασης της βιβλιογραφίας παρατίθενται οι ακόλουθες δύο πιθανότερες εξηγήσεις (σσ στη βάση της κρίσης του γράφοντα), οι οποίες και δεν είναι κατ’ ανάγκη ανεξάρτητες μεταξύ τους.
Η πρώτη εξήγηση βρίσκεται σε εξάρτηση με την μεταβολή των ποιοτικών χαρακτηριστικών του κράτους και της παγκόσμιας κοινωνίας, ως απόρροια της αυξημένης διασυνοριακής δραστηριότητας. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση και εδώ κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η επέκταση των παραγωγικών δυνατοτήτων και η αυξημένη οικονομική αλληλεπίδραση των πολυεθνικών επιχειρήσεων, από το εθνικό, στο περιφερειακό και από εκεί στο παγκόσμιο επίπεδο, επιφέρει εξάρτηση των εθνικών οικονομιών από την παγκόσμια αγορά. Υπό το πρίσμα ενός spill-over effect (σημ: Το φαινόμενο της διάχυσης μια λειτουργίας σε ένα περιφερειακό σύστημα, όπου η ολοκλήρωση σε έναν τομέα αναγκαστικά συμπαρασύρει και άλλους. Ο γράφων προτίμησε την αγγλική ορολογία διότι η ελληνική απόδοση αλλοιώνει τον ορισμό της έννοιας. Για την ανάλυση βλ. ενδ. Jackson & Sorensen 2006, σ.83-84), στη διεθνή κοινότητα παρατηρείται η πεποίθηση για μία διευρυμένη/παγκοσμιοποιημένη διακυβέρνηση. Σε αυτήν, λόγο έχουν και μη-κρατικοί δρώντες και που, σε συνάρτηση με τη δόμηση κοινών ταυτοτήτων και της συλλογικής ευθύνης απέναντι στα μείζονα διεθνή ζητήματα, απαιτείται λήψη αποφάσεων και θωράκιση στον τομέα της ασφάλειας σε υπερεθνικό επίπεδο, αφού πια οι κρατοκεντρικές αντιλήψεις ισχύος από μόνες τους δεν πληρούν τα νέα δεδομένα ασφαλείας .
Η δεύτερη Μία δεξήγηση βασίζεται στην ίδια την δομή του παγκόσμιου συστήματος και εμπεριέχει ορισμένες οπτικές της νεορεαλιστικής θεωρίας. Σε ένα περιβάλλον που διακατέχεται από αναρχία, ποικίλους πόλους, όπου ο κόσμος αντανακλάται από τους όρους της αγοράς και που οι αποφάσεις θα πρέπει να οδηγούν και στα ανάλογα κερδοφόρα αποτελέσματα, η αποσταθεροποίηση της κοινωνίας και η ευρύτερη ανασφάλεια δύναται να επηρεάζουν αρνητικά τα περιφερειακά, οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη των άλλων παικτών του διεθνούς συστήματος. Έτσι, στις περιπτώσεις που θίγονται τα συμφέροντα των ισχυρών δρώντων του συστήματος. παρατηρείται μία αυξημένη τάση για λήψη άμεσων μέτρων και νομιμοποίηση των επεμβάσεων χάριν της διεθνούς ασφάλειας. Στον αντίποδα, βέβαια, πρέπει να τονιστεί και η απαισιόδοξη προσέγγιση των νεορεαλιστών για τη διεθνή συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας, η οποία βασίζεται στο φόβο της «εξαπάτησης» και των προσδοκώμενων «(σχετικών) οφελών». Κατ’ αυτή την αντίληψη, τα κράτη θα είναι πάντοτε επιφυλακτικά στη σύναψη των μεταξύ τους συμφωνιών, υπό το φόβο της αθέτησής τους, ενώ θα επιθυμούν πάντοτε να γνωρίζουν εκ των προτέρων τα οφέλη από τη συνεργασία τους με άλλα κράτη. ώστε να λάβουν δράσεις πέρα από το εθνικό τους κέντρο.
*H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.