ΕΕ: Αδιέξοδα προς επίλυση
Το 1992, μετά από δεκαεννέα χρόνια καθυστερήσεων και αναβολών λειτούργησε αισίως η Ενιαία η Αγορά της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το προϊόν της «Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης» του 1987. Οι προβλέψεις της «Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης» όφειλαν όμως να ολοκληρωθούν το αργότερο 1973, σύμφωνα με τα σχετικά άρθρα της ιδρυτικής συνθήκης της ΕΟΚ, της «Συνθήκης της Ρώμης» (1957).
Το 1993 με τη «Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση» (γνωστή ως Συνθήκη του Μάαστριχτ) επιδιώκεται ο μετασχηματισμός της Κοινότητας σε Ένωσης, ενώ ταυτόχρονα μεθοδεύεται η δημιουργία του κοινού νομίσματος, του ευρώ.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) από το 1993 και μετά μεταλλάσσεται, ζώντας αλλαγές που δύσκολα αφομοιώνονται. Η μη αφομοίωση τους οδήγησε στην καταψήφιση του «Ευρωπαϊκού Συντάγματος» το 2005, εξέλιξη που οδήγησε σε ένα υποκατάστατό» του, τη «Συνθήκη της Λισσαβόνας» (2009).
Κι ενώ όλα έδειχναν μια κάποια ηρεμία στο ταραγμένο περιβάλλον του ευρώ, η κατάρρευση των Lehman Brothers και η κρίση στην Ελλάδα, ανακάτεψαν την τράπουλαμε ιδιαίτερα βίαιο τρόπο.
Με αφορμή την Ελλάδα, η ΕΕ άρχισε να θωρακίζεται για να αντιμετωπίσει κρίσεις ελλειμμάτων-χρέους, που θα μπορούσαν να απειλήσουν το ευρώ. Έτσι το 2011 αποφασίζεται το «πακέτο των έξι μέτρων» (πέντε Κανονισμοί και μια Οδηγία) (six pack), όπου πραγματοποιείται με έμμεσο τρόπο η εμπλοκή της ΕΕ σε ζητήματα που δεν ανήκουν στις αρμοδιότητες της (π.χ. διαμόρφωση μισθών, συντάξεων). Ταυτόχρονα εισάγεται ένας μηχανισμός παρακολούθησης των μακροοικονομικών ανισορροπιών.
Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες συνδέονται στα πέντε από τα έξι προαναφερθέντα νομοθετήματα με τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα. Στο έκτο όμως τον Κανονισμό 1176/2011 συνδέονται και με τα υπερβολικά πλεονάσματα του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών (δηλαδή των διεθνών εμπορικών σχέσεων των αγαθών και υπηρεσιών).
Αναλυτικότερα, «Ανισορροπίες» ή «Υπερβολικές ανισορροπίες» νοούνται, κατά το άρθρο 3 του Κανονισμού 1176/2011, οι μακροοικονομικές εξελίξεις που επηρεάζουν δυσμενώς ή θέτουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας ενός κράτους μέλους ή της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης ή της Ένωσης συνολικά.
Εδώ δεν υπάρχει σαφής διατύπωση η οποία να συνδέει τις όποιες ανισορροπίες μόνο με τα δημοσιονομικά ελλείμματα ή το χρέος. Αυτό αποφεύγεται σε όλο το κείμενο του Κανονισμού. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τον Κανονισμό 1176/2011, υφίστανται , όπως σημειώθηκε ανωτέρω, ανισορροπίες ακόμη και στις περιπτώσεις ισχυρών πλεονασμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών λόγου χάρη ενός κράτους-μέλους. Πράγματι, αυτές επηρεάζουν την εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής Ένωσης, μέσω των δυσμενών αρνητικών τάσεων σε ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών άλλων κρατών-μελών, λόγω των υπερπλεονασμάτων κάποιων άλλων.
Πλην του «πακέτου των 6 μέτρων», νέα προσπάθεια για εντονότερη εποπτεία και στενότερη οικονομική συνεργασία προβλέπεται από το «πακέτο των 2 μέτρων» του 2013, όπως και από τη «Συνθήκη για τη Σταθερότητα, το Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση ή άλλως το Δημοσιονομικό Σύμφωνο» (Fiscal Compact).
Το Σύμφωνο υπογράφηκε από τα 25 κράτη μέλη το 2012 ενώ επιδιώκεται η ενσωμάτωση των ουσιαστικών διατάξεων του Συμφώνου στο Δίκαιο της Ένωσης. Η όλη διαδικασία θα κλείσει με τη συζήτησή της στο Συμβούλιο και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα μέσα του 2019.
Ιδιαίτερα αυστηρό το εξεταζόμενο Σύμφωνο προβλέπει, εκτός των άλλων, ισοσκελισμένους κρατικούς προϋπολογισμούς (της γενικής κυβέρνησης) ή διαρθρωτικό έλλειμμα που δε θα υπερβαίνει το 1% του ΑΕΠ αν το χρέος του κράτους-μέλους είναι κάτω από το 60% του ΑΕΠ.
Από μόνα τους όλα τα ανωτέρω οδηγούν σε μια και μοναδική εξέλιξη: Τίθεται προοδευτικά σε εφαρμογή μια ιδιαίτερα ισχυρή δημοσιονομική πειθαρχία που συνοδεύεται με κυρώσεις-πρόστιμα, ενώ από την άλλη οι όποιες μακροοικονομικές ανισορροπίες που προκαλούνται από υπερπλεονάσματα αντιμετωπίζονται με σχετική επιείκεια.
Εδώ παρατηρείται μια στρέβλωση που πρέπει να διορθωθεί πριν ή μαζί με την ενσωμάτωση του «Δημοσιονομικού Συμφώνου» στο νομοθετικό πλαίσιο της Ένωσης.
Αναλυτικότερα, έχοντας υπόψη ότι τα εμπορικά υπερπλεονάσματα είναι το προϊόν της ανοιχτής αγοράς της ΕΕ, απ’ όπου αντλούν ιδιαίτερα πολλά οφέλη κάποια κράτη-μέλη ενώ άλλα συσσωρεύουν ζημίες, τότε μπορεί να προβλεφθεί μαζί με τις δεσμεύσεις του «Δημοσιονομικού Συμφώνου» το εξής:
Κράτη-μέλη που καταγράφουν υψηλό πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, θα μεταφέρουν το υπερπλεόνασμά τους στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Τα ποσά αυτά θα χρησιμοποιούνται είτε για να καλύψουν ανάγκες της Ενιαίας Πολιτικής της Άμυνας, είτε για να βελτιώσουν τη ρευστότητα στην αγορά κρατών που επιδιώκουν τη σύγκλιση με τον προαναφερθέντα δημοσιονομικό στόχο κ.ά.
Η πρόταση αυτή κατατέθηκε πρόσφατα στη προβλεπόμενη διάσκεψη που έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες στο πλαίσιο των «Ευρωπαϊκών Εξαμήνων», ενός μηχανισμού επικοινωνίας των Κοινοβουλευτικών των κρατών-μελών της ΕΕ και της Επιτροπής της ΕΕ, που υιοθετήθηκε το 2010. (βλ. αναλυτικότερα εδώ)