Ο ρεαλισμός ως εξηγητικό εργαλείο των συγκρούσεων στην περίπτωση της Ρωσίας
Έχοντας ως αφορμή το προ δέκα μηνών ξέσπασμα του Ρωσο-Ουκρανικού πολέμου και δη την καθόλα ενδιαφέρουσα οπτική του Αμερικανού καθηγητή John Mearsheimer επί του ζητήματος, κρίνεται σκόπιμο στην παρούσα ανάλυση να αναζητηθούν τα αίτια που υποκρύπτονται, τόσο της εν εξελίξει σύρραξης, όσο και άλλων παλαιότερων στις οποίες πρωταγωνίστησε η Ρωσική Ομοσπονδία, αλλά και γενικότερα των συγκρούσεων μεταξύ κρατών υπό το θεωρητικό πλαίσιο της σχολής σκέψης του Ρεαλισμού των Διεθνών Σχέσεων, με την εκτίμηση ότι αυτή θα συνεισφέρει στην ευρύτερη και πληρέστερη κατανόηση των ενόπλων διαμάχων, έστω κι αν αυτό συνεπάγεται την απόκλιση από το συμβατικό αφήγημα.
Προς αυτή την κατεύθυνση είναι σώφρον να αναλυθούν πρώτα οι βασικές γενικές αρχές – παραδοχές που διέπουν την ρεαλιστική προσέγγιση, κι έπειτα να εξηγηθούν οι θέσεις που υιοθετεί ο Αμυντικός και ακόμη περισσότερο ο Επιθετικός Ρεαλισμός, δύο επιμέρους τάσεις του Νεορεαλισμού (ή αλλιώς Δομικού Ρεαλισμού). Ύστερα, αυτές θα λειτουργήσουν ως ερμηνευτικό πλαίσιο για την εμπλοκή της Ρωσίας στον ολιγοήμερο πόλεμο στη Νότια Οσσετία και την Αμπχαζία της Γεωργίας το 2008, στην αυτονόμηση και προσάρτηση της Κριμαίας στην Ρωσική Ομοσπονδία το 2014 και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου του 2022.
Ειδικότερα, θα αναδειχθούν τα αίτια από τα οποία εκπορεύεται η ρωσική φαινομενική “επιθετικότητα”, καθώς όπως θα δούμε παρακάτω οι πράξεις του Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Vladimir Putin, μπορούν και να μην εκληφθούν μόνο ως ιμπεριαλιστικές τάσεις. Ταυτοχρόνως, θα εστιάσουμε στην θέση του Αμερικανού καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, John Mearsheimer, ότι η ανάμειξη των Ηνωμένων Πολιτειών και των ΝΑΤΟϊκών της συμμάχων, καθώς και αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετίζεται με την πορεία και την έκβαση των προαναφερθέντων συγκρούσεων και ότι η Δύση είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για τις συντελούμενες εξελίξεις (Mearsheimer, 2014).
Βασικές Αρχές του Ρεαλισμού
Ο Ρεαλισμός συνιστά την πιο δημοφιλή εκ των τριών πιο διαδεδομένων θεωριών της επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων συγκριτικά με τον Φιλελευθερισμό και τον Κονστρουκτιβισμό. Ανεξαρτήτως των πολλών επιμέρους τάσεων, η ρεαλιστική προσέγγιση στηρίζεται σε τρεις βασικές παραδοχές: τον κρατοκεντρισμό, την αναρχία και την αρχή της αυτοβοήθειας και της ισορροπίας ισχύος. Ο κρατοκεντρισμός απλούστατα υποδηλώνει την πρωτοκαθεδρία που κατέχει το κυρίαρχο κράτος (sovereign state) ως βασικός δρώντας εντός του διεθνούς συστήματος. Ως αναρχία ορίζεται η απουσία δυνάμεως υπέρτερης του κυρίαρχου κράτους, αφενός διότι δεν αναγνωρίζεται τέτοια, αφετέρου διότι δεν υφίσταται κιόλας κάποια ρυθμιστική αρχή αρμόδια να διατυπώνει κανόνες βάσει των οποίων οφείλουν να συμμορφώνονται τα κράτη. Εξαιτίας του έντονου ανταγωνισμού και των συχνών συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα, η αυτοβοήθεια αναδεικνύεται ως ο μόνος τρόπος εξασφάλισης της κρατικής επιβίωσης (Γκόφας & Τζιφάκης, 2017), ενώ τα κράτη στρέφονται κατά κανόνα σε δεύτερο επίπεδο στη σύναψη συμμαχιών. Όπως έχει επισημάνει ο Mearsheimer (1994-1995), οι συνασπισμοί είναι “προσωρινοί γάμοι συμφέροντος”.
Σχετικά με τον μηχανισμό της ισορροπίας ισχύος, αυτός επιδέχεται διάφορους ορισμούς, για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης, ωστόσο, θα περιοριστούμε στο φαινόμενο όπου όταν ένα κράτος νιώθει απειλή από την προσπάθεια που καταβάλλει ένα άλλο, αποπειράται να εξισορροπήσει τη δύναμή του εντείνοντας την ατομική του προσπάθεια ή μέσω ενός αμυντικού συνασπισμού. Πρόκειται, δηλαδή, για μία κατάσταση όπου η ισχύς ανάμεσα στους δρώντες έχει μοιραστεί έτσι ώστε καμία δύναμη να μην είναι σε θέση να επιβάλλει τον νόμο στους άλλους, όπως ορίζει ο Emer de Vattel (Bull, 1977). Με αυτόν τον τρόπο, διαφυλάσσεται το status quo (καθεστηκυία τάξη).
Είναι σημαντικό δε να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τις επιστημολογικές επιταγές του Ρεαλισμού, τα κράτη προτάσσονται ως δρώντες που συμπεριφέρονται σε γενικές γραμμές λογικά και βάσει των εθνικών τους συμφερόντων (Mearsheimer, 1994-1995). Ωστόσο, το νεορεαλιστικό παράδειγμα δεν δίνει έμφαση στο στοιχείο της προσωπικότητας του ηγέτη και των decision-makers, το οποίο αποδεικνύεται ότι παίζει σημαντικό ρόλο κατά την άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Το κενό αυτό στην προσέγγιση των νεορεαλιστών ήρθε να καλύψει το ρεύμα του Νεοκλασικού Ρεαλισμού, με κύριο εκφραστή τον Rose (1998).
Επιμέρους Τάσεις: Αμυντικός και Επιθετικός Ρεαλισμός
Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να αναφερθούν τα τρία είδη Ρεαλισμού και τα υποείδη τους. Υπάρχει ο Νεορεαλισμός (ή αλλιώς Δομικός Ρεαλισμός), ο οποίος χωρίζεται σε Αμυντικό και Επιθετικό, ο Κλασικός Ρεαλισμός και ο Νεοκλασικός.
Σε συνέχεια της συλλογιστικής των προηγούμενων παραγράφων, η κρατική επιβίωση δύναται να εξασφαλιστεί με δύο τρόπους: τη μεγιστοποίηση της ασφάλειας και την μεγιστοποίηση της ισχύος. Ως βέλτιστη τακτική θεωρείται η πρώτη από τους θιασώτες του Αμυντικού Ρεαλισμού, ενώ αντίστοιχα οι οπαδοί του Επιθετικού Ρεαλισμού υποστηρίζουν την τελευταία (Γκόφας & Τζιφάκης, 2017). Οι μεν παρατήρησαν ότι η συγκεκριμένη προσπάθεια μεγιστοποίησης της ασφάλειας εμπνέει φόβο και ένα αίσθημα συνεχούς απειλής στους υπόλοιπους δρώντες, οδηγώντας τους αναπόφευκτα να προχωρήσουν ομοίως στις απαραίτητες ενέργειες ούτως ώστε να νιώθουν ασφαλείς (φερ’ ειπείν αύξηση εξοπλιστικών δαπανών και εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πόρων). Η εν λόγω κατάσταση ονομάζεται δίλημμα ασφαλείας.
Από την άλλη, οι δε ισχυρίζονται ότι ο φόβος που νιώθουν τα κράτη προς τα άλλα οφείλεται στο γεγονός ότι πάντα διαθέτουν τουλάχιστον κάποιες στρατιωτικές επιθετικές δυνατότητες και στην αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την προσπάθεια πρόβλεψης των πραγματικών τους προθέσεων (Mearsheimer, 1994-1995). Επικεντρώνοντας στον Επιθετικό Ρεαλισμό, είναι εξίσου κρίσιμο να διατυπωθεί η θέση ότι η διασφάλιση της επιβίωσης δύναται να ταυτιστεί με την επίτευξη της ηγεμονίας, συνήθως σε έναν περιορισμένο εγγύ γεωγραφικό χώρο, της περιφερειακής, με άλλα λόγια, ηγεμονίας, αφού η επίτευξη της παγκόσμιας τάξης καθίσταται εγχείρημα ουσιαστικά ανέφικτο (Mearsheimer, 2001).
Τα Δύο Αφηγήματα
Πριν προχωρήσουμε στο εξηγητικό κομμάτι, κρίνεται αναγκαίο να παρατεθούν οι δύο οπτικές που έχουν διαμορφωθεί σχετικά με τις ρωσικές ενέργειες των δύο τελευταίων δεκαετιών.
Το “Δυτικό” – Κυρίαρχο Αφήγημα
Βάσει του “δυτικού” αφηγήματος – αν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι χωρίς να διαιρέσουμε το διεθνές σύστημα σε δύο στρατόπεδα παραπέμποντας αυτόματα στον Ψυχρό Πόλεμο, καθώς αυτό θα συνιστούσε πλήρη άγνοια της πολυπολικής πραγματικότητας του διεθνούς συστήματος – η Ρωσία φέρεται να έχει υιοθετήσει εν πολλοίς μία αναθεωρητική ατζέντα, στοχεύοντας στην ανατροπή του status quo με την απειλή διατάραξης της ισχύουσας ισορροπίας δυνάμεων, την υπονόμευση της εδαφικής κυριαρχίας γειτονικών κρατών (Γεωργίας και Ουκρανίας), την εμπλοκή σε εσωτερικές διαμάχες τους (Πόλεμος Ν. Οσσετίας 2008, Ουκρανική Επανάσταση 2014) και την ένταξή τους στη σφαίρα επιρροής της (αναγνώριση ανεξαρτησίας της Ν. Οσσετίας και της Αμπχαζίας), ή στην εδαφική της επικράτεια (προσάρτηση της Κριμαίας και των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ). Απώτερος σκοπός φαντάζει η επαναδημιουργία της Μεγάλης Ρωσίας, ή η έστω έως ένα βαθμό αναβίωση της Σοβιετικής Ένωσης. Η ιμπεριαλιστική αυτή πολιτική περιλαμβάνει αρχικά μόνο την κατάκτηση της Ουκρανίας, ενώ αναμένεται εισβολή και σε γειτονικές χώρες (Mearsheimer, 2014). Ως εκ τούτου, η ρωσική επιθετικότητα θα πρέπει να αναχαιτιστεί όπως ακριβώς επιτάσσει ο μηχανισμός της ισορροπία ισχύος. Αυτό θα κατορθωθεί μέσω της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. περιμετρικά της Ρωσίας και της διπλωματικής και οικονομικής απομόνωσής της, μέτρα τα οποία έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή (Mearsheimer, 2014).
Η Άλλη Πλευρά του Νομίσματος
Το αφήγημα που παρουσιάζει ο Mearsheimer (2014) και μπορεί να κατασκευαστεί βασισμένο στις ρεαλιστικές παραδοχές, απενοχοποιεί τρόπον τινά τον Πούτιν, όχι για τα όσα συμβαίνουν εντός των πεδίων των μαχών, αλλά για τις πρωτοβουλίες αυτές καθαυτές που ανέλαβε στη Γεωργία, στην Κριμαία και τώρα στην Ουκρανία. Αντιθέτως, συνιστούν επιβεβλημένες αντιδράσεις έναντι των διαρκών υπαρξιακών απειλών που δέχεται η Ρωσία από την συνεχή επέκταση του ΝΑΤΟ σε πρώην Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες, δηλαδή από τις ΗΠΑ, και σε δεύτερο επίπεδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως υπαρξιακές θα μπορούσαμε να ορίσουμε τις απειλές εκείνες οι οποίες ο δρων θεωρεί ότι θέτουν σε κίνδυνο την ίδια του την υπόσταση, εν προκειμένω την κυριαρχία του και τη θέση του στο διεθνές σύστημα. Επιπλέον, εφαρμόζοντας τη θεωρία περί ισορροπίας δυνάμεων, θα λέγαμε ότι οι ενέργειες αυτές έρχονται να εξισορροπήσουν την ραγδαία απόκτηση ισχύος του ΝΑΤΟ, του οποίου ηγούνται φυσικά οι ΗΠΑ.
Ο Πόλεμος στη Γεωργία το 2008
Ξεκινώντας από την πρώτη χρονολογικά περίπτωση, ο πόλεμος της Ν. Οσσετίας θεωρείται επίπτωση της εν δυνάμει επέκτασης του ΝΑΤΟ στη Γεωργία, η οποία είχε ανακοινωθεί στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ το 2008, μόλις 4 μήνες πριν την έναρξη των εχθροπραξιών. Η εν λόγω ένταξη θεωρήθηκε ότι έπληττε ζωτικά στρατηγικά ρωσικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου, περιοχή που κατέχει ιδιάζουσα σημασία λόγω της γεωπολιτικής της θέσης (πηγές ενέργειας). Είναι εμφανές ότι όσο η Ρωσία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως μεγάλη δύναμη, ταυτίζοντας κατά συνέπεια την επιβίωσή της με την περιφερειακή ηγεμονία, δεν θα επιτρέψει σε ξένες δυνάμεις να εισέλθουν στο χώρο συμφερόντων της, ούτε στις δυνάμεις που είναι στη σφαίρα επιρροής της να “παραστρατήσουν” και να ενταχθούν σε άλλη εκ των υπολοίπων μεγάλων δυνάμεων, καταφεύγοντας κατά αυτόν τον τρόπο στη χρήση σκληρής ισχύος (στρατιωτική παρέμβαση), ούτως ώστε αυτή να δράσει αποτρεπτικά, όπως και έκανε στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Σε απάντηση της διακαούς επιθυμίας του τότε Γεωργιανού Προέδρου Mikheil Saakashvili να επανενσωματώσει τις περιοχές της Ν. Οσσετίας και της Αμπχαζίας, οι οποίες προσέβλεπαν στην αυτονόμησή τους, ούτως ώστε να διασφαλίσει τη συνοχή του έθνους και έτσι να γίνει αποδεκτή η χώρα στο ΝΑΤΟ, η Ρωσία παρενέβη και κράτησε στην ουσία την Γεωργία διαιρεμένη, άρα κι εκτός της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (Mearsheimer, 2014). Μπορεί οι όροι “σφαίρα επιρροής” και “χώρος συμφερόντων” να ακούγονται οπισθοδρομικές, καθώς παραπέμπουν στο διεθνές σύστημα όπως ήταν διαρθρωμένο τον 20ο αιώνα όπου η ισορροπία ισχύος κυριαρχούσε, αλλά όπως και να έχει, έτσι ερμηνεύουν την διεθνή πολιτική ο Ρώσος Πρόεδρος και οι υποστηρικτές του.
Επιπρόσθετα, η επιδίωξη προσχώρησης της Ουκρανίας στην ΕΕ, η οποία βρίσκει τα θεμέλιά της στην διαχρονική επιθυμία των ΗΠΑ να απομακρύνουν την Ουκρανία από την ρωσική “τροχιά” και να την μετατρέψουν σε δυτικό προπύργιο στα σύνορα με το ρωσικό αυταρχικό καθεστώς, ευθύνεται για την αντίδραση της ρωσικής πλευράς (Mearsheimer, 2014). Μάλιστα, ήδη τέσσερα χρόνια νωρίτερα η υποβοήθηση της Πορτοκαλί Επανάστασης του 2004 θεωρήθηκε εν δυνάμει απειλή. Καίτοι εκ πρώτης όψεως “καλοπροαίρετη”, αποτελεί μέθοδο της παραδοσιακής πολιτικής της προώθησης της δημοκρατίας που ακολουθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες παγκοσμίως και είχε ως απώτερο στόχο την εγκαθίδρυση φιλοδυτικής κυβέρνησης, που προϋποθέτει την ανατροπή του ισχύοντος φιλορωσικού καθεστώτος (Mearsheimer, 2014). Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, λοιπόν, η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρήθηκε ως ένας ακόμη εχθρικός παράγοντας.
Οι “Κόκκινες Γραμμές”
Εξάλλου, δεν ισχύει ότι το Κρεμλίνο δεν έχει εκφράσει επισήμως ανά τα χρόνια το πώς εκλαμβάνει τις πολιτικές, όπως για παράδειγμα μία επικείμενη ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, όπως ανακοινώθηκε κατά την Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008. Ενδεικτικό είναι πως ο Υφυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Alexander Grushko σε απάντηση στη Διακήρυξη του Βουκουρεστίου χαρακτήρισε την ένταξη των δύο χωρών τεράστιο στρατηγικό λάθος, το οποίο θα επιφέρει δριμύτατες συνέπειες για την ασφάλεια στην Ευρώπη, ενώ ο Υπουργός Sergei Lavrov υποσχέθηκε ότι θα κάνουν τα πάντα προκειμένου να αποτρέψουν την αποδοχή των χωρών στο ΝΑΤΟ, καθώς και την επιδείνωση των σχέσεων. Ο ίδιος ο Vladimir Putin, μάλιστα, προειδοποίησε τότε πως οποιαδήποτε ΝΑΤΟϊκή επέκταση πέριξ των συνόρων της Ρωσίας θα θεωρηθεί άμεση απειλή (Dawar, 2008). Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι οι εν λόγω “κόκκινες γραμμές”, παραπέμπουν στο Δόγμα Μονρόε που εφαρμόζει η Αμερική από το 1823, μόνο που εν προκειμένω το υποκείμενο είναι η Ρωσία και πεδία εφαρμογής η Ουκρανία και η περιοχή του Καυκάσου.
Η Προσάρτηση της Κριμαίας το 2014
Είναι γεγονός ότι στην περίπτωση της προσάρτησης της Κριμαίας το 2014, ο Πούτιν εκμεταλλεύτηκε την ισχύουσα κατάσταση στην περιοχή υπέρ του, καθώς εκεί ζει μία ισχυρή μειονότητα ρωσόφωνων αυτονομιστών οι οποίοι διεκδικούσαν ήδη την ανεξαρτητοποίηση και σύνδεσή τους με την Ρωσία, ενόψει μιας πιθανής προσχώρησης της Ουκρανίας στην Βορειοατλαντική Συμμαχία. Έπειτα από την πτώση του φιλορώσου Προέδρου Viktor Yanukovych ως αποτέλεσμα της Επανάστασης της Αξιοπρέπειας που έλαβε χώρα το Φεβρουάριο του 2014 και την ανάληψη της Προεδρίας από τον Petro Poroshenko, η οποία εκλήφθηκε ως αποτέλεσμα αμερικανικής επιρροής, θεωρήθηκε πιθανό η νέα κυβέρνηση να επιδιώξει την επαναπροσέγγιση της Δύσης, την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ κι ως εκ τούτου την αφαίρεση της ρωσικής στρατιωτικής ναυτικής βάσης στη Σεβαστούπολη. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή χρησιμοποίησε ο Putin για να ανεξαρτητοποιήσει το Ντονμπάς, τις Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ (Daniel Triesman, 2014).
Η Εισβολή στην Ουκρανία το 2022
Τις πταίει τελικά, όμως, με την Ουκρανία τώρα; Σχεδόν σύσσωμη η διεθνής κοινότητα έσπευσε να καταδικάσει αρχικώς την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων σε ουκρανικό έδαφος κι έκτοτε αποδοκιμάζει εντόνως τόσο με λόγια όσο και εμπράκτως τη συνέχιση του πολέμου, με αποτέλεσμα η Ρωσία να απομονώνεται διπλωματικά και οικονομικά ολοένα και περισσότερο. Αν δεν σταθούμε στο δυτικό αφήγημα, αλλά προσεγγίσουμε την εν λόγω εισβολή ακολουθώντας την προαναφερθείσα συλλογιστική πορεία, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι εν πολλοίς πρόκειται για μία ακόμη στρατηγικά προσεγμένη αντίδραση, και όχι απερίσκεπτη ή παράλογη όπως υποστηρίζει το δυτικό αφήγημα, η οποία έρχεται να αντισταθμίσει τα πλήγματα που δέχονται συστηματικά τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες από τον κόσμο της Δύσης. Μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί και ως αργοπορημένη, αν αναλογιστεί κανείς ότι από το 2014 η περιοχή του Donbass ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό ρωσόφωνων απωλειών, παρά τις Συμφωνίες του Μινσκ. Εξάλλου, δεν είναι λίγες οι φορές που ο Ρώσος Πρόεδρος έχει υπαινιχθεί ότι στις αποσχισθείσες Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ διαπράττεται γενοκτονία εναντίον των ρωσόφωνων, επιχείρημα στο οποίο βασίστηκε κιόλας για να διεξάγει την λεγόμενη “ειδική στρατιωτική επιχείρηση”.
Πέρα από τις υπαρξιακές απειλές τις οποίες μπορεί να δέχεται ένα κράτος και να το οδηγούν σε εμπόλεμες συγκρούσεις, πέρα από την “επιθετικότητα”, όπως κι αν την ορίσει ο καθένας, η ρεαλιστική προσέγγιση, αρκετά φιλοσοφικά, εντοπίζει ως αίτιο των πολεμικών συρράξεων την ανθρώπινη φύση, κι έπειτα την αναρχία. Ο Waltz διατυπώνει κυνικά στο “Man, the State and War” (2001) ότι η ρίζα κάθε κακού είναι ο άνθρωπος και, επομένως, ο ίδιος είναι η ρίζα του πολέμου. Από την άλλη, η αναρχία μπορεί να παρουσιαστεί ως ακόμη ένα αίτιο ή μάλλον γεγονός που επιδεινώνει την κατάσταση, καθώς χωρίς κεντρική ρυθμιστική αρχή να εφαρμόζει κάποια διεθνή έννομη τάξη, η έμφυτη τάση του ανθρώπου να κυριαρχεί γίνεται ανεξέλεγκτη. Στο εσωτερικό των κρατών, ωστόσο, υπό την παρουσία των κανόνων δικαίου, της αστυνομίας, των δικαστηρίων, αυτή η τάση χαλιναγωγείται και περιορίζεται (Reus-Smit, 2020).
Συμπεράσματα
Από όσα αποδείξαμε παραπάνω, συνάγονται αβίαστα τρία συμπεράσματα όσον αφορά στις διακρατικές συγκρούσεις υπό το πρίσμα της ρεαλιστικής σχολής σκέψης. Ως πρωταρχικό αίτιο, αναδεικνύεται ο άνθρωπος που είναι φύσει κακός κι επιθετικός. Η απουσία μιας υπερεθνικής κυβέρνησης ικανής να προδιαγράφει νόρμες πολιτικής και συμπεριφοράς αναγκάζει τα κράτη να είναι τα ίδια υπεύθυνα για την ασφάλειά τους. Έτσι, αυξάνουν τις δυνατότητές τους με γνώμονα το συμφέρον και τα διαθέσιμα μέσα που κατέχουν. Ταυτόχρονα, εξαιτίας της έμφασης που δίνουν τα κράτη στα λεγόμενα “relative gains”, η διακρατική συνεργασία ειδικά μέσω Διεθνών Οργανισμών καθίσταται δυσχερής, ενώ οι συγκρούσεις αναμενόμενες, καθώς αναπόφευκτα το όφελος ενός κράτους θεωρείται απώλεια από ένα άλλο (Powell, 1991). Οι ισορροπίες είναι επίσης εξαιρετικά εύθραυστες μιας και ένα κράτος μπορεί να εκλάβει φερειπείν τον εξοπλισμό, ή την ένταξή ενός άλλου κράτους σε μία αμυντική συμμαχία ως υπαρξιακή απειλή (για τα κριτήρια περί απειλών βλ. Stephen Walt “The Origins of Alliances”) και να προβεί σε ενέργειες που εν τέλει είναι πιθανό να απαιτήσουν την εμπλοκή των στρατευμάτων.
Σαφώς, όμως, η περίπτωση της Ρωσίας που παρουσιάστηκε διεξοδικά στην παρούσα ανάλυση δεν κατέχει θέση αντιπροσωπευτικού παραδείγματος. Είναι φύσει αδύνατον όλες ή έστω ένας μεγάλος αριθμός των εμπόλεμων συγκρούσεων να ερμηνευτούν ως αντιδράσεις σε υπαρξιακές απειλές. Άλλωστε, εάν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, τότε η προγνωστική ικανότητα για την οποία διατείνεται ο Ρεαλισμός θα ήταν αδιαμφισβήτητη και ίσως δεν θα ήταν αναγκαία η ύπαρξη των άλλων θεωρητικών σχολών των Διεθνών Σχέσεων. Σκοπός ήταν να διερευνηθεί μία σειρά πρόσφατων χρονολογικά συγκρούσεων, που έχουν απασχολήσει και διχάσει την ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και που έχουν επιφέρει ιστορικές αλλαγές στο διεθνές σύστημα και όχι να εγκλωβιστεί ο αναγνώστης σε μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία μέσω προκατασκευασμένων απαντήσεων σε εμπειρικά ερωτήματα.
Βιβλιογραφία
- Γκόφας, Α. & Τζιφάκης, Ν. (2017). Θεωρητικές Προβολές στη Διεθνή Πολιτική: Η Σινο-Αμερικανική Πρόκληση. Εκδόσεις Πεδίο
- Bull, H. (1977). The Anarchical Society: A Study of Order in World Politics. Columbia University Press
- Dawar, A. (2008). Putin warns Nato over expansion. Διαθέσιμο Εδώ
- Deutsche Welle (2008). Talking Tough. Διαθέσιμο Εδώ
- Mearsheimer, J.J. (1994-1995). The False Promise of International Institutions. International Security Vol. 19, No. 3. The MIT Press. Διαθέσιμο Εδώ
- Mearsheimer, J.J. (2001). The tragedy of great power politics. W.W. Norton & Company
- Mearsheimer, J.J. (2014). Why the Ukraine Crisis Is the West’s Fault: The Liberal Delusions That Provoked Putin. Foreign Affairs Vol. 93, No. 5. Council on Foreign Relations. Διαθέσιμο Εδώ
- Powell, Robert. (1991). Absolute and Relative Gains in International Relations Theory. The American Political Science Review Vol. 85, No. 4. American Political Science Association. Διαθέσιμο Εδώ
- Reus-Smit, C. (2020). International Relations: A Very Short Introduction. Oxford University Press
- Reuters (2008). Russia criticizes NATO pledge to Ukraine, Georgia. Διαθέσιμο Εδώ
- Rose, G. (1998). Neoclassical Realism and Theories of Foreign Policy. World Politics, 51(1), 144-172. doi:10.1017/S0043887100007814
- Treisman, D. (2016). Why Putin Took Crimea: The Gambler in the Kremlin. Foreign Affairs. Vol. 95, No. 3. Council on Foreign Relations. Διαθέσιμο ΕδώWaltz, K. N. (2001). Man, the State, and War: A Theoretical Analysis. Columbia University Press
*H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.