Ελληνική Οικονομία: Χρονιά αβεβαιοτήτων το 2024, αλλά με… θετικά μηνύματα
Μέσα σε ένα περιορισμένο και απαιτητικό διεθνές οικονομικό περιβάλλον, η Ελλάδα μετά από 13 χρόνια κατήρτισε και κατάθεσε έναν προϋπολογισμό έχοντας ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και έχοντας δημοσιονομικά αυξήσει τα έσοδά της, κάνοντας στοχευμένη και αξιόπιστη κοινωνική πολιτική.
Βέβαια αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι οι δυσκολίες έχουν τελειώσει, αφού το 2024 θα είναι ένα έτος με πολλά «σκαμπανεβάσματα» και με δεδομένο ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας θα αυστηροποιηθεί, λιγότερο ή περισσότερο.
Έτσι και η χώρα μας θα κινηθεί σε ένα πιο περιοριστικό δημοσιονομικό προσανατολισμό το 2024, ιδίως μέσω της σταδιακής κατάργησης των μέτρων ενεργειακής στήριξης. Είναι σαφές ότι η επιστροφή των δημοσιονομικών κανόνων σε συνδυασμό τα υψηλά πλεονάσματα που θα πρέπει να πετύχει η χώρα μας από του χρόνου και έπειτα αναμένεται να δημιουργήσει μια δημοσιονομική πίεση στην ελληνική οικονομία. Άλλωστε, το 2024 θα χρειαστεί να επιτευχθεί διπλάσιο πρωτογενές πλεόνασμα σε σχέση με το 2023.
Σε κάθε περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητά να υπάρξει και «ταβάνι» στις δαπάνες. Σύμφωνα με τη γενική ρήτρα που έχει θέσει η Κομισιόν, η ετήσια αύξηση των δημοσίων δαπανών δεν θα πρέπει να ξεπερνάει το 2,6%. Για να εφαρμοστεί αυτό στην Ελλάδα, οι παροχές δεν θα πρέπει να υπερβούν τα 2,6 – 2,7 δισ. ευρώ.
Η Ελλάδα με δεδομένο το υψηλό δημόσιο χρέος θα πρέπει τα επόμενα χρόνια να επιστρέψει σε μόνιμα πρωτογενή πλεονάσματα, τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ, όπως άλλωστε προβλέπει και το Πρόγραμμα Σταθερότητας.
Η αβεβαιότητα
Η Κομισιόν τονίζει ότι οι προβλέψεις που κάνει στο βασικό της σενάριο περιβάλλονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Η Ελλάδα, μαζί με άλλες οκτώ χώρες που παρουσιάζουν ιστορικά υψηλή μεταβλητότητα του χρέους και υψηλό επίπεδο χρέους, αντιμετωπίζουν και τη μεγαλύτερη αβεβαιότητα για την πορεία του χρέους τους μεσοπρόθεσμα. Ο κίνδυνος, εν προκειμένω, είναι να υπάρξει τελικά χειρότερη πορεία του χρέους από την προβλεπόμενη.
Η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους διαπιστώνει ότι οκτώ κράτη μέλη αντιμετωπίζουν υψηλούς κινδύνους βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με το DSA, τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν υψηλούς κινδύνους βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα είναι το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ουγγαρία, η Πορτογαλία και η Σλοβακία.
Η αισιοδοξία των επενδύσεων
Βασικό ζήτημα αλλά και ζητούμενο είναι οι επενδύσεις, όπου το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών έχει θέσει έναν μεγαλεπήβολο στόχο για επενδυτικές δαπάνες 12,17 δισ. ευρώ το 2024, σε επίπεδα δηλαδή πρωτόγνωρα για την ελληνική οικονομία ακόμα και τον καιρό πριν από τα μνημόνια. Σύμφωνα με το κείμενο του προϋπολογισμού, οι επενδύσεις θα πρέπει να αυξηθούν κατά περισσότερο από 15% και την επόμενη χρονιά. Αποτελεί έναν από τους πλέον υπεραισιόδοξους στόχους της επόμενης χρονιάς.
Οι επενδυτικοί πόροι του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων θα πρέπει να αυξηθούν σε 12,167 δισ. ευρώ το 2024, από 10,822 δισ. ευρώ το 2023. Τα 8,55 δισ. ευρώ των δαπανών του 2024 θα πρέπει να προέλθουν από το εθνικό και συγχρηματοδοτούμενο σκέλος και τα 3,62 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης. Για το 2024 ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των επενδύσεων θα πρέπει να φτάσει στο 15,1%. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι και ο προϋπολογισμός του 2023 προέβλεπε επενδύσεις της τάξης του 15% και τελικά η εκτέλεση φτάνει μόλις το 6%.
Ιδιαίτερα σημαντικοί είναι οι πόροι που θα εισρεύσουν το 2024 στην ελληνική οικονομία ύψους 12,1 δισ. ευρώ μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ύψους 8,5 δισ. ευρώ) και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ύψους 3,6 δισ. ευρώ). Εδώ σημειώνεται ότι το Εθνικό ΠΔΕ αυξάνεται πέραν των 300 εκατ. ευρώ για τη κρατική αρωγή, κατά επιπλέον 200 εκατ. ευρώ για επενδυτικούς σκοπούς.