Επιτάχυνση εκδίκασης των εκκρεμών αιτήσεων του “Νόμου Κατσέλη”
Είναι γνωστό ότι οι εκκρεμείς αιτήσεις του Νόμου Κατσέλη είναι χιλιάδες (περί τις 37.000). Ίσως μάλιστα η σώρευση αυτή των εκκρεμών αιτήσεων, να αποτέλεσε έναν από τους πολλούς λόγους, που η κατάσταση του ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα “βάλτωσε”. Οι μακρινές δικάσιμοι είχαν αγγίξει το έτος 2030 (ίσως σε κάποια Ειρηνοδικεία και αργότερα).
Ήδη, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που μας δίνει η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, το ιδιωτικό χρέος για το έτος 2020 ανέρχεται στα 234 δις ευρώ(!), εκ των οποίων το 39,3 % αφορά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Είναι λοιπόν το δίχως άλλο αναγκαία η ρύθμιση επιτάχυνσης της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων. Με ποιον όμως τρόπο, ώστε να μη θίγονται τα δικαιώματα των αιτούντων;
Ήδη την 6η Νοεμβρίου δημοσιεύτηκε ο Ν. 4745/2020, σύμφωνα με τον οποίο ρυθμίστηκαν οι όροι και οι προϋποθέσεις επιτάχυνσης της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων του Ν. 3869/2010. Σύμφωνα με τον εν λόγο νόμο, θα ισχύσουν τα κάτωθι:
Πεδίο εφαρμογής: Οι αιτήσεις ρύθμισης οφειλών που εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό (δεν εντάσσονται δηλαδή στο πεδίο εφαρμογής οι εκκρεμούσες εφέσεις του Ν. 3869/2010), των οποίων η συζήτηση έχει προσδιοριστεί μετά την 15η Ιουνίου 2021. Να διευκρινιστεί στο σημείο αυτό ότι ως συζήτηση θεωρείται είτε η αρχικώς ορισθείσα με την κατάθεση της αίτησης, είτε η συζήτηση που ορίστηκε ύστερα από αναβολή, είτε κατόπιν ματαίωσης. Αυτό σημαίνει πως στο πεδίο εφαρμογής θα ενταχθούν και όσες αιτήσεις αποσύρθηκαν, καθότι είχαν προσδιοριστεί αρχικώς σε δικασίμους εν μέσω της πανδημίας, το διάστημα δηλαδή που τα δικαστήρια ήταν (και είναι) κλειστά, εφόσον η συζήτηση οριστεί μετά την 15η -6-2021.
Για όλες τις ως άνω αιτήσεις θα πρέπει προηγουμένως να γίνουν κάποιες ενέργειες. Θα πρέπει λοιπόν να προηγηθεί αίτηση επαναπροσδιορισμού της συζήτησης από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του αιτούντος. Μάλιστα, σε περίπτωση που δεν υποβληθεί η εν λόγω αίτηση, θεωρείται η αρχική αίτηση ως μηδέποτε ασκηθείσα. Η αίτηση του επαναπροσδιορισμού θα υποβάλλεται στην ειδική πλατφόρμα της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους. Θα πρέπει να περιέχει τα στοιχεία του οφειλέτη, περιγραφή της αίτησης, περιγραφή των εμπραγμάτως εξασφαλισμένων δανειακών συμβάσεων και φυσικά δήλωση συναίνεσης του αιτούντος περί άρσης του τραπεζικού απορρήτου.
Κατόπιν των ανωτέρω, η αίτηση επαναπροσδιορισμού διαβιβάζεται ηλεκτρονικώς στην αρμόδια γραμματεία του κατά τόπον αρμόδιου Ειρηνοδικείου και συντάσσεται πράξη κατάθεσης, η οποία αναρτάται στην ηλεκτρονική πλατφόρμα.
Η επίδοση της αίτησης προς τους πιστωτές γίνεται είτε ηλεκτρονικά, όπως ορίζεται στις οικείες διατάξεις του νόμου, είτε με τον κλασικό «πατροπαράδοτο» τρόπο, διά της επίδοσης μέσω δικαστικού επιμελητή. Σε περίπτωση μη επίδοσης, η αίτηση λογίζεται και πάλι ως μη ασκηθείσα. Η προθεσμία της επίδοσης ορίζεται εντός τριάντα ημερών από την κατάθεση της αίτησης του επαναπροσδιορισμού.
Στη συνέχεια, μέσα σε εξήντα ημέρες κατατίθενται οι προτάσεις και τα αποδεικτικά έγγραφα και ακολούθως η προσθήκη. Μόλις κλείσει ο φάκελος και εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών ορίζεται για την κάθε υπόθεση ειρηνοδίκης, όπου μετά την παρέλευση των δεκαπέντε ημερών, έρχεται μία άλλη προθεσμία, αυτή των τριάντα ημερών, μέσα στην οποία πρέπει να οριστεί η συζήτηση της υπόθεσης. Σε περίπτωση όμως που δεν μπορεί στο ως άνω χρόνο να οριστεί η συζήτηση, ο νόμος υπαγορεύει να οριστεί στον «αναγκαίο χρόνο».
Και εδώ ίσως να βρισκόμαστε ενώπιον της «αχιλλείου πτέρνας» του νόμου της επιτάχυνσης. Ποιος είναι ο «αναγκαίος χρόνος»; Πως θα βρεθεί αυτός ο χρόνος, όταν τα Ειρηνοδικεία είναι ήδη υπερφορτωμένα από πινάκια και πλήττονται ήδη από μακροχρόνια αναστολή λόγω της πανδημίας; Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι και στον Νόμο Κατσέλη, τον 3869/2010 προβλεπόταν στο άρθρο 4, ότι η δικάσιμος της κύριας συζήτησης πρέπει να οριστεί εντός εξαμήνου, εντούτοις λόγω της ανεπάρκειας των ειρηνοδικείων να αντεπεξέλθουν στις χιλιάδες αιτήσεις, οι έξι μήνες έγιναν 10 χρόνια!
Ένα αξιοσημείωτο του νέου νόμου, είναι ότι κατά τη διάρκεια της συζήτησης δεν θα εξετάζονται μάρτυρες και η συζήτηση θα λαμβάνει χώρα ακόμα και απουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους. Η συζήτηση λοιπόν θα γίνεται «αυτοματοποιημένα» και «επιταχυμένα». Μόνο αν κρίνει ο Ειρηνοδίκης για κάποια υπόθεση ότι χρειάζεται διευκρίνηση , θα κλητεύονται μάρτυρες.
Στο σημείο αυτό ανακύπτει το εξής ζήτημα: Με άλλο νομοθετικό καθεστώς κατατέθηκαν οι αιτήσεις και με άλλο νομοθετικό καθεστώς θα εκδικαστούν. Αυτή η αλλαγή και μάλιστα εν μέσω εκκρεμοδικίας, δημιουργεί αν μη τι άλλο «ανασφάλεια δικαίου». Ο αιτών γνώριζε άλλη διαδικασία όταν κατέθετε την αίτηση του και θα δικαστεί τελικώς η αίτηση του με άλλη διαδικασία.
Παρά ταύτα η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 36/2020 απόφαση της γνωμοδότησε ομόφωνα ότι «είναι σκόπιμες και συνταγματικά επιτρεπτές η υπό νομοθέτηση ρυθμίσεις με το άρθρο ένα του σχεδίου νόμου για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του νόμου 3869 / 2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 παράγραφος 1 ΕΣΔΑ ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης (..)» με την επισήμανση της αναγκαιότητας κάλυψης των υπαρχουσών κενών οργανικών θέσεων ειρηνοδικών προς αποφυγή υπέρ χρεώσεων των υπηρετούντων δικαστών».
Σύμφωνα με το νέο νόμο θα πρέπει να εκδίδεται απόφαση εντός έξι μηνών. Επίσης, είναι απορίας άξιο πως θα συμβαίνει αυτό, όταν μέχρι σήμερα οι αποφάσεις μπορεί να εκδίδονταν ακόμα και 2 έτη μετά τη συζήτηση!
Ο νέος πτωχευτικός, η παρούσα ρύθμιση για την επιτάχυνση των εκκρεμών υποθέσεων, καθώς και η συγκυρία της πανδημίας που φέρνει αναταραχές στα ήδη ταραγμένα υπερχρεωμένα ύδατα, φέρνουν νέα δεδομένα στην αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους. Χρέος της Πολιτείας και του κοινωνικού Κράτους Δικαίου σε κάθε περίπτωση, είναι να αντιμετωπίζει με κοινωνικό πρόσημο τη ρύθμιση των κόκκινων δανείων, πολλώ δε μάλλον σε μία κοινωνία που έχει «χτυπηθεί» από μνημόνια και εξακολουθεί να «χτυπιέται» από την πρόσφατη πανδημία.