Η μάχη για τα κρίσιμα ορυκτά και η σπάνια ευκαιρία της Ελλάδας
του Χάρη Καρανίκα,
Στις 20 Μαρτίου ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα, επικαλούμενος εξουσίες εν καιρώ πολέμου, για την ενίσχυση της παραγωγής κρίσιμων ορυκτών και σπάνιων γαιών στη χώρα του, ενόψει της παγκόσμιας κούρσας που διεξάγεται για τα συγκεκριμένα υλικά.
Οι σπάνιες γαίες είναι μια ομάδα 17 στοιχείων με ονομασίες-γλωσσοδέτη όπως πρασεοδύμιο, υττέρβιο και δυσπρόσιο. Περιλαμβάνονται στα κρίσιμα ορυκτά ανάμεσα στο κοβάλτιο, το λίθιο και άλλα, και όλα τους είναι βασικά υλικά για τους τομείς της υψηλής τεχνολογίας, των αμυντικών εξοπλισμών και της πράσινης ενέργειας. Ως εκ τούτου βρίσκονται σε πολύ υψηλή ζήτηση τα τελευταία χρόνια.
Η Γροιλανδία, ο Καναδάς και η Ουκρανία, που έχουν μπει στο στόχαστρο του Τραμπ, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: την αφθονία κρίσιμων ορυκτών και σπάνιων γαιών στο υπέδαφός τους.
Στον πόλεμο των δασμών που ξεκίνησε πριν από μερικές εβδομάδες τα συγκεκριμένα υλικά φαίνεται ότι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Τα περισσότερα από αυτά εξορύσσονται, επεξεργάζονται ή ελέγχονται από την Κίνα, η οποία μπορεί κάλλιστα να τα χρησιμοποιήσει ως πολιτικό εργαλείο πίεσης στα πλαίσια της εμπορικής σύγκρουσής της με τις ΗΠΑ αλλά και για να εκβιάσει “φιλίες” με άλλες χώρες του πλανήτη. Παράλληλα, η κινεζική κυβέρνηση, όπως και η αμερικανική στις περιπτώσεις της Γροιλανδίας, του Καναδά και της Ουκρανίας, αναζητά και αυτή με επιθετικό τρόπο νέες πηγές κρίσιμων ορυκτών και δεν διστάζει να παρέμβει σε εμπόλεμες ζώνες για να τα εξασφαλίσει. Τρανταχτό παράδειγμα, η “εισβολή” κινεζικών εταιρειών στην πολύπαθη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό για το απαραίτητο για τις μπαταρίες κοβάλτιο.
Οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός σπάνιων γαιών από τη δεκαετία του 1940 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν παρείχαν την πλειονότητα των συγκεκριμένων ορυκτών στον υπόλοιπο κόσμο από το ορυχείο Mountain Pass στην Καλιφόρνια. Από αυτό το σημείο και έπειτα η κινεζική παραγωγή σπάνιων γαιών αυξήθηκε δραματικά και πλημμύρισε την παγκόσμια αγορά υπερτριπλασιάζοντας την προσφορά. Το 1992, ο Κινέζος ηγέτης Deng Xiaoping φέρεται να είπε: "Οι πόροι σπάνιων γαιών της Κίνας μπορούν να παρομοιαστούν σε σημασία με το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής. Έχουν τεράστια στρατηγική σημασία και σίγουρα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα θέματα σπάνιων γαιών με προσοχή, απελευθερώνοντας τα πλεονεκτήματα που φέρνουν”.
Καθόλη τη διάρκεια της κούρσας για την παγκόσμια κυριαρχία αλλά και αργότερα όταν η Κίνα είχε κατακτήσει τον τίτλο του “πλανητικού” προμηθευτή, οι κινεζικές εταιρείες παραγωγής σπάνιων γαιών ήταν σε μεγάλο βαθμό ζημιογόνες, αλλά κατόρθωναν να επιβιώσουν μέσω άμεσων και έμμεσων ενισχύσεων από την κινεζική κυβέρνηση.
Αυτή η υποστήριξη επέτρεψε στη βιομηχανία σπάνιων γαιών της Κίνας να συνεχίσει να εξορύσσει και να εξάγει αυτά τα υλικά σε τιμές πολύ χαμηλότερες από το πραγματικό κόστος παραγωγής. Με το πρόσθετο πλεονέκτημα του χαμηλού κόστους εργασίας και των “ελαστικών” περιβαλλοντικών κανονισμών στην εξόρυξη και την επεξεργασία των ορυκτών, η Κίνα μέσα σε 20 χρόνια έφτασε να παράγει ποσότητες που κάλυπταν σχεδόν το σύνολο της παγκόσμιας ζήτησης σπάνιων γαιών. Τα ορυχεία στις ΗΠΑ και αλλού, μην μπορώντας να παραμείνουν κερδοφόρα έναντι των φθηνών κινεζικών εξαγωγών, άρχισαν να “τρεμοσβήνουν”.
Η “φρενίτιδα” για τις σπάνιες γαίες στην Κίνα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και των αρχών της δεκαετίας του 2000 δημιούργησε μια κατακερματισμένη βιομηχανία με χιλιάδες ορυχεία, όπου σε πολλές περιπτώσεις κυριαρχούσε η αλόγιστη εξόρυξη και η μη αδειοδοτημένη, παράνομη παραγωγή. Προκειμένου να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη, αυτές οι μικρές εταιρείες συχνά αγνοούσαν τους κανονισμούς εργασιακής ασφάλειας και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και ανταγωνίζονταν σκληρά μεταξύ τους για εξαγωγικές συμφωνίες.
Εκτός από την περιβαλλοντική υποβάθμιση στην Κίνα, ο υπερπληθής τομέας σπάνιων γαιών και ο συχνά έντονος ανταγωνισμός μείωσαν απότομα τις τιμές των προϊόντων και, ως εκ τούτου, πίεσαν περαιτέρω τους παραγωγούς να προχωρήσουν σε περικοπές ώστε να διατηρήσουν τα ήδη μειωμένα περιθώρια κέρδους τους. Οι τοπικές κυβερνήσεις, που συχνά είχαν συμφέροντα, ανέχονταν αυτές τις πρακτικές.
Εκτός από την παράνομη παραγωγή σπάνιων γαιών, το λαθρεμπόριο ήταν επίσης ευρέως διαδεδομένο και βοηθούσε να παραμείνουν οι τιμές χαμηλές. Σύμφωνα με το China Business News, περίπου 20.000 τόνοι σπάνιων γαιών διακινήθηκαν λαθραία από την Κίνα το 2008, κάτι που εκτιμάται ότι αντιπροσώπευε το ένα τρίτο του συνολικού όγκου των εξαγωγών κινέζικων σπάνιων γαιών εκείνο το έτος. Το λαθρεμπόριο είναι και ο κύριος λόγος για τις αποκλίσεις που παρατηρούνται συχνά πυκνά μεταξύ των επίσημων στατιστικών και των πραγματικών δεδομένων εξαγωγών των πολύτιμων αυτών ορυκτών στην Κίνα.
Η περιβαλλοντική υποβάθμιση μπορεί να ξεκίνησε με την έκρηξη παραγωγής την δεκαετία του 1980 όμως θα συνέχιζε και τις επόμενες δεκαετίες: Τον Νοέμβριο του 2011, κατά τη διάρκεια επιθεωρήσεων, η κινεζική Γενική Διοίκηση Ποιότητας διαπίστωσε ότι 19 από 85 προϊόντα τσαγιού περιείχαν υπερβολικά υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης τοξικών σπάνιων γαιών, συμπεριλαμβανομένης μίας παρτίδας Lipton που παρήχθη και πωλούνταν στη χώρα από την Unilever. Η Unilever δήλωσε αργότερα ότι τα μέταλλα σπάνιων γαιών προέρχονταν από το έδαφος όπου καλλιεργούνταν το τσάι και δεν είχε καμία σχέση με τη διαδικασία παραγωγής του.
Πολλοί αναλυτές έχουν εκφράσει ανησυχίες ότι η Κίνα χρησιμοποιεί τις σπάνιες γαίες ως ένα διαπραγματευτικό χαρτί για να αποκτήσει πολιτικά και οικονομικά πλεονεκτήματα έναντι άλλων χωρών. Για παράδειγμα, στις 8 Σεπτεμβρίου 2010, σημειώθηκε σύγκρουση μεταξύ ενός κινεζικού αλιευτικού σκάφους με δύο σκάφη της ιαπωνικής ακτοφυλακής σε αμφισβητούμενα ύδατα που διεκδικούσαν και οι δύο χώρες. Η σύλληψη του Κινέζου καπετάνιου από τις ιαπωνικές αρχές είχε ως αποτέλεσμα μια μεγάλη διπλωματική κρίση μεταξύ των δύο χωρών.
Η Κίνα διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Ιαπωνία και φέρεται να απείλησε ότι θα λάβει ισχυρά αντίμετρα. Στις 22 Σεπτεμβρίου 2010, οι New York Times ανέφεραν ότι η Κίνα είχε αρχίσει να κλείνει τη στρόφιγγα στις εξαγωγές σπάνιων γαιών προς την Ιαπωνία. Δύο ημέρες μετά, η Ιαπωνία συμφώνησε να απελευθερώσει τον Κινέζο καπετάνιο.
Σε μια ομιλία του στις 7 Οκτωβρίου 2010, ο Κινέζος πρωθυπουργός Wen Jiabao δήλωσε: “Δεν έχουμε επιβάλει και δεν θα επιβάλουμε εμπάργκο στον κλάδο. Επιδιώκουμε μια βιώσιμη ανάπτυξη της βιομηχανίας σπάνιων γαιών, όχι μόνο για να καλύψουμε τη ζήτηση της χώρας μας, αλλά και για να καλύψουμε τις ανάγκες όλου του κόσμου. Όχι μόνο πρέπει να ανταποκριθούμε στην τρέχουσα ζήτηση, αλλά επίσης, το πιο σημαντικό, πρέπει να έχουμε μια μακροπρόθεσμη προοπτική. Είναι απαραίτητο να ασκηθεί διαχείριση και έλεγχος στη βιομηχανία σπάνιων γαιών, αλλά δεν θα υπάρξει κανένα εμπάργκο. Η Κίνα δεν χρησιμοποιεί τις σπάνιες γαίες ως διαπραγματευτικό μέσο. Στοχεύουμε στη βιώσιμη ανάπτυξη του κόσμου”.
Ωστόσο, στις 19 Οκτωβρίου 2010, οι New York Times ανέφεραν ότι το εμπάργκο της Κίνας για εξαγωγές σπάνιων γαιών στην Ιαπωνία φαινόταν να ισχύει ακόμη και πιθανώς επεκτάθηκε σε ορισμένες εξαγωγές σπάνιων γαιών στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και η Κίνα διέψευσε τους ισχυρισμούς της αμερικανικής εφημερίδας.
Έναν μήνα μετά, οι New York Times επανήλθαν σημειώνοντας σε ρεπορτάζ τους ότι ότι οι εξαγωγές κινέζικων σπάνιων γαιών στην Ιαπωνία είχαν ανακάμψει, αν και με ορισμένες καθυστερήσεις. Επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι οι εξαγωγές σπάνιων γαιών στην Ιαπωνία τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2010 μειώθηκαν απότομα σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες του ίδιο έτους, αλλά αυξήθηκαν απότομα τον Δεκέμβριο. Εκείνη την περίοδο η Κίνα είχε καταστεί ο παγκόσμιος προμηθευτής σπάνιων γαιών, έχοντας κατακτήσει το 97% της παραγωγής στον πλανήτη, από 27% το 1990.
Ταυτόχρονα, αναδιάρθρωνε την εγχώρια βιομηχανία της και έθετε περιορισμούς στις εξαγωγές, με αποτέλεσμα να επηρεαστούν σε μεγάλο βαθμό τόσο οι τιμές όσο και οι ποσότητες που διατίθονταν στην αγορά. Για παράδειγμα, η μέση τιμή ανά μετρικό τόνο εισαγωγών σπάνιων γαιών στις ΗΠΑ από την Κίνα είχε εκτοξευθεί από 3.111 δολάρια το 2002 σε 76.239 δολάρια το 2011, πάνω από 2.400% σε μία δεκαετία. Μόνο μέσα στο 2011, τον επόμενο χρόνο από το διπλωματικό επεισόδιο με την Ιαπωνία, οι τιμές σπάνιων γαιών αυξήθηκαν κατά 723%.
Και ενώ οι εφαρμογές σπάνιων γαιών στην υψηλή τεχνολογία υπήρχαν κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, η εκτεταμένη χρήση τους σε τεχνολογίες καθαρής ενέργειας και αμυντικών συστημάτων έστρεψε την παγκόσμια προσοχή στο πώς η Κίνα εκμεταλλεύεται το πλανητικό μονοπώλιο που είχε δημιουργήσει. Βασικό ρόλο θα έπαιζε η πολύ μεγάλη μαγνητική ισχύς των μετάλλων σπανίων γαιών που επιτρέπει την εξαιρετική σμίκρυνση εξαρτημάτων για στρατιωτικές εφαρμογές. Για παράδειγμα, τα πτερύγια που κατευθύνουν τις βόμβες ακριβείας έχουν κινητήρες μόνιμου μαγνήτη σαμάριου-κοβαλτίου. Τα λέιζερ στερεάς κατάστασης για τον προσδιορισμό στόχων χρησιμοποιούν νεοδύμιο. Ένα F-35 χρειάζεται περίπου 420 κιλά σπάνιων γαιών για ραντάρ, συστήματα στόχευσης και κινητήρες.
Με αυτά τα δεδομένα, οι αντιδράσεις για τους περιορισμούς στις εξαγωγές που είχε επιβάλει η κινεζική κυβέρνηση στις αρχές της δεκαετίας του 2010 δεν άργησαν: οι ΗΠΑ μαζί με την ΕΕ και την Ιαπωνία υποστήριξαν ότι ήταν κατά παράβαση των κανονισμών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ενώ η Κίνα διατείνονταν ότι στόχος των περιορισμών ήταν η διατήρηση των πόρων και η προστασία του περιβάλλοντος. Αποτέλεσμα της διαφωνίας ήταν το 2012 η κυβέρνηση Ομπάμα να υποβάλλει την υπόθεση στο Όργανο Επίλυσης Διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ενώ δύο χρόνια μετά ΗΠΑ, ΕΕ και Ιαπωνία δικαιώθηκαν: η Κίνα καταδικάστηκε και το 2015 αναγκάστηκε να άρει τις ποσοστώσεις στις εξαγωγές.
Ένα ακόμα επεισόδιο μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας για το θέμα των σπάνιων γαιών έλαβε χώρα τον Μάιο του 2019, κατά τη διάρκεια εμπορικών διαπληκτισμών και ενός ακόμα γύρου επιβολής δασμών από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.
Συγκεκριμένα, στις 10 Μαΐου η τότε κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε να αυξηθούν οι δασμοί σε κινεζικά προϊόντα από 10% σε 25%, ενώ τρεις ημέρες αργότερα η Κίνα ανακοίνωσε και αυτή αύξηση των δασμών σε αμερικανικά προϊόντα.
Στις 17 Μαΐου 2019, το Γραφείο Εμπορίου των ΗΠΑ έθεσε υπ’ όψη της κυβέρνησης μία ακόμα ομάδα προϊόντων που εισάγονται από την Κίνα τα οποία θα μπορούσαν να υπόκεινται σε δασμούς κατ' αξία 25%.
Σε αυτή την πρόταση διευκρινιζόταν ότι οι σπάνιες γαίες εξαιρούνται από τον κατάλογο των δασμών. Την ίδια ακριβώς ημέρα, ο Κινέζος πρόεδρος Xi Jinping περιόδευσε σε μια εταιρεία στην επαρχία Jiangxi της Κίνας που παράγει μαγνήτες από σπάνιες γαίες. Αναλυτές θεώρησαν τη συγκεκριμένη κίνηση του Κινέζου προέδρου ως συγκαλυμμένη προειδοποίηση προς τις ΗΠΑ ότι το Πεκίνο θα μπορούσε να περιορίσει τις μελλοντικές εξαγωγές εάν η τρέχουσα εμπορική σύγκρουση εντατικοποιηθεί περαιτέρω. Εκείνη την περίοδο σχεδόν τα τρία τέταρτα των σπάνιων γαιών εισάγονταν στις ΗΠΑ από την Κίνα.
Το μήνυμα αυτό του Xi Jinping φαίνεται να έγινε πράξη πριν από λίγες ημέρες κατά τον πρόσφατο εμπορικό πόλεμο και το μπαράζ επιβολής δασμών μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Στα μέσα Απριλίου, σε απάντηση προς τον Ντόναλντ Τραμπ για την κλιμακούμενη αύξηση των δασμών η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε το μέτρο των ελέγχων εξαγωγών και έκδοσης ειδικών αδειών για επτά είδη σπάνιων γαιών - μία απόφαση που δεν αποτελεί μεν ρητή απαγόρευση αλλά δίνει στο Πεκίνο την εποπτεία και τον έλεγχο της πρόσβασης στα πολύτιμα ορυκτά.
Μία κίνηση, που επίσης ερμηνεύθηκε από αναλυτές ως πρόθεση του Xi Jinping να χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό χαρτί την κλιμάκωση των περιορισμών στις σπάνιες γαίες. Η ανακοίνωση των ελέγχων σημαίνει ότι πιθανότατα μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα θα υπάρξει επιβράδυνση των εξαγωγών καθώς οι εταρείες θα πρέπει να υποβάλλουν αιτήσεις για έκδοση αδειών - μία διαδικασία που εκτιμάται ότι μπορεί να διαρκέσει από μία εβδομάδα έως μερικούς μήνες.
Οι κίνδυνοι όμως δεν περιορίζονται σε αυτό: η μεγαλύτερη απειλή για τις αμερικανικές εταιρείες θα μπορούσε να έρθει στη συνέχεια, μόλις το Πεκίνο αρχίσει να συλλέγει λεπτομερείς πληροφορίες για την αγορά σπάνιων γαιών - πληροφορίες που δίνουν στην κινεζική κυβέρνηση τη δυνατότητα να επιβάλει επιζήμιες κυρώσεις σε συγκεκριμένες εταιρείες, όπως για παράδειγμα στη Lockheed Martin, η οποία χρειάζεται σπάνιες γαίες για εξαρτήματα σε πυραυλικά συστήματα και μαχητικά αεροσκάφη.
Και όσο περισσότερες πληροφορίες συλλέγονται από την πλευρά του Πεκίνου, τόσο καλύτερα μπορεί να στοχεύσει σε συγκεκριμένες εταιρείες που δεν θέλει να έχουν πρόσβαση στα ορυκτά. Σημειώνεται δε ότι από το 2020 και μετά η εξάρτηση των ΗΠΑ από κινεζικές σπάνιες γαίες φτάνει κατά μέσο όρο το 70% των συνολικών εισαγωγών στη χώρα, ενώ, σύμφωνα με μελέτη της RAND Corporation του 2024, μια διακοπή προμήθειας που θα διαρκούσε 90 ημέρες θα δημιουργούσε προβλήματα στο 78% των γραμμών παραγωγής αμυντικών εξοπλισμών.
Λόγω της υπέρμετρης εξάρτησής τους από την Κίνα οι ΗΠΑ θέσπισαν ένα στρατηγικό σχέδιο για τις σπάνιες γαίες, το οποίο περιλαμβάνει την εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων, τη λειτουργία νέων εγκαταστάσεων επεξεργασίας και την ενίσχυση των διαδικασιών ανακύκλωσης με απώτερο στόχο το 2035 να καλύπτει περίπου το 65-70% των αναγκών της χώρας.
Σε σύγκριση με τις ΗΠΑ που εισάγουν το 70% από την Κίνα, η εξάρτηση της Ευρώπης σε κρίσιμα ορυκτά φαίνεται να είναι αρκετά χειρότερη: οι ευρωπαϊκές εισαγωγές τα τελευταία χρόνια σε κινεζικές σπάνιες γαίες ανέρχονται στο 98% των συνολικών αναγκών, ενώ σε λίθιο στο 97% και σε μαγνήσιο σε 93%.
Σε αντίθεση με την ονομασία τους, οι σπάνιες γαίες δεν είναι και τόσο σπάνιες. Αντίθετα, είναι σχετικά άφθονες στον φλοιό της γης. Όμως, είναι πολύ διασκορπισμένες και συνήθως βρίσκονται αναμεμειγμένες σε άλλα κοιτάσματα, κάτι που καθιστά δύσκολη την εύρεση τους σε συγκέντρωση αρκετά υψηλή ώστε η εκμετάλλευση των στοιχείων να θεωρείται οικονομικά συμφέρουσα. Όταν εξάγονται σπάνιες γαίες από το ορυχείο, το ορυκτό που τις περιέχει πρέπει να περάσει από πολύπλοκες διαδικασίες διαχωρισμού για την παραγωγή κάθε μεμονωμένου στοιχείου. Είναι η διαδικασία διαχωρισμού που οδηγεί σε μεγάλο βαθμό το κόστος της παραγωγής σπάνιων γαιών, οι οποίες χωρίζονται σε ελαφριά και βαριά στοιχεία.
Τον Μάρτιο του 2023 η Κομισιόν πρότεινε την θέσπιση νομοθεσίας για τις κρίσιμες πρώτες ύλες έτσι ώστε να διασφαλιστεί μία ασφαλής και βιώσιμη αλυσίδα εφοδιασμού. Αυτή η πρόταση έγινε σε συνέχεια της εξάρτησης της ΕΕ από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα, όπου επίσης είχε εντοπιστεί πρόβλημα. Από το 2011, λίγο μετά το επεισόδιο διακοπής εφοδιασμού της Ιαπωνίας από την Κίνα, η ΕΕ είχε ξεκινήσει την διαδικασία παρακολούθησης των κρίσιμων πρώτων υλών, οι οποίες στην αρχή προσδιορίστηκαν σε 14 στοιχεία. Ανά τριετία η λίστα εμπλουτιζόταν με αποτέλεσμα οι κρίσιμες πρώτες ύλες να έχουν φτάσει το 2024 τις 34, με τις σπάνιες γαίες να κοσμούν από την αρχή στους καταλόγους. Με βάση τις 34 πρώτες ύλες που χαρακτηρίστηκαν κρίσιμες, καταρτίστηκε ένας κατάλογος στρατηγικών πρώτων υλών, ο οποίος περιλαμβάνει στοιχεία για τα οποία οι ανάγκες εφοδιασμού αναμένεται να αυξηθούν εκθετικά και ταυτόχρονα οι σχετικές διαδικασίες παραγωγής έχουν σύνθετες απαιτήσεις.
Τον Σεπτέμβριο του 2023, έξι μήνες μετά την πρόταση του ευρωπαϊκού νόμου για τις κρίσιμες πρώτες ύλες από την Κομισιόν, η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη Βιομηχανία, την Έρευνα και την Ενέργεια, ενέκρινε τη σχετική έκθεση αιτιολόγησης. Σε αυτή αναφερόταν ότι έως το 2030, για να μειωθεί η εξάρτηση από τρίτες χώρες όσον αφορά την πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες, στόχοι είναι:
- τουλάχιστον το 10% της ετήσιας ευρωπαϊκής κατανάλωσης να προκύπτει από εξορύξεις εντός ΕΕ
- τουλάχιστον το 40% της ετήσιας κατανάλωσης από επεξεργασία εντός ΕΕ
- τουλάχιστον το 25% από ανακύκλωση εντός ΕΕ, και
- το ποσοστό της ετήσιας κατανάλωσης κάθε πρώτης ύλης στρατηγικής σημασίας σε οποιοδήποτε σχετικό στάδιο επεξεργασίας που προέρχεται από μία τρίτη χώρα δεν μπορεί να ξεπερνά το 65%
Από τους παραπάνω στόχους καθίσταται σαφές ότι είναι αναγκαίος τόσο ο εντοπισμός και η αξιοποίηση νέων πηγών κρίσιμων πρώτων υλών εντός της ΕΕ, όσο και η ανάπτυξη νέων μονάδων επεξεργασίας μεταλλευμάτων, συμπεριλαμβανομένων των σπάνιων γαιών.
Τον Νοέμβριο του 2023, κατά τον Όγδοο Διάλογο της Ελληνικής Κοινότητας Ορυκτών Πρώτων Υλών, στον οποίον συμμετείχαν πλήθος ειδικών από εταιρείες και φορείς, στέλεχος του υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος, στην παρουσίαση των θέσεών του για την νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία κρίσιμων πρώτων υλών συμπεριέλαβε και έναν κατάλογο με περιοχές ενδιαφέροντος στην Ελλάδα.
Όπως ανέφερε στην παρουσίαση, στην ελληνική επικράτεια και λαμβάνοντας υπόψη μόνο τις περιοχές όπου τα ορυκτά δικαιώματα ανήκουν στο Δημόσιο, έχουν εντοπιστεί περισσότερες από 15 ορυκτές πρώτες ύλες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των κρίσιμων ορυκτών Ανάμεσά τους, ορισμένες ελαφριές σπάνιες γαίες, αντιμόνιο, γάλλιο, κοβάλτιο, μαγνήσιο και άλλα σε περισσότερες από 40 περιοχές, οι οποίες εντοπίζονται από τη Χίο, τη Ροδόπη και τη Θεσσαλονίκη, έως την Εύβοια, την Αρκαδία και τις Κυκλάδες.
“Το 99% αυτών των περιοχών είναι υπανάπτυκτες και επί του παρόντος δεν είναι μισθωμένες σε μεταλλευτικές εταιρείες. Ως εκ τούτου, υπάρχει μια σημαντική ευκαιρία για την ανάπτυξη νέων έργων, για εξερεύνηση, εκμετάλλευση και επεξεργασία κρίσιμων και στρατηγικών πρώτων υλών, που επωφελούνται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία”, σημείωνε το στέλεχος του ΥΠΕΝ στην παρουσίασή του τον Νοέμβριο του 2023.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, χρειάζεται διεξοδική κοιτασματολογική έρευνα για να διαπιστωθεί εάν οι ενδείξεις που υπάρχουν επιβεβαιώνονται, εάν είναι οικονομικά αξιοποιήσιμα κοιτάσματα και εάν το περιβαλλοντικό ρίσκο είναι διαχειρίσιμο.
Ο ευρωπαϊκός νόμος για τις στρατηγικές και κρίσιμες πρώτες ύλες τέθηκε τελικά σε πλήρη ισχύ τον Απρίλιο του 2024, ενώ λιγότερο από έναν χρόνο μετά, τον Μάρτιο του 2025 αναγνωρίστηκε σε απόφαση της Κομισιόν το πρώτο επί ελληνικού εδάφους στρατηγικό project στα πλαίσια της νέας νομοθεσίας: μία επένδυση της Metlen για την παραγωγή γαλλίου, αλουμίνας και βωξίτη -αναγνωρισμένα και τα τρία ως κρίσιμες πρώτες ύλες- στο εργοστάσιο της Αλουμίνιον της Ελλάδας.
Από την άλλη πλευρά, η εκμετάλλευση των κρίσιμων πρώτων υλών και των σπάνιων γαιών στη χώρα μας δεν αναμένεται να είναι ιδιαίτερα εύκολη υπόθεση. Ακόμα και αν τα συγκεκριμένα στοιχεία αποτελούν γεωπολιτικό “ιερό δισκοπότηρο” και η ΕΕ έχει αποφασίσει να κινητοποιήσει περίπου 800 δισεκατομμύρια ευρώ και άλλα 150 δισεκατομμύρια σε δάνεια για αμυντικούς εξοπλισμούς, για την κατασκευή των οποίων αυτά τα στοιχεία είναι άκρως απαραίτητα…
Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο διαγωνισμός που προκηρύχθηκε από το ΥΠΕΝ το 2024 για τα δικαιώματα έρευνα και εκμετάλλευσης μεταλλευτικών ορυκτών στη Χίο - συγκεκριμένα αντιμονίου, το οποίο έχει και εφαρμογή στον αμυντικό τομέα καθώς είναι απαραίτητο σε μία ευρεία γκάμα στρατιωτικού εξοπλισμού καθώς και στην τεχνολογία μπαταριών.
Σημειώνεται ότι η τιμή του αντιμονίου, εξαιτίας περιορισμών που έθεσε η Κίνα στις εξαγωγές του, έχει αυξηθεί κατά 300%, φτάνοντας έως και στα 50.000 δολάρια ανά τόνο την τελευταία διετία. Έπειτα από προσφυγή 49 κατοίκων της περιοχής, η τύχη του διαγωνισμού του ΥΠΕΝ για τα δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης στη Χίο αναμένεται να κριθεί εντός του επόμενου χρονικού διαστήματος στο Συμβούλιο της Επικρατείας.