Η τουρκική απειλή στην πορεία προς τις εθνικές εκλογές
Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μια κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας απέναντι στη χώρα μας, η οποία εκδηλώνεται με διάφορες μορφές. Ξεκινώντας από τον εμβολισμό του ελληνικού περιπολικού ανοικτής θαλάσσης στα Ίμια και την αιχμαλωσία των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στις αρχές του προηγούμενου έτους, έχουμε φτάσει σε μία προκλητικά μεγάλη αύξηση των παραβιάσεων στο Αιγαίο και σε εμπρηστικές δηλώσεις του Τούρκου υπουργού άμυνας για «Γαλάζιες πατρίδες». Είναι έκδηλη λοιπόν η ανησυχία των συμπολιτών μας για ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο, ιδιαίτερα κατά την προσεχή περίοδο, καθώς η προσοχή όλων θα είναι στραμμένη στις επικείμενες εκλογές.
Όμως, παρά τη διάχυτη ανησυχία που υπάρχει, η εκτίμηση είναι ότι η Τουρκία δεν θα προβεί σε κάποιας συμβατικής μορφής επιθετική ενέργεια εναντίον της χώρας μας, για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι η εμπλοκή της γειτονικής χώρας, τόσο στη Συρία όσο και στην υπόθεση των γεωτρήσεων στην κυπριακή υφαλοκρηπίδα, της στερεί τη δυνατότητα να ενεργήσει στρατιωτικά εναντίον της χώρας μας.
Ο δεύτερος αποτρεπτικός παράγοντας είναι η απομάκρυνση της Τουρκίας από τους συμμάχους της, λόγω της αλλοπρόσαλλης εξωτερικής πολιτικής που ακολουθεί ο Τούρκος πρόεδρος. Οι απειλές που εκτοξεύει εναντίον των ΗΠΑ και των συμμάχων του στο ΝΑΤΟ, η ενίσχυση των σχέσεων με το Ιράν, αλλά και η στρατηγική συμμαχία με τη Ρωσία εγείρουν την καχυποψία της Δύσης, η οποία είναι εξαιρετικά επιφυλακτική απέναντί του. Έτσι, μια επιθετική ενέργεια εναντίον μιας χώρας, της οποίας ο κρατικός μηχανισμός είναι απορροφημένος με τις επικείμενες εκλογές, θα έδινε αφορμή στη Δύση να εκτοξεύσει κατηγορίες εναντίον της. Κατά συνέπεια, τα οποιαδήποτε πιθανά κέρδη θα εξανεμίζονταν λόγω της διπλωματικής πίεσης που θα της ασκείτο από τη Διεθνή κοινότητα.
Τέλος, ένας άλλος ιδιαίτερα σοβαρός λόγος αποτροπής είναι η ισχύς και η επιχειρησιακή ετοιμότητα των ενόπλων μας δυνάμεων, που παρά τη μακροχρόνια οικονομική κρίση, κατόρθωσαν να διατηρηθούν και να ενισχυθούν, χάρη στις υπεράνθρωπες θυσίες των στελεχών. Και ο βαθμός της ετοιμότητας για άμεσο ανταποδοτικό χτύπημα είναι γνωστός στους Τούρκους και λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά τον σχεδιασμό του Γενικού τους Επιτελείου. Όσον αφορά δε στις εκτιμήσεις για μειωμένα αντανακλαστικά των Ενόπλων Δυνάμεων, λόγω της προεκλογικής περιόδου, το επιχείρημα στερείται λογικής βάσης, καθώς ουδέποτε οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ενεπλάκησαν σε εκλογικές διαδικασίες, ενώ η επαγρύπνηση και η δυνατότητα αντίδρασης διατηρείται ακέραια, ανεξάρτητα από τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα κατά τη δεδομένη χρονική περίοδο.
Μπορούμε, λοιπόν, να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας; Κάθε άλλο. Η παραπάνω εκτίμηση, παρά το γεγονός ότι διαθέτει λογική βάση, δεν πρέπει να αποτελεί λόγο για εφησυχασμό. Η Τουρκία δεν κάνει τυχαία τις ενέργειες που αναφέρθηκαν στην αρχή, ούτε προβαίνει στη διεξαγωγή μεγάλης κλίμακας ασκήσεων και στη δέσμευση μεγάλων περιοχών στο Αιγαίο, αποκλειστικά για την εκπαίδευση των στρατευμάτων της. Όλες αυτές οι ενέργειες κατατάσσονται στην κατηγορία των ψυχολογικών επιχειρήσεων, οι οποίες διεξάγονται με σκοπό τον ψυχολογικό επηρεασμό των συμπατριωτών μας, την κάμψη του ηθικού τους και σε τελευταία φάση τη δημιουργία ενός κλίματος ηττοπάθειας, που μεσοπρόθεσμα υπολογίζουν ότι θα οδηγήσει στην υλοποίηση των τουρκικών επιδιώξεων. Όλα αυτά δεν αποτελούν θεωρίες συνωμοσίας, αλλά μη συμβατικές μορφές επιχειρήσεων, που εφαρμόζονται από αρκετά κράτη στην περίοδο της ειρήνης και μπορούν να φέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, χωρίς να εκτεθεί ο επιτιθέμενος.
Είναι αναγκαίο λοιπόν, η κυβέρνηση, αν και απούσα από τα εθνικά θέματα καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της, να πάρει τα απαραίτητα μέτρα, έστω και την τελευταία στιγμή, για να τονωθεί το ηθικό του λαού και να ενισχυθούν οι μηχανισμοί άμυνας, ώστε η τουρκική προπαγάνδα να μην βρει πρόσφορο έδαφος μεταξύ του ελληνικού λαού. Γιατί δυστυχώς τότε, τα αποτελέσματα δεν θα είναι εύκολο να ανατραπούν.