Ο “σύγχρονος πόλεμος” της νοτιοανατολικής Ασίας
Εισαγωγή
Στόχος της παρούσας έρευνας είναι να καταδείξει την κρισιμότητα της περιοχής της νοτιοανατολικής Ασίας, καθώς και το ρόλο που αυτή διαδραματίζει στη διαμόρφωση του παγκόσμιου καταμερισμού ισχύος. Από γεωγραφικής άποψης, η περιοχή περιλαμβάνει κυρίως κράτη που βρέχονται από τη Νότια Σινική Θάλασσα, με κυριότερα από αυτά το Βιετνάμ, τις Φιλιππίνες, την Ινδονησία, τη Μαλαισία, τη Μυανμάρ και την Ταϊλάνδη. Επιπλέον, διατηρεί βόρεια και δυτικά σύνορα με δύο ισχυρούς περιφερειακούς παίκτες, την Κίνα και την Ινδία αντίστοιχα. Χαρακτηρίζεται, επίσης, από μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπινου δυναμικού, καθώς στους κόλπους της διαβιεί το 8,6% του συνολικού παγκόσμιου πληθυσμού (Καραφυλίδου, 2019).
Η θάλασσα της περιοχής, η οποία συνδέει τον Ειρηνικό με τον Ινδικό Ωκεανό, συνιστά μία από τις μεγαλύτερες οδούς εμπορίου του πλανήτη, αφού από εκεί διοχετεύεται περισσότερο από 50% των παγκόσμιων αγαθών ετησίως. Εκτός αυτού, η κρισιμότητά της έγκειται και στο γεγονός ότι διαθέτει πλούσια ενεργειακά αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στο υπέδαφός της. Τέλος, ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο για τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας αφορά το ζήτημα της αλιείας, καθώς στα νερά της εντοπίζεται το 12% των παγκόσμιων συνολικών αλιευμάτων (Μπιριντζής, 2017). Για τους λόγους αυτούς, καθίσταται σαφές πως η περιοχή της νοτιοανατολικής Ασίας συνιστά ένα σημείο ζωτικής σημασίας για τις δυνάμεις της περιοχής, και συνεπώς δικαιολογημένα έχει τα τελευταία χρόνια αναχθεί ως επίκεντρο του παγκόσμιου γεωπολιτικού ενδιαφέροντος.
Ο ανταγωνισμός των ισχυρών παικτών
Το σύγχρονο διεθνές σύστημα χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της πολυπλοκότητας και της πολυπολικότητας, αφού η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, αν και εξακολουθεί να υφίσταται, σταδιακά απειλείται από την ανάδυση νέων δυνητικών περιφερειακών δυνάμεων. Συνεπώς, παρατηρούνται τάσεις μεταβολής της υφιστάμενης δομής του διεθνούς συστήματος από μονοπολικό σε μη ισορροπημένο πολυπολικό (Ευαγόρου, 2018). Το σύστημα αυτό θεωρείται το πιο ασταθές, αλλά και το περισσότερο επιρρεπές σε σύγκρουση, χαρακτηριστικά που ερμηνεύονται από το γεγονός ότι η ισχύς κατανέμεται άνισα και ο ανταγωνισμός διαρκώς οξύνεται (Mearsheimer, 2007).
Μία από τις δυνάμεις που αναδύονται τις τελευταίες δύο δεκαετίες στο σύστημα είναι η Κίνα, η οποία, με όπλο την οικονομική της ανάπτυξη, επιδιώκει να εξελιχθεί στρατιωτικά και να αναχθεί στη συνέχεια σε παγκόσμιο στρατηγικό παίκτη. Το οικονομικό παράδοξο με την Κίνα είναι πως, σε μία μόνο γενιά, ένα έθνος που δεν εμφανιζόταν σε κανέναν από τους διεθνείς πίνακες των πρωταθλητών, έκανε άλμα στις πρώτες θέσεις (Allison, 2017). Οι Κινέζοι, όμως, γνωρίζουν πολύ καλά πως, εκτός από την εσωτερική ανάκαμψη, ο δρόμος για την άνοδο περνά και από το εγγύς εξωτερικό τους, συγκεκριμένα την περιφέρεια της νοτιοανατολικής Ασίας. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το Πεκίνο επιδιώκει να διατηρήσει υπό τον έλεγχο και την επιρροή του την περιοχή αυτή και την θεωρεί τμήμα του ζωτικού του χώρου (Fenby, 2019). Οι άμεσες ξένες επενδύσεις, οι αυξημένες εμπορικές σχέσεις, αλλά και η οικονομική ενίσχυση των κρατών της περιφέρειας, συνιστούν κάποιες από τις κυριότερες δράσεις της Κίνας. Η εξάρτηση των κρατών αυτών από τις διαθέσεις της, της δίνει πνοή και κίνητρο να προχωρήσει περαιτέρω, ώστε να επεκτείνει τις δυνάμεις της διεθνώς. (Zhao, 2016)
Τροχοπέδη στα σχέδιά της αυτά προσπαθούν να αποτελέσουν δύο ακόμη σημαντικοί παίκτες της ασιατικής ηπείρου: η Ιαπωνία και, κυρίως, η Ινδία. Οι δυνάμεις αυτές περιπλέκουν τα πράγματα, καθώς, μέσω του ανταγωνισμού τους με την Κίνα, προσπαθούν να διεκδικήσουν στην περιοχή το μερίδιο της ισχύος που τους αναλογεί (Ευαγόρου, 2018). Έτσι, επιχειρούν να θέσουν εμπόδια στην κινεζική στρατηγική και να προσεγγίσουν με τη σειρά τους τα μικρότερα κράτη της περιφέρειας, απολαμβάνοντας φυσικά τη συμμαχία και τη στήριξη του μεγαλύτερου παγκόσμιου παίκτη, των ΗΠΑ.
Οι ΗΠΑ, αν και δεν βρίσκονται γεωγραφικά εγγύτερα, συνιστούν τη μεγαλύτερη απειλή για τα κινεζικά συμφέροντα στη νοτιοανατολική Ασία, καθώς διαθέτουν τη δυνατότητα προβολής ισχύος στην περιοχή, με σκοπό να διατηρήσουν το υφιστάμενο status quo και να υπερασπιστούν την κυριαρχία τους. Οι ΗΠΑ εμφανίζονται στον Ειρηνικό και πιο συγκεκριμένα στη Νότια Σινική Θάλασσα ως ο προστάτης της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, λόγω της απειλής των οικονομικών και εμπορικών τους συμφερόντων από τις διαθέσεις της Κίνας. Ο έλεγχος της θάλασσας αυτής έχει καίρια σημασία για την Κίνα, αφού σε πρώτο χρόνο χρειάζεται ένα ασφαλές περιβάλλον για την διακίνηση των προϊόντων της, προκειμένου να καταφέρει να εδραιώσει στη συνέχεια την κυριαρχία της. Ο ανταγωνισμός, όμως, με τις ΗΠΑ, εκτός από το οικονομικό έχει προχωρήσει και στο στρατιωτικό κομμάτι, καθώς οι Κινέζοι κατασκευάζουν στον Ειρηνικό τεχνητά νησιά, τα οποία μετατρέπουν στη συνέχεια σε στρατιωτικές βάσεις, ώστε να μεταβάλλουν το καθεστώς των υφάλων και να εκμεταλλευτούν τα διευρυμένα δικαιώματα στις θαλάσσιες ζώνες τους. Από την άλλη πλευρά, το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό κάνει συνεχώς αισθητή την παρουσία του στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ως προστάτης των επιταγών του Διεθνούς Δικαίου, μέσω των επιχειρήσεων FONOP (Freedom of Navigation Operations) (Glaser,2021). Η κατάσταση αυτή, όπως είναι φυσικό, εξοργίζει την Κίνα, που βλέπει τις αμερικανικές κινήσεις με καχυποψία και δυσπιστία. Άλλωστε, όπως δήλωνε το 2014 ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ: «Σε τελική ανάλυση είναι θέμα των Ασιατών να διαχειρίζονται τις υποθέσεις της Ασίας, να λύνουν τα προβλήματα της Ασίας και να στηρίζουν την ασφάλεια της Ασίας» (Allison, 2017).
Ο ρόλος των μικρότερων δυνάμεων
To 1967, πέντε από τα κράτη της νοτιοανατολικής Ασίας που διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τις ΗΠΑ (Ινδονησία, Μαλαισία, Φιλιππίνες, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη) αποφάσισαν να συγκροτήσουν την Ένωση των Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας – ASEAN. Στόχος τους ήταν η οικονομική ανάπτυξη, αλλά και η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και της ουδετερότητας της περιοχής (Πετρόπουλος & Χουλιάρας, 2013). Το 2008, μετά και τις ραγδαίες εξελίξεις στον οικονομικό τομέα, ο ρόλος της ASEAN αναβαθμίστηκε, καθώς τα 10 πλέον μέλη της αποφάσισαν να δημιουργήσουν μία ζώνη ελευθέρων συναλλαγών, στα πρότυπα του μοντέλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κοινότητα απέκτησε πλέον νομικό καθεστώς και στόχευε στην οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ενδυνάμωση των κρατών μελών της.
Ο απώτερος, όμως, στόχος της περιφερειακής σταθερότητας αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί. Αν και οι στόχοι των κρατών μελών είναι κοινοί, τα μέσα που χρησιμοποιούν για να τους πετύχουν διαφέρουν. Από τη μία πλευρά, υπάρχουν οι χώρες που βλέπουν την Κίνα ανταγωνιστικά και προσπαθούν να σταματήσουν τη συνεχώς αυξανόμενη ανάπτυξή της. Οι Φιλιππίνες, η Μαλαισία και το Βιετνάμ αποτελούν τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτής της οπτικής, καθώς τα τελευταία χρόνια προσεγγίζουν όλο και περισσότερο μία συνεργασία με τις ΗΠΑ σε αντάλλαγμα της παροχής εγγυήσεων ασφαλείας απέναντι στην αναθεωρητική Κίνα (Poling & Glasser, 2019). Από την άλλη πλευρά, Λάος, Καμπότζη και Μυανμάρ στρέφονται προς την ισχυρότερη δύναμη της περιφέρειας, ευελπιστώντας σε μία ευνοϊκότερη διαχείριση των εθνικών τους ζητημάτων μέσω μιας σχέσης εξάρτησης και προστασίας (Καραφυλίδου, 2019).
Παρόλα αυτά, η Κίνα έχει κατορθώσει τα τελευταία χρόνια να δημιουργήσει ισχυρά ερείσματα στην περιοχή, αφού συνιστά τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της ASEAN, μιας και ευθύνεται για το 11,7% των συνολικών εμπορικών ροών της περιοχής, με τις τάσεις να παραμένουν αυξητικές και για τα επόμενα χρόνια. Επιπλέον, το Πεκίνο αποφάσισε να χρηματοδοτήσει μέρος των δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου προς τις χώρες της περιοχής, σε μία προσπάθεια ενίσχυσης της δημοφιλίας του στα κράτη της νοτιοανατολικής Ασίας. Τέλος, και στον τομέα των επενδύσεων η Κίνα έχει κατορθώσει να αυξήσει τη σημασία της για την ASEAN, καθώς αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη δύναμη σε Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) στην περιοχή (Πετρόπουλος & Χουλιάρας, 2013). Όλες αυτές οι αποφάσεις εδράζονται σε μια στρατηγική άσκησης ελέγχου και επιρροής στην περιφέρεια, με απώτερο στόχο την ικανοποίηση των κινεζικών εθνικών συμφερόντων. Τα μικρότερα κράτη άθελά τους εργαλειοποιούνται, ώστε να βοηθήσουν την Κίνα να αναδυθεί στο περιφερειακό της υποσύστημα και να αμφισβητήσει στην συνέχεια την πλανητική επιρροή των ΗΠΑ (Marshall, 2019).
Όσον αφορά την εμπλοκή των ΗΠΑ στην περιοχή, το ζήτημα της Ταϊβάν συνιστά την δικαιολογία των Αμερικανών για να νομιμοποιήσουν την αυξανόμενη στρατιωτική τους παρουσία στη νοτιοανατολική Ασία. Το νησί της Ταιβάν αποτελεί μείζον στρατηγικό διακύβευμα για τις σινοαμερικανικές σχέσεις, καθώς είναι ένα είδος γεωγραφικού νάνου, στρατηγικού όμως γίγαντα. Για το Πεκίνο, η απώλεια του κύρους του στο ζήτημα της Ταιβάν θα ήταν όχι μόνο μια ηθική ταπείνωση, αλλά πολύ περισσότερο μία απειλή για την εσωτερική κρατική σταθερότητα και ασφάλεια. Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ βλέπουν στα μάτια της Ταϊβάν την ευκαιρία να βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από την Κίνα και να ελέγχουν τις κινήσεις της. Γι’ αυτούς άλλωστε τους λόγους, θεωρείται πως στην περιοχή υπάρχει μία από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις επιθετικών όπλων παγκοσμίως (Bessiere, 2007).
Τέλος, ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα που διακυβεύεται στην περιοχή σχετίζεται με τις εδαφικές διαμάχες των κρατών της νοτιοανατολικής Ασίας για τον έλεγχο σημαντικών νησιωτικών συμπλεγμάτων και θαλασσίων ζωνών. Τα νησιά Σπράτλι, τα νησιά Σενκάκου και τα νησιά Παρασέλ, διεκδικούνται από το σύνολο σχεδόν των χωρών της περιοχής, γεγονός που τις φέρνει σε αντιπαράθεση και σε σύγκρουση με την Κίνα (Bessiere, 2007). Οι διαφορές αυτές έχει αποδειχτεί ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιλυθούν, καθώς οι διεκδικούμενες περιοχές και οι ενδιαφερόμενες δυνάμεις είναι πολλές, ενώ το νομικό καθεστώς της περιοχής πολύπλοκο. Τα συμφέροντα της Κίνας στις περιφερειακές της θάλασσες είναι εκτεταμένα, αφού διαθέτουν σημαντικό αριθμό ανεκμετάλλευτων ενεργειακών πόρων και αλιευτικών αποθεμάτων. Ωστόσο, εκτός από τα οικονομικά οφέλη, μέσα από τον έλεγχο των νησιών η Κίνα ευνοείται και στο στρατηγικό πεδίο, καθώς τα θεωρεί ένα ιδιαίτερα χρήσιμο μέσο για την εδραίωση της θαλάσσιας κυριαρχίας της και την μετέπειτα εξάπλωσή της σε παγκόσμιο επίπεδο. (Μπιριντζής, 2017).
Βέβαια, χρειάζεται να τονιστεί πως η νοτιοανατολική Ασία αποτελεί μία περιοχή υψίστης σημασίας και για τις ΗΠΑ, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τη στρατηγική «Pivot to Asia», μέσω της οποίας η Ουάσιγκτον αποφάσισε να στρέψει το ενδιαφέρον της στον Δυτικό Ειρηνικό. Γεωστρατηγικοί και γεωοικονομικοί παράγοντες συνετέλεσαν στην υιοθέτηση αυτής της πολιτικής. Αφενός οι ΗΠΑ, μέσω της σύναψης συμμαχιών με τους δυσαρεστημένους γείτονες της Κίνας, προσπαθούν να ανακόψουν την ξέφρενη πορεία της κινεζικής ανόδου, αφετέρου η Νότια Σινική Θάλασσα συνιστά σημείο αναφοράς για τους Αμερικάνους, καθώς οι εμπορικές συναλλαγές σε αυτή τους αποφέρουν γύρω στα 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Επομένως, είναι αναμενόμενο να επιθυμούν να διαδραματίζουν καίριο ρόλο στα ζητήματα της περιοχής, όσο διακυβεύονται εκεί ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα (Καραφυλίδου, 2019).
Καταληκτικές επισημάνσεις
Συμπερασματικά, διαπιστώνεται πως η νοτιοανατολική Ασία συνιστά μία περιοχή υψίστης σημασίας για τις σχέσεις των δύο μεγαλύτερων γεωστρατηγικών παικτών των ημερών μας. Από τη μία πλευρά, η Αμερική προσπαθεί να εφαρμόσει μία στρατηγική εξωτερικής εξισορρόπησης, μέσω της συνεργασίας και της σύναψης συμμαχιών με τους ισχυρότερους αντιπάλους του Πεκίνου στην περιοχή, σε μια προσπάθεια στρατηγικής περικύκλωσης της Κίνας και αποξένωσης της από τα κράτη της περιφέρειάς της. Από την άλλη, η κινεζική πλευρά, η οποία θεωρεί ζωτικής σημασίας τον αποκλειστικό έλεγχο της περιφέρειάς της, διαθέτει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα εξαιτίας της γεωγραφικής της γειτνίασης με τα κράτη της ASEAN, αλλά και των ενισχυμένων οικονομικών-εμπορικών της σχέσεων με αυτά.
Ωστόσο, τα κυριότερα ζητήματα ασφαλείας παραμένουν άλυτα, αφού τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των κρατών της περιφέρειας δεν επιτρέπουν την ειρηνική επίλυση των διαφορών τους. Η Κίνα, βέβαια, στην προσπάθεια της να κυριαρχήσει, χρειάζεται την υποστήριξη των γειτόνων της, καθώς οι σχέσεις αυτές διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο για τη διαμόρφωση της παγκόσμιας στρατηγικής της. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθούν οι μελλοντικές γεωστρατηγικές εξελίξεις σε ένα τόσο αμφιλεγόμενο και πολυτάραχο σημείο του πλανήτη, καθώς τα διλήμματα ασφαλείας ακόμη καλά κρατούν. Ένα είναι σίγουρο:· αν τελικά ΗΠΑ και Κίνα δεν κατορθώσουν να αποφύγουν την παγίδα του Θουκυδίδη (Allison, 2017) και συγκρουστούν τελικά μεταξύ τους, ο «πόλεμος» αυτός θα λάβει χώρα στην περιφέρεια της νοτιοανατολικής Ασίας.
Βιβλιογραφία
- Ευαγόρου, Ε. Λ. (2018). Αμερικανικός Ηγεμονισμός και Ανάδυση Νέων Περιφερειακών Δυνάμεων: Ανακατατάξεις στο Σύγχρονο Διεθνές Σύστημα;, Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 44(2), 36-66. Retrieved from here.
- Καραφυλίδου, Σ. (2019). Νότια Σινική Θάλασσα: Οι ανταγωνισμοί. [Διπλωματική Εργασία]. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Retrieved from here.
- Μπιριντζής, Δ. (2017). Η Κίνα, τα Εξοπλιστικά της Προγράμματα και οι Βλέψεις της στη Νότια Σινική Θάλασσα. [Διπλωματική Εργασία]. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Retrieved from here.
- Πετρόπουλος, Σ. & Χουλιάρας, Α. (2013). Η Κίνα και οι άλλοι. Οι σχέσεις της Κίνας με την Ευρώπη και τον κόσμο. Εκδόσεις Παπαζήση.
- Allison, G. (2017). Σε Τροχιά Πολέμου. Εκδόσεις Πεδίο.
- Bessiere, S. (2007). Η Κίνα στην Αυγή του 21ου Αιώνα. Εκδόσεις Κέδρος.
- Fenby, J. (2019). Θα Κυριαρχήσει Η Κίνα στον 21ο Αιώνα;. Gutenberg.
- Marshall, T. (2019). Αιχμάλωτοι της Γεωγραφίας. Εκδόσεις Διόπτρα.
- Mearsheimer, J. (2007). Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων. Εκδόσεις Ποιότητα.
- Poling, G. & Glaser, B. S. (2019). How the U.S. Can Step Up in the South China Sea. Foreign Affairs. Retrieved from here.
- Zhao, S. (2016). China as a Rising Power Versus the US-led World Order. Rising Powers Quarterly, 1(1), 13-21. Retrieved from here.
*H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.