Οικονομία και κοινωνία... μεγέθη αλληλένδετα
Αντιμέτωπη με σειρά μεγάλων προβλημάτων στην οικονομία βρίσκεται η Κυβέρνηση και το 2025, την ώρα που η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει οδηγήσει την Ευρώπη σε κλυδωνισμούς και τώρα οι ηγεσίες καλούνται να βρουν λύσεις ώστε οι κοινωνίες να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στην δύσκολη συγκυρία.
Σε ότι αφορά την Ελλάδα η Κυβέρνηση Μητσοτάκη δίνει ιδιαίτερη σημασία σε τέσσερις βασικούς άξονες: Στην δημοσιονομική πειθαρχία, ώστε να μην επιστρέψει η οικονομία σε καιρούς αλήστου μνήμης, στις δαπάνες, στην μείωση των βαρών των ευπαθών ομάδων (όσο το επιτρέπουν τα δημοσιονομικά) και βέβαια στην ανάπτυξη με σκοπό την μείωση της ανεργίας, την αύξηση των μισθών και την αύξηση των εσόδων.
Ήδη σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (ΥΠΕΘΟ), σημαντικά αυξημένα έναντι του στόχου εμφανίζονται τα φορολογικά έσοδα το διάστημα Ιανουαρίου - Ιουλίου του 2024. Συγκεκριμένα, τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε 36,993 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 2,317 δισ. ευρώ ή 6,7% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2024.
Σε σχέση με τις δαπάνες, επίσης, σημαντικός παράγων που δεν “αφήνει πολλά περιθώρια” είναι το ότι αναμένονται αυξήσεις στις χρηματοροές για τις συντάξεις αλλά και για εξοπλιστικά. Συγκεκριμένα, οι αυξήσεις που έχουν δρομολογηθεί στη βάση της σχετικής νομοθεσίας, σε συνδυασμό με τις νέες συντάξεις, καθώς ο αριθμός των νέων συνταξιούχων φέτος αναμένεται να φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ και οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες, καθώς προχωρούν τα εξοπλιστικά (π.χ. φρεγάτες), ήδη, δημιουργούν μια υπέρβαση των δαπανών άνω των 2 δισ. ευρώ. Αν, δε, υπολογιστεί και η καθαρή αύξηση των δαπανών λόγω πληθωρισμού το ποσό που απομένει είναι πολύ μικρό.
Επίσης, από το 2025 «στενεύουν» τα όποια περιθώρια για επιπλέον παροχές, καθώς μπαίνουν σε εφαρμογή οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πέρα από τις υποχρεώσεις μείωσης του χρέους και διατήρησης των πρωτογενών πλεονασμάτων βάζουν και όριο στις ετήσιες αυξήσεις των καθαρών πρωτογενών δαπανών του κράτους. Σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Κομισιόν το όριο αυτό θα κυμανθεί στο περίπου 3% ετησίως για την επόμενη τετραετία, αν και το τελικό όριο θα διαμορφωθεί με την κατάθεση στις Βρυξέλλες του μεσοπρόθεσμου προϋπολογισμού μέσα στο φθινόπωρο χωρίς να αναμένονται σημαντικές αλλαγές.
Επίσης μια κρίσιμη παράμετρος είναι το γεγονός ότι ήδη προκαταρκτικά υπάρχει μια επικοινωνία σε ένα «κλίμα δημοσιονομικής εγκράτειας» για τον νέο Προϋπολογισμό με την Κομισιόν. Βέβαια οι διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες για τον προϋπολογισμό του 2025 αλλά και το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της επόμενης τετραετίας αναμένεται να «τρέξουν» με εντατικό τρόπο, τώρα, μετά τη ΔΕΘ, καθώς η κατάθεσή τους θα πραγματοποιηθεί μερικές εβδομάδες μετά από την ομιλία του πρωθυπουργού.
Ωστόσο, ήδη, τα μηνύματα από την Κομισιόν είναι δεδομένα για δημοσιονομική «σωφροσύνη». Κάτι που από την Αθήνα λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κι έτσι σταθερά στέλνεται πανταχόθεν το μήνυμα ότι τα όποια μέτρα, ληφθούν θα είναι στοχευμένα και βέβαια δε θα εξαντλήσουν τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο.
Ωστόσο, όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία, ήδη υπάρχει ένας «χτισμένος κουμπαράς» επιπλέον φορολογικών εσόδων, που μπορεί να φτάσει το μισό δισ. ευρώ αν συνεχιστεί η υπεραπόδοση των εσόδων και κυρίως η καλή πορεία του τουρισμού, που τροφοδοτεί τις εισπράξεις ΦΠΑ. Κρίσιμο γι΄ αυτό, θα είναι, συνεπώς, τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού του Αυγούστου, δεδομένου και του γεγονότος ότι λόγω της μικρής παράτασης που δόθηκε στην εφάπαξ πληρωμή και στην πρώτη δόση των φόρων εισοδήματος από τα τέλη Ιουλίου που ήταν αρχικά στις αρχές Αυγούστου, υπάρχει ένα κομμάτι των εσόδων του Ιουλίου θα υπολογιστεί ταμειακά αυτόν τον μήνα.
Το Μεσοπρόθεσμο σε «πρώτο πλάνο»
Μέσα στο μήνα θα ξεκινήσουν οι συζητήσεις με τις Βρυξέλλες για το τετραετές δημοσιονομικό πλαίσιο 2025-2028. Το κρίσιμο σημείο σε αυτή τη διαπραγμάτευση θα είναι η αποδοχή από τα στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των προβλέψεων της Αθήνας και οι οροφές για την αύξηση των πρωτογενών δαπανών για τα έτη από το 2026 έως και το 2028 (για το 2025 έχει οριστεί ως οροφή αύξησης δαπανών το 3%) να αφήνουν περιθώρια για τη συνέχιση της μείωσης φόρων και την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.