Οι τρεις προκλήσεις της νέας κυβέρνησης
Το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιουνίου διαμόρφωσε, αναντίρρητα, ένα παράδοξο για τα μεταπολιτευτικά χρονικά πολιτικό σκηνικό· από τη μια πλευρά, μία παντοδύναμη κυβέρνηση με ισχυρή λαϊκή εντολή και από την άλλη μια κατακερματισμένη αντιπολίτευση που αναζητεί ακόμα το βηματισμό της. Με τον ΣΥΡΙΖΑ σε αποδρομή, το ΠΑΣΟΚ σε διαδικασία ανασυγκρότησης και εύρεσης σαφούς πολιτικής ταυτότητας και πολλά μικρά κόμματα με ισχνή δυναμική, όλα συνηγορούν πως η ΝΔ και ο Κ. Μητσοτάκης βρίσκονται σε πιο πλεονεκτική θέση από ποτέ. Ή μήπως όχι;
H παρουσία του Α. Τσίπρα στο τιμόνι της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν ήταν απλώς «μια κάποια λύσις» αλλά το τέλειο άλλοθι για τον αρχηγό της ΝΔ. Η περίοδος της διακυβέρνησης της «πρώτης φοράς Αριστερά» σε συνάρτηση με την τοξική και ασυνάρτητη αντιπολίτευση της τελευταίας τετραετίας, επέτρεψαν στον κ. Μητσοτάκη να κυβερνά επιτυχώς «δια της συγκρίσεως». Στο νέο αυτό τοπίο που παραπέμπει σε πολιτικό μονοπώλιο -ελλείψει εναλλακτικής πρότασης- η κυβέρνηση βρίσκεται μόνη της απέναντι στις υποσχέσεις και τα πεπραγμένα της, με τις απαιτήσεις να έχουν αυξηθεί. Η διαχείριση των πρόσφατων πυρκαγιών αλλά και το πρωτοφανές περιστατικό της Νέας Αγχιάλου, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.
Το πλέγμα της σημερινής συγκυρίας, αναδεικνύει τρεις σοβαρές προκλήσεις που καλείται να διαχειριστεί η κυβερνώσα παράταξη: κλιματική αλλαγή, ψηφιακή μετάβαση και τουρκικός αναθεωρητισμός. Όσα εκτυλίσσονται κάθε καλοκαίρι με τις μεγάλες πυρκαγιές αλλά και τον χειμώνα με τα έντονα κύματα κακοκαιρίας, αποκαλύπτουν τον ελέφαντα στο δωμάτιο, που δεν είναι άλλος από την τεράστια σύγχυση αρμοδιοτήτων και επιπέδων ευθύνης μεταξύ κυβερνητικών και κρατικών φορέων. Επιπρόσθετα, το ελληνικό κράτος δεν φαίνεται να διαθέτει ένα εκτεταμένο συστήμα πρόληψης για τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, η Πορτογαλία, μια χώρα με παρόμοια χαρακτηριστικά και προβλήματα, μείωσε τις δαπάνες στην πυρόσβεση και σχεδόν διπλασίασε αυτές για την πρόληψη. Στην ίδια έκθεση, η Ελλάδα ήταν ουραγός όσον αφορά τη χρηματοδότηση στον τομέα της πρόληψης/διαχείρισης, αποτελώντας το μόνο κράτος του ευρωπαϊκού νότου που τα πήγε χειρότερα από πέρυσι με τις πυρκαγιές.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός και τα πεπραγμένα του κ. Πιερρακάκη στο Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, προσμετρήθηκαν -αναμφίβολα- στα θετικά της προηγούμενης κυβερνητικής τετραετίας. Μολαταύτα, η ψηφιακή μετάβαση είναι μια συνεχής, αδιάλειπτη διαδικασία, με τη χώρα μας να βρίσκεται αρκετά πίσω, συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη. Διανύοντας ήδη την 4η βιομηχανική επανάσταση, με την τεχνητή νοημοσύνη να αναπτύσσεται ραγδαία αλλάζοντας ριζικά τη λειτουργία της οικονομίας, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Το αναπτυξιακό μας μοντέλο θα πρέπει να δομηθεί με όρους μέλλοντος, το εκπαιδευτικό μας σύστημα να εξυγχρονιστεί και η δια βίου μάθηση να αποτελέσει πλοηγό στον ταχέως μεταβαλλόμενο σύγχρονο κόσμο.
Στην περίπτωση της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής, η επιδίωξη της ειρηνικής επίλυσης της οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας μέσω της Χάγης, διασφαλίζεται μόνον υπό το πρίσμα ισχυρών ενόπλων δυνάμεων, σε όλα τα επίπεδα, προετοιμασμένων στον υψηλότερο βαθμό. Η ήπια ισχύς, το διπλωματικό μας κεφάλαιο αλλά και η γεωπολιτική αναβάθμιση της πατρίδας μας συνιστούν μείζονος σημασίας επιτεύγματα. Ωστόσο, η ισορροπία ισχύος είναι το βάθρο πάνω στο οποίο μπορεί να γίνει οποιαδήποτε συζήτηση και αυτή επιτυγχάνεται με την αναβάθμιση του αμυντικού μας εξοπλισμού. Η χώρα μας τα τελευταία χρόνια έχει αυξήσει σημαντικά την αποτρεπτική της ισχύ. Ο δρόμος για την Χάγη δεν είναι ευθύγραμμος, ούτε εύκολος, όμως οι συσχετισμοί που έχουν διαμορφωθεί μας επιτρέπουν να παρουσιάσουμε τις θέσεις μας με ωριμότητα, αυτοπεποίθηση και ενάργεια.
Καταλήγοντας, ο κοινός παρονομαστής όλων των παραπάνω είναι μια μεταρρύθμιση που δεν έγινε ποτέ, η πιο αναγκαία ίσως απ΄όλες. Η ριζική μεταρρύθμιση και ανασύσταση του ελληνικού κράτους. Απαλλαγμένος από τον φόβο του πολιτικού κόστους, με ισχυρή λαϊκή εντολή και με απουσία αντιπολίτευσης, ο Κ. Μητσοτάκης έχει μπροστά του τη σπάνια ευκαιρία να αναμετρηθεί με την ιστορία. Το αν θα τα καταφέρει, θα κρίνει εν πολλοίς το πολιτικό αποτύπωμα του στο χρόνο. Η ιστορία, πάντως, μας διδάσκει πως στην πολιτική δεύτερες μεγάλες ευκαιρίες δεν υπάρχουν.