Tο πόρισμα της Επιτροπής Σοφών για τις επικουρικές
Tην υποχρεωτική υπαγωγή όλων των νεοεισερχόμενων και πρωτο-ασφαλισμένων στην αγορά εργασίας, από την 1η Ιανουαρίου 2021 και μετά, στο νέο κλάδο κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης, με εισφορές 6,5% επί του εισοδήματος των μισθωτών και των ελεύθερων επαγγελματιών, καθώς και δυνατότητα συνταξιοδότησης μεταξύ 62ου και 70ού έτους ηλικίας, προκρίνει η Επιτροπή Σοφών για το νέο σύστημα κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης.
Η επιτροπή προτείνει επίσης ένα μέρος της παροχής, έως το 25%, να δίνεται ως προκαταβολή με τη θεμελίωση δικαιώματος, ενώ οι Σοφοί δεν αποκλείουν η παροχή αυτή να είναι αφορολόγητη ή να φορολογείται με ειδικό καθεστώς.
Για το δύσκολο θέμα του κόστους μετάβασης, η Επιτροπή αφήνει την Εθνική Αναλογιστική Αρχή να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, επισημαίνοντας ότι βάσει των αρχικών εισηγήσεων, το βάρος (εφόσον δεν υπάρξουν αλλαγές στο ισχύον σύστημα) είναι διαχειρίσιμο κατά την πρώτη 10ετία.
Έργο της επιτροπής αποτέλεσε η επεξεργασία και διατύπωση προτάσεων για τον μηχανισμό μετάβασης σε ένα νέο σύστημα κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης στην Ελλάδα. Το πόρισμα αναμένεται να παραδοθεί στον αρμόδιο υφυπουργό Κοινωνικής Ασφάλισης Νότη Μηταράκη πιθανότατα σήμερα. Μάλιστα, αν και οι πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ καθιστούν αναγκαίο να προηγηθεί η μεταρρύθμιση του νόμου Κατρούγκαλου, σύμφωνα με πληροφορίες το χρονοδιάγραμμα για την ψήφιση του σχετικού σχεδίου νόμου που θα αφορά τη μετάβαση στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα παραμένει ίδιο, ήτοι να κατατεθεί στη Βουλή πριν από το τέλος του χρόνου.
Καθοριστικό ρόλο για τον χρόνο κατάθεσής του θα διαδραματίσει βέβαια η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, που έχει πλέον εκτός από τη διενέργεια μελέτης για το κόστος μετάβασης από το διανεμητικό σύστημα στο κεφαλαιοποιητικό και την εκπόνηση των αναγκαίων αναλογιστικών μελετών για τις αλλαγές που επιβάλλει σε εισφορές και συντάξεις (κύριες και επικουρικές) το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο.
Στο πόρισμα προκρίνεται η ίδρυση ξεχωριστού νέου κλάδου εντός του ΕΤΕΑΕΠ, ο οποίος θα αφορά αποκλειστικά στην επικουρική ασφάλιση.
Λόγω της καινοτομίας του νέου συστήματος, της ανάγκης σύστασης ξεχωριστού κλάδου εντός του ΕΤΕΑΕΠ, αλλά και για λόγους πληρέστερης ενημέρωσης των ασφαλισμένων, οι ειδικοί εκτιμούν πως πρέπει να προβλεφθεί μια μεταβατική περίοδος (για παράδειγμα ενός έτους) ανάμεσα στη νομοθέτηση του συστήματος και στην εφαρμογή του.
Αναλυτικά, οι προτάσεις των ειδικών για τη δομή και λειτουργία του νέου συστήματος είναι:
1) Να εξεταστεί η υποχρεωτική υπαγωγή όλων των νεοεισερχομένων και πρωτο-ασφαλισμένων στην αγορά εργασίας από 1η Ιανουαρίου 2021. Μάλιστα, τα στελέχη της κοινωνικής, επαγγελματικής και ιδιωτικής ασφαλιστικής αγοράς προτείνουν να εξεταστούν κατά τον σχεδιασμό της νέας επικουρικής ασφάλισης τα εξής:
- Η υπαγωγή στην επικουρική ασφάλιση για τα ασφαλιστέα πρόσωπα να είναι υποχρεωτική, ανεξαρτήτως επαγγελματικού κλάδου.
- Να επιχειρηθεί μελέτη για προαιρετική ένταξη στην επικουρική ασφάλιση των ήδη ασφαλισμένων (προ της 1.1.2021) επαγγελματικών κλάδων που μέχρι πρότινος δεν υπάγονταν υποχρεωτικά σε αυτή. Ειδική μνεία έγινε για τους ιατρούς και τους αγρότες.
- Να εξεταστεί η εξαίρεση από το πεδίο των ασφαλιστέων προσώπων, εκείνων που υπάγονται με το υφιστάμενο σύστημα στην ασφάλιση Ταμείου Υποχρεωτικής Επαγγελματικής Ασφάλισης.
2) Να διατηρηθούν στο σημερινό ύψος, ήτοι 6,5%, οι προβλεπόμενες εισφορές για τους μισθωτούς και ελεύθερους επαγγελματίες, όπως και στο παλαιό σύστημα, για λόγους εναρμόνισης. Μεταξύ των προτάσεων που συζητήθηκαν ήταν και αυτή του υπολογισμού της εισφοράς των μη μισθωτών επί του κατώτατου μισθού, λόγω των πιθανών δυσκολιών στην καταβολή εισφορών από μεριάς ειδικά των νέων ελεύθερων επαγγελματιών. Εφόσον ισχύσει κάτι τέτοιο, οι ειδικοί εκτιμούν ότι μπορεί κάλλιστα να προβλεφθεί ειδική περίοδος χάριτος, ώστε να διασφαλιστεί μια πιο ευνοϊκή μετάβαση στα πρώτα βήματα του ελεύθερου επαγγελματία. Παράλληλα, η στήριξη των ελεύθερων επαγγελματιών δύναται να γίνει και μέσω άλλων εργαλείων, ήτοι φορολογικά κίνητρα ή λοιπά κίνητρα στο επίπεδο της κύριας σύνταξης.
3) Το ΕΤΕΑΕΠ θα είναι ο μόνος υπεύθυνος για την είσπραξη των εισφορών των ασφαλισμένων.
4) Προκρίθηκε η διατήρηση των ίδιων ηλικιακών ορίων με αυτά που ισχύουν στην κύρια σύνταξη. Ένα εύρος ηλικίας από 62 έτη ηλικίας και άνω αναδείχθηκε ως η πιο εύλογη πρόβλεψη. Επίσης, θεωρήθηκε αναγκαίο να προβλεφθεί και ένα ανώτατο όριο αναγκαστικής λήψης της συνταξιοδοτικής παροχής, ενδεχομένως στα 70 έτη. Για την περίπτωση της αναπηρίας υπήρξε συμφωνία ότι τα προβλεπόμενα ποσοστά θα πρέπει να διατηρηθούν στα υφιστάμενα επίπεδα, ήτοι άνω του 67%.
5) Ως προς τα είδη των συνταξιοδοτικών παροχών, αυτές μπορούν να διαχωριστούν σε:
- Συντάξεις γήρατος (με μεταβίβαση δικαιώματος στα δικαιοδόχα μέλη).
- Συντάξεις αναπηρίας.
- Συντάξεις χηρείας για τον ενεργό ασφαλισμένο.
Για τις ανάγκες χρηματοδότησης του συστήματος και στο πνεύμα της κοινωνικής αλληλεγγύης μπορεί να δημιουργηθεί ένας «κουμπαράς αλληλεγγύης», ο οποίος να τροφοδοτείται με ειδική κράτηση επί των καταβαλλόμενων εισφορών του κάθε ασφαλισμένου.
6) Μέρος του σωρευμένου ποσού (ενδεικτικά μέχρι ποσοστού 25%) δύναται να εισπράττεται -με τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος- ως προκαταβολή.
7) Ο ασφαλισμένος θα δύναται να επιλέγει ανάμεσα σε τρία επενδυτικά πακέτα, διαφοροποιημένου επενδυτικού κινδύνου:
- Χαμηλού επενδυτικού κινδύνου
- Μεσαίου επενδυτικού κινδύνου
- Υψηλού επενδυτικού κινδύνου
Η απουσία επιλογής επενδυτικού πακέτου από μεριάς του ασφαλισμένου θα τον κατατάσσει αυτομάτως στο πακέτο χαμηλού επενδυτικού κινδύνου.
Σε κάθε περίπτωση, ο ασφαλισμένος δεν πρέπει να δεσμεύεται ισοβίως από την αρχική του επιλογή, αλλά να μπορεί να αλλάζει τις επενδυτικές του επιλογές ανά προβλεπόμενα χρονικά όρια και μέσω συγκεκριμένων διαδικασιών.
8) Μετά την είσπραξη των εισφορών, ο ΕΤΕΑΕΠ θα τις κατανέμει στους ατομικούς κεφαλαιοποιητικούς λογαριασμούς του κάθε ασφαλισμένου.
9) Λόγω της κεφαλαιοποιητικής φύσης του νέου συστήματος, τα κεφάλαια δύνανται να επενδύονται από διαχειριστές επενδύσεων (ΑΕΔΑΚ - ΦΚΑ) κατ’ εντολή και για λογαριασμό του ΕΤΕΑΕΠ, βάσει της μεταξύ τους σύμβασης.
10) Ο ΕΤΕΑΕΠ οφείλει να αναπτύξει επενδυτικούς κανόνες που θα ισχύουν για τον διαχειριστή κεφαλαίων και θα περιγράφονται αναλυτικά στην εκάστοτε σύμβαση.
11) Απαραίτητος κρίνεται ο ορισμός θεματοφύλακα του ΕΤΕΑΕΠ, με αυξημένες αρμοδιότητες (ring-fenced θεματοφυλακή).
12) Πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρο κάθε δυνατότητα -εντός των ευρωπαϊκών κανόνων και θεσμικών περιορισμών που έχει η Ελλάδα ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης-, προκειμένου τα δημιουργούμενα αποθεματικά κεφάλαια να επενδύονται προς όφελος της εθνικής οικονομίας.
13) Το κράτος οφείλει να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, στο πλαίσιο των υπαρκτών κινδύνων, συνθηκών και περιορισμών που αντιμετωπίζει.
14) Ως βασική αρχή στο σύστημα κεφαλαιοποιητικής επικουρικής προκρίνεται η διατήρηση ίδιου τρόπου φορολόγησης με το υφιστάμενο. Θα πρέπει να εξετασθεί ειδική πρόβλεψη για εξαίρεση από τη φορολόγηση ή ειδική φορολόγηση για το ποσό προκαταβολής που θα δύναται να λαμβάνει ο ασφαλισμένος κατά τη φάση της θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
15) Ως προς το κόστος της μετάβασης στο νέο σύστημα, οι “Σοφοί” θεωρούν ότι, όπως υφίσταται το σύστημα σήμερα, χωρίς παρέμβαση στις παραμέτρους του, δεν φαίνεται έντονο πρόβλημα χρηματοδότησης κατά την πρώτη δεκαετία. Κατά τις πρώτες εκτιμήσεις της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, ελλείμματα στον κλάδο διανεμητικής επικουρικής σύνταξης φαίνεται πως θα αρχίσουν να εμφανίζονται από το 2030 και έπειτα (μετά την πρώτη δεκαετία λειτουργίας του νέου συστήματος), με το σωρευτικό κόστος στον κλάδο, μέχρι το τέλος της προβολής (το 2070) να εκτιμάται ότι δεν ανάγεται σε «κρίσιμα και ανησυχητικά επίπεδα». Μάλιστα, προτείνεται να εξετασθούν τρόποι τυχόν συνεισφοράς των ασφαλισμένων στο νέο καθεστώς με βάση την αρχή της διαγενεακής κοινωνικής αλληλεγγύης.
16) Ο ασφαλισμένος δύναται να τηρεί την επιλογή καταβολής της σύνταξης σε μηνιαία βάση τόσο από το ΕΤΕΑΕΠ όσο και από κάποιον Εναλλακτικό Πάροχο.
17) Εφόσον ο ασφαλισμένος επιλέξει την καταβολή της σύνταξης από κάποιον εναλλακτικό του ΕΤΕΑΕΠ παρόχου, θα πρέπει να προβλεφθεί νομικά πως σε κάθε περίπτωση, συμβατική υποχρέωση του εναλλακτικού παρόχου είναι η ισόβια παροχή σύνταξης (για όλα τα είδη συντάξεων), καθώς και η κάλυψη δικαιοδόχων μελών.