Ποιο ήταν πιο βρόμικο: το 1989 ή το 2018;
Aς υποθέσουμε ότι το 1989 ήταν όντως βρόμικο. Ότι δηλαδή η τότε συγκυβέρνηση, παρέπεμψε στο Ειδικό Δικαστήριο με ψεύτικα στοιχεία έναν πρώην πρωθυπουργό, τον Ανδρέα Παπανδρέου, με τέσσερις πρώην υπουργούς του, σε μία προσπάθεια να διαλύσει το ΠΑΣΟΚ προς όφελος και των τριών κομμάτων που συγκροτούσαν τότε την ετερόκλητη συμμαχία.
Γιατί, όμως ήταν βρόμικο το 1989 και όχι και το 2018, έτος το οποίο από πολιτική άποψη είχε τα ίδια «δύσοσμα» χαρακτηριστικά;
Τη χρονιά αυτή μία άλλη κυβέρνηση, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε, χωρίς κανένα στοιχείο, να ξεμπερδέψει μία και καλή με τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, εμπλέκοντας δύο πρώην πρωθυπουργούς και οκτώ πρώην υπουργούς-στελέχη τους στο σκάνδαλο της Νοβάρτις, «το μεγαλύτερο από συστάσεως του ελληνικού Κράτους», όπως υποστηρίχθηκε επισήμως.
Γενναται το ερώτημα: Ποια από τις δύο χρονιές ήταν πιο βρόμικη από πολιτικής πλευράς; Μία σύγκριση αναδεικνύει το 2018 πρωταθλητή στην κλίμακα δυσοσμίας. Το «οσφρησιόμετρο» χτυπά κόκκινο και όχι μόνο για έναν λόγο, αλλά για περισσότερους.
Κατ’ αρχήν η κάθαρση του 1989 έγινε για ένα υπαρκτό σκάνδαλο. Ένας μεγαλοτραπεζίτης, ο Γ. Κοσκωτάς, με την ανοχή της τότε κυβέρνησης, είχε καταχραστεί το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 32 δισεκατομμυρίων δραχμών, κομπίνα για την οποίαν καταδικάστηκε σε φυλάκιση 25 ετών. Αντίθετα, η… κάθαρση του 2018 που είχε πάρει διεθνείς διαστάσεις, κατέληξε άδοξα για τους αρχαγγέλους της, αφού η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ, αποφάσισε το κλείσιμο της υπόθεσης Novartis μόνο με την επιβολή προστίμου 112 εκατομμυρίων δολαρίων, δίχως να προκύψουν αποδείξεις εμπλοκής πολιτικών προσώπων.
Η δικαστική έρευνα στην Ελλάδα κατέληξε στην αρχειοθέτηση των κατηγοριών εις βάρος επτά μέχρι στιγμής περιπτώσεων (Σαμαράς, Πικραμμένος, Στουρναρας, Βενιζέλος, Λυκουρέντζος, Σαλμάς, Κουτρουμάνης) ενώ συνεχίζεται για τρεις (Γεωργιάδης, Αβραμόπουλος, Λοβέρδος). Αντίθετα, το βρόμικο 1989 η Δικαιοσύνη σε ανώτατο επίπεδο (Ειδικό Δικαστήριο) είχε αθωώσει με οριακή πλειοψηφία 7-6 τον πρώην πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου και είχε καταδικάσει σε ποινές φυλάκισης τους πρώην υπουργούς Γ. Πέτσο (10 μήνες), Δ. Τσοβόλα ( 2,5 χρόνια εξαγοράσιμη), ενώ ο πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Μένιος Κουτσόγιωργας που είχε προφυλακιστεί, ως ύποπτος για δωροληψία, πέθανε από εγκεφαλικό στη διάρκεια της δίκης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μισοί βουλευτές του ΠΑΣΟΚ είχαν ψηφίσει υπέρ της παραπομπής τόσο του ιδίου όσον και του Γ. Πέτσου, μαζί με τους τότε υπουργούς Γ. Δραγασάκη και Φ. Κουβέλη, μεγαλοστελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που ξορκίζουν σήμερα το «βρόμικο 1989». Ο πρώην υπουργός Π. Ρουμελιώτης επικαλέστηκε την ασυλία του ως ευρωβουλευτή και δεν δικάστηκε. Την ίδια χρονιά, το υπουργοδικείο καταδίκασε και άλλο ένα στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, τον Νίκο Αθανασόπουλο για το λεγόμενο «σκάνδαλο του καλαμποκιού». Ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών εξέτισε ποινή φυλάκισης 3 ετών και έξι μηνών.
Οι χειρισμοί της τότε εποχής αποτέλεσαν αντικείμενο και αυτοκριτικής. «Η Αριστερά έκανε το λάθος της παραπομπής του Ανδρέα Παπανδρέου», τόνισε σε συνέντευξή του στον Ant1 (18 Ιουνίου 1997) ο Λεωνίδας Κύρκος, ιστορικός ηγέτης της Ανανεωτικής Αριστεράς. Διευκρίνισε ωστόσο ό,τι «η άλλη φλυαρία και ανοησία περί βρώμικου '89, αποτελεί μια χυδαίου τύπου προπαγάνδα». Για ποιον χτυπά η καμπάνα;
Για το ίδιο θέμα , ο Ν. Κωνσταντόπουλος δήλωσε στις 20 Φεβρουαρίου 2018 στην ΑΤΗΕΝΣ VOICE: «Από το υπαρκτό σκάνδαλο Κοσκωτά, φάνηκε ότι το πολιτικό σύστημα δεν θέλει και δεν μπορεί να αυτοκαθαρθεί. Ούτε να λογοδοτήσουν οι εκάστοτε κυβερνώντες ούτε να αναλάβουν ευθύνες με κυρώσεις. Σε όλες τις χώρες του κόσμου έχουν παραπεμφθεί, αθωωθεί ή καταδικασθεί, Πρωθυπουργοί, Υπουργοί, Πρόεδροι κρατών. Οι ευθύνες όλων, αρχόντων και πολιτών, είναι στοιχείο συλλογικής, ιστορικής αυτογνωσίας και πραγματικής δημοκρατικής ταυτότητας».
Με αφορμή όσα ειπώθηκαν για την κρίσιμη εκείνη περίοδο, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, σε άρθρο του στην Καθημερινή, τον Δεκέμβριο του 2010, έσπευσε να διαλύσει ορισμένους μύθους για τη στάση του.
Όπως ανέφερε, «ποτέ δεν είπα ότι «δεν έπρεπε να παραπεμφθεί σε δίκη ο Ανδρέας Παπανδρέου». Απαντώντας σε σχετική ερώτηση είπα ότι η παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου, όπως εκ των υστέρων απεδείχθη, πολιτικά δεν ωφέλησε ούτε εμάς ούτε, προπαντός, την Αριστερά. Απόδειξη, το αποτέλεσμα των εκλογών μετά την παραπομπή του, το ΠΑΣΟΚ ενισχύθηκε, η Αριστερά καθαρά έχασε και η Νέα Δημοκρατία ωφελήθηκε ελάχιστα. Για την εποχή εκείνη πολλοί, εκ των υστέρων, είπαν διάφορα για δήθεν διαφωνίες για την παραπομπή. Η αλήθεια είναι ότι σε μένα κανείς δεν διατύπωσε επιφυλάξεις. Ο μόνος που διερωτήθηκε, κάποια στιγμή, εάν καλά κάνουμε που παραπέμπουμε και τον Ανδρέα Παπανδρέου, ήταν ο Χαρίλαος Φλωράκης. Του απήντησα: «Χαρίλαε, το υποσχεθήκαμε στον λαό, πρέπει να τηρήσουμε τον λόγο μας», και συμφώνησε, προπαντός γιατί, αδιαμφισβήτητα, υπήρχαν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τον Ανδρέα Παπανδρέου».
Για τη στάση του Χαρίλαου Φλωράκη το «βρόμικο 1989», έγραψε ενδιαφέρουσες και αποκαλυπτικές λεπτομέρειες το στέλεχος της Αριστεράς, Στέλιος Νέστωρ, στο βιβλίο του «Το συναξάρι μου»:
[…] Τις ημέρες εκείνες συνέβη και κάτι άλλο εξαιρετικά σημαντικό. Ένα βράδυ, μετά το τέλος κάποιας συνεδρίασης, με πλησίασε ο Γιάννης Ποττάκης, βουλευτής Κορινθίας του ΠΑΣΟΚ και μέλος της επιτροπής. Απ’ ό,τι ήξερα, ήταν στενός φίλος του Αντρέα. Η πρότασή του ήταν να απαλλάξουμε τον Αντρέα από τις κατηγορίες για το σκάνδαλο Κοσκωτά και να τον παραπέμψουμε μόνο για τις υποκλοπές τηλεφώνων, κατηγορία που εκκρεμούσε σε άλλη επιτροπή. Μου είπε, ακόμη, πως αν δεχόμασταν αυτή την πρόταση, ο Παπανδρέου ήταν διατεθειμένος να δεσμευτεί ανεπιφύλακτα ότι δεν θα πολιτευτεί στο μέλλον. Είναι ευνόητο ότι αυτά τα λόγια έπεσαν σαν κεραμίδα στο κεφάλι μου. Προσπάθησα να συνέλθω από το σκο και έσπευσα να κουβεντιάσω το θέμα με κάποιους φίλους μου. Την επόμενη μέρα συνάντησα τον Χαρίλαο και τον Λεωνίδα και, επειδή δεν ήθελα μια τέτοια συζήτηση να γίνει στα γραφεία της Βουλής, πρότεινα να πάμε το βράδυ κάπου για φαγητό, γιατί είχα να τους ανακοινώσω κάτι πολύ σημαντικό. Ο Χαρίλαος πρότεινε μια ταβέρνα με ωραίο κήπο, στην γωνία Φωκυλίδου και Δημοκρίτου. Εκεί διηγήθηκα επί λέξει αυτά που μου είχε πει ο Ποττάκης.
Ο Φλωράκης κατσούφιασε. Κάτι μουρμούρισε. Αν κατάλαβα καλά: «παιχνίδια μας παίζουν», είπε. Ο Κύρκος ξέσπασε. Με εκείνη τη χαρακτηριστική έντονη φωνή του μιλούσε δυνατά, σε σημείο που φοβήθηκαν ότι οι υπόλοιποι πελάτες, οι οποίοι ούτως ή άλλως μας πρόσεχαν και μας περιεργάζονταν από τη στιγμή της εισόδου μας, θα γίνονταν συμμέτοχοι στον προβληματισμό μας. Είπε πολλά. Το τελικό συμπέρασμα ήταν ότι είναι αδύνατον να δεχτούμε τέτοιου είδους προτάσεις. Ο κόσμος θα μας πάρει με το σκουπόξυλο. Συμφωνήσαμε και η συζήτηση τέλειωσε εκεί. Στην υπόθεση δεν δόθηκε συνέχεια.
[…] Στην ολομέλεια της Βουλής κατατέθηκαν, όπως συνήθως γίνεται, δύο πορίσματα. Ένα της πλειοψηφίας επτά βουλευτών, με παραπεμπτική εισήγηση για όλους τους εγκαλούμενους, και ένα της μειοψηφίας πέντε βουλευτών, με παραπεμπτική εισήγηση για Κουτσόγιωργα και Πέτσο και απαλλακτική για τους λοιπούς. Στη διάρκεια της συζήτησης ο Φλωράκης συνάντησε τον Παπανδρέου και του είπε ότι αν κατά την ομιλία του στην ολομέλεια αναλάβει την πολιτική ευθύνη για όσα συνέβησαν, θα ήταν διατεθειμένος να ψηφίσει υπέρ της μη παραπομπής του. Ούτε και αυτό έγινε. Το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ο Αντρέας κατά τη θλιβερή εμφάνιση του στη Βουλή ήταν ότι «δεν ήξερε».