Από την κρίση της Τσετσενίας στη σχέση Ρωσίας και σουνιτικών κρατών της αραβικής χερσονήσου
Η αιφνιδιαστική κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η διάλυση της κρατικής υποστάσεως της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ενώσεως, το έτος 1991, βρήκε την παγκόσμια κοινότητα «ex abrupto», ενώ συνάμα αποτέλεσε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία ανεξαρτητοποιήσεως πλήθους ρωσικών περιοχών, οι οποίες, εντούτοις, δεν πληρούσαν ακόμη τις απαραίτητες προϋποθέσεις ούτως ώστε να υφίσταντο ως κρατικές οντότητες. Πράγματι, η πτώση της εκ παραδόσεως Ηπειρωτικής Ευρασιατικής Δυνάμεως έφερε τη Δύση αλλά και ολόκληρο τον κόσμο ενώπιον μίας σειράς αλλεπαλλήλων κρατογενέσεων και, επακολούθως, εντόνων συγκρούσεων, σε μία χρονικοϊστορική συγκυρία η οποία ευλόγως δικαιολογεί την διατυπωθείσα φράση του καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης, William Hale, ότι: «[...]η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 άνοιξε το κουτί της Πανδώρας των τοπικών συγκρούσεων» (William Hale, 2016, σ. 341).
Η περίπτωση της Τσετσενίας και το μάθημα της Ρωσίας
Αναπόσπαστο παράδειγμα της ανωτέρω περιγραφείσας καταστάσεως ήτο η, εν πολλοίς, αξιομνημόνευτος κρίση της Τσετσενίας, μίας γεωγραφικής περιοχής της επονομασθείσας Υπερκαυκασίας, εις την οποία οι πολυάριθμοι Σονίτες Μουσουλμάνοι αποτελούν μειονοτικό θύλακα και ετερογενή παράγοντα εντός της ρωσικής επικρατείας.
Η έναρξη των προβλημάτων εσημάνθη όταν η Τσετσενία, η οποία είχε ήδη προβεί μεταξύ άλλων εις την κήρυξη ανεξαρτησίας, αφ’ ης στιγμής της σοβιετικής πτώσεως, δεν συμμορφώθηκε κατά το πρότυπο των υπολοίπων πρώην Δημοκρατιών της οριζομένης περιοχής προς το Σύνταγμα της 12ης Δεκεμβρίου 1993 της νεοσύστατης Ρωσίας, το οποίο όριζε το καθεστώς της ομοσπονδιακής των διοικήσεως. Ως άμεσο αποτέλεσμα αυτής της, εκ μέρους των Τσετσένων, αντιρρητικής στάσεως υπήρξε μία μακροχρόνια ένοπλη σύγκρουση τόσο με τα ρωσικά στρατεύματα όσο και μεταξύ των ίδιων, οι οποίοι ήτο διχασμένοι σε δύο αντικρουόμενα στρατόπεδα: τους Αυτονομιστές και τους Ομοσπονδιακούς. Είναι γεγονός ότι η αναμεταξύ των εμφύλια σύρραξη μετεξελίχθη κατ’ ουσίαν εις την αχίλλειόν των πτέρνα και, συνάμα, το εφαλτήριο της επεμβάσεως των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων (1994) και μίας ατερμόνου διαπάλης μεταξύ Ρωσίας και Τσετσένων αυτονομιστών, συνέχεια της οποίας ήτο η εφαρμογή από τον Vladimir Putin (υπό την ιδιότητα του πρωθυπουργού και του προέδρου) της «αδιαλλάκτου» πολιτικής περί καταπνίξεως του τσετσενικού ανταρτοπολέμου (Ξενάκη Κίττυ, 2004).
Η κρίση στη Τσετσενία προξένησε πληθώρα άλλων ζητημάτων για τη νεοσύστατη τότε Ρωσία ιδίως προς τις διπλωματικές της σχέσεις με τα κράτη του μουσουλμανικού κόσμου, ήτοι με το σύνολο σχεδόν των κρατών του γεωγραφικού συστήματος της Μέσης Ανατολής. Η βιαία στάση των Ρώσων προς τον τσετσενικό λαό και καταστολή του αιτήματός των για αυτοδιάθεση είχε αρνητικό αντίκτυπο στη θρησκευτική συνείδηση του μουσουλμανικού κόσμου, γεγονός το οποίο κατέστη εμφανές κατά τη διάρκεια των συζητήσεων μεταξύ των κρατών-μελών του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης (ΟΙΔ), το 1995. Σύμφωνα μάλιστα με τον καθηγητή Γ. Μιχαλακόπουλο, η κρίση στη Τσετσενία «έφερε στο προσκήνιο για μία ακόμα φορά το αίσθημα πικρίας των μουσουλμάνων αναφορικά με το ότι ο κόσμος του Ισλάμ παραμένει το θύμα για τα δυτικά συμφέροντα» (Γ. Β. Μιχαλακόπουλος, 2004, σ. 96), γεγονός το οποίο καθίσταται διόλου απίθανο να πυροδότησε τρέχοντα ζητήματα του μουσουλμανικού κόσμου, όπως το Παλαιστινιακό. Όπως ευστόχως, άλλως τε, έχει επισημάνει ο Zbigniew Brzezinski, το ενδεχόμενο μίας δυνητικώς γενικευμένης συγκρούσεως με τα ισλαμικά κράτη είναι οπωσδήποτε μία πηγή σοβαροτάτης ανησυχίας για την ρωσική ιθύνουσα πολιτική ελίτ (Zbigniew Brzezinski, 1998, σ.167).
Καταληκτικά, είναι πρέπον να επισημανθεί ότι, οπωσδήποτε, η κρίση της Τσετσενίας δεν πέρασε απαρατήρητη όχι μόνο από τον μουσουλμανικό κόσμο αλλά και από τη χριστιανική Δύση. Εντούτοις, είναι αδιανόητο να ισχυριστεί κανείς ότι η εξωτερική πολιτική μίας χώρας έναντι μίας άλλης (εν προκειμένω, των σουνιτικών χωρών της Μέσης Ανατολής προς την Ρωσία) και η επακόλουθες διμερείς σχέσεις διαμορφώνονται λαμβάνοντας υπ’ όψιν ένα μεμονωμένο ζήτημα αυτό καθ’ αυτό, εξού και η μη σημαντική βοήθεια προς τους Τσετσένους μαχητές εκ μέρους της παγκοσμίου μουσουλμανικής κοινότητας – Όμα (Γ. Β. Μιχαλακόπουλος, 2004, σ.96) αλλά και η έλλειψη κατ’ ουσίαν κυρώσεων προς την Ρωσία για την αυταρχική της στάση προς τους ομοθρήσκους των. Άλλως τε, η Ρωσική Ομοσπονδία είχε καταστήσει σαφές, ήδη από τις απαρχές της συστάσεώς της, ότι ήτο (και εξακολουθεί να είναι) έτοιμη να διεξαγάγει έναν «άγριο πόλεμο» σε περίπτωση που θεωρήσει ότι απειλούνται τα ζωτικά της συμφέροντα (J. J. Mearsheimer, 2007, σ.730). Από την άλλη, όσον αφορά την εξέταση της εκ Μόσχας αντιδράσεως υπό την ιδιότητα του υπερσυστημικού δρώντος, κρίνεται απαραίτητο εξ αρχής της υπάρξεώς της να αντιληφθεί καθείς τα αλυσιδωτά γεγονότα της Τσετσενίας ως ένα καίριο μάθημα διά του οποίου η Ρωσία οφείλει να αντιληφθεί ότι «πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με ένα αναδυόμενο Ισλάμ επί μίας τεράστιας νότιας μεθορίου η οποία ανήκε ιστορικά στην Ευρύτερη Περσική πολιτισμική και γλωσσική σφαίρα» (Ρ. Ντ. Κάπλαν, 2017, σ.327), γεγονός το οποίο σκιαγραφεί την, μεταξύ άλλων, γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής σημασίας ανάγκη της θεμελίωσης φιλικών σχέσεων με το Ιράν και, κατ’ επέκταση με τον υπόλοιπο μουσουλμανικό κόσμο. Η περίπτωση της Τσετσενίας, τέλος, στάθηκε ιδιαιτέρως διδακτική για την νεοσύστατη Ρωσία, καθώς μέσω αυτής ηναγκάσθη να ακολουθήσει υποχρεωτικώς μία νέα εξωτερική πολιτική στο μαλακό της υπογάστριο και, ιδίως, στο γεωσύμπλοκο της Μέσης Ανατολής (Masha Kirasirova, 2017).
Η Ρωσία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η δίνη των πολυεπιπέδων δεσμών
Αρχούσης της εξετάσεως της εφαρμοσθείσης ρωσικής εξωτερικής πολιτικής προς τα κράτη της Αραβικής Χερσονήσου κρίνεται ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος η συστηματική απόπειρα προσεγγίσεως με την ηγεμονεύουσα ελίτ των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) και η διακαής προσπάθεια θεμελιώσεως διακρατικών σχέσεων επί καίριων ζητημάτων οικονομικής φύσεως και ασφαλείας. Ειδικότερα, τα δύο κράτη συμμερίζονται αναμεταξύ των όμοιες απόψεις όχι μόνο περί των ευφλέκτων μεσανατολικών υποθέσεων περί της τρομοκρατίας, του ισλαμιστικού εξτρεμισμού και του συριακού εμφυλίου πολέμου αλλά και σχετικώς προς την αραβοϊσραηλινή μακροχρόνια σύγκρουση (Theodore Karasik, Giorgio Cafiero, 2017). Πράγματι, το εξεταζόμενο αραβικό κρατίδιο εμφανίζεται διά των αναπτυσσομένων σχέσεών του με τη ρωσική ιθύνουσα πολιτική ομάδα να έχει, κατ’ ουσίαν, προβεί στην αναγνώριση του Κρεμλίνου ως τον άμεσο διαμεσολαβητή μεταξύ της σιιτικής Τεχεράνης και των σουνιτικών χωρών της Αραβικής Χερσονήσου, αρχής γενομένης των δηλώσεων του πρέσβη των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στη Ρωσία, Omar Ghobash, όπου και εξέφρασε την κατανόησή του προς το ρωσικό ενδιαφέρον για τα ζητήματα στη Μέση Ανατολή και την καταπολέμηση του DAESH (Theodore Karasik, Giorgio Cafiero, 2017).
Εντούτοις, ιδιαιτέρας μνείας αξίζει, μεταξύ άλλων, η οικονομική των συνεργασία, δοθέντων των εκ Ρωσίας αξιοσημειώτων εξαγωγίμων ποσοτήτων μίας εξαιρετικώς μεγάλης ποικιλίας αγαθών προς το αραβικό τούτο κράτος, οικοδομώντας τοιουτοτρόπως εμπορικούς - άρα και πολιτικούς - δεσμούς βαρυνούσης σημασίας, ενώ συνάμα το αρμόδιο επιτελείο του Άμπου Ντάμπι έχει εκφράσει εντονότατο ενδιαφέρον για το ρωσικής προελεύσεως πετρέλαιο και φυσικό αέριο (Theodore Karasik, Giorgio Cafiero, 2017). Τέλος, αναφορικώς προς τον περιλάλητο τομέα της άμυνας, ο οργανισμός Russian Direct Investment Fund (RDIF) πορεύτηκε σε κοινοπραξία με επενδυτές των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων με στόχο την ολοκλήρωση της εξαγοράς μειοψηφικού ποσοστού της τάξεως του 12% της εταιρείας «Russian Helicopters», τμήματος της ρωσικής κρατικής εταιρείας «Rostec», με την επένδυση αυτή να κοστολογείται περίπου στα 600.000.000$ (Chris Nelson, 2017 , Theodore Karasik, 12/2017). Τέλος, η επενδυτική δραστηριότητα του εξ Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων κεφαλαίου είναι εμφανής και στην πρωτεύουσα της εν πολλοίς Ρωσικής Δημοκρατίας της Τσετσενίας ονόματι Γκρόζνυ, στο πλαίσιο της αναδόμησής της, γεγονός πλέον το οποίο καθιστά την πόλη αυτή «όμοια με το Ντουμπάι» (Theodore Karasik, 12/2017)!
Η «ιδιόμορφος» φιλία μεταξύ Ρωσίας και Κατάρ: ο ρόλος του αιωνίου οικονομικού συμφέροντος
Η διμερείς σχέσεις της Ρωσίας με το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία χρήζουν επιτακτικής παρακολουθήσεως ένεκα της υπάρξεως της εμμέσου συνεργασίας της Ρωσίας με τον σιιτικό άξονα Ιράν-Συρία-Λίβανος διά της υποστηρίξεως του καθεστώτος Άσαντ. Το 2017, ο Καταριανός ηγέτης, Σεΐχης Tamim bin Hamad Al Thani, σε επίσημη επίσκεψή του στη Μόσχα τόνισε ότι «η Ρωσία διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια σταθερότητα» ενώ ο Ρώσος ομόλογός του χαρακτήρισε κατ’ αντιστοιχίαν το Κατάρ ως «σημαντικό συστατικό της Μέσης Ανατολής και του Κόλπου», στο πλαίσιο των συζητήσεων περί γεωπολιτικών και ενεργειακών ζητημάτων (Theodore Karasik, 03/2017). Το Κατάρ λειτουργεί ως χρήσιμος εταίρος της Ρωσίας, δεδομένης της επενδυτικής δράσης του αραβικού κράτους στη ρωσική επικράτεια, με σημαντικότερη την εξαγορά του 19,5% της ρωσικής εταιρείας πετρελαίου Rosneft από την εταιρεία Qatar Investment Authority (QIA) έναντι 11.300.000.000€, το 2017 (Cleary Gottlieb, 2017 , Theodore Karasik, 03/2017). Τα προαναφερόμενα στοιχεία καταδεικνύουν πασιφανώς ότι, παρά την εξ αρχής διαμάχη μεταξύ των επί του συριακού θεάτρου συγκρούσεων, το Κατάρ εμφανίζει πλέον μία διαλλακτικότητα ως προς την παραμονή του καθεστώτος Άσαντ, εν όψει των γεωπολιτικών εξελίξεων και την ανακατανομή ισχύος στην περιοχή και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ανακατάληψη συριακών περιοχών του DAESH και την νίκη του σιιτικού άξονα Ιράν-Συρία-Χεζμπολά διά της ρωσικής αρωγής (Aurangzeb Qureshi, 2016). Είναι αναμφίβολο ότι η παρούσα χρονικοϊστορική συγκυρία συνέβαλε τα μέγιστα στην περεταίρω ώθηση της καταριανής ηγεσίας εις την άσκηση εξωτερικής πολιτικής εξισορρόπησης των ρωσικών συμφερόντων με τα συμφέροντα των χωρών του Κόλπου (Aurangzeb Qureshi, 2016).
Οι σχέσεις Ρωσίας με τη Σαουδικής Αραβίας και η μετάβαση εις τη «μετά το πετρέλαιο» εποχή
Οι διμερείς σχέσεις μεταξύ της ορθοδόξου Ρωσίας με το σουνητικό/ουαχαμπιτικό Βασίλειο της Αραβικής Χερσονήσου δομήθηκαν τα τελευταία χρόνια βάσει της εκ διαμέτρου αντιθέτου προσεγγίσεως του Συριακού Ζητήματος και της μακραίωνης συγκρούσεως μεταξύ σουνιτικού και σιιτικού κόσμου. Τω όντι, η Σαουδική Αραβία του οίκου των Saud αποσκοπούσε εις την εκ βάθρων ανατροπή του Σύρου προέδρου Bashar Al Assad και την εγκατάσταση μεταπολεμικώς ενός φίλα προσκειμένου σουνιτικού καθεστώτος, με σκοπό την διακοπή του σιιτικού άξονος Ιράν-Συρία-Χεζμπολά/Λίβανος και την ενδυνάμωση της σουνιτικής εκφάνσεως του Ισλάμ στη Μέση Ανατολή. Είναι γεγονός, άλλλως τε, ότι η Σαουδική Αραβία, ούσα το μέλος με τη μεγαλύτερη παραγωγή πετρελαίου στον Οργανισμό Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών – OPEC (2015: 10.046.000 bbl/ημέρα, αποθεματικό: 268.290.000.000 bbl, WorldAtlas.com), διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο γεωσύμπλοκο της Μέσης Ανατολής αλλά και παγκοσμίως, δεδομένου ότι εκείνη κατ΄ουσίαν διαμορφώνει τις τιμές πετρελαίου ανά την υφήλιο.
H γνώση της παρούσης πραγματικότητος είχε ως άμεσο απότοκο για τη Ρωσία να προβεί σε σχετική συμφωνία με την Σαουδική Αραβία αποσκοπώντας εις την επίτευξη συνεργασίας ως προς τα φλέγοντα ζητήματα της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου, αποφασίζοντας από κοινού τη σταδιακή μείωση μελλοντικώς της παραγωγής πετρελαίου για την επικειμένη αύξηση των τιμών (Ruby Lian, Josephine Mason, Rania El Gamal, 2016). Αντάλλαγμα προς την Σαουδική Αραβία, μύχια επιθυμία της οποίας ήτο η διατήρηση της υψηλής παραγωγής πετρελαίου και η επακόλουθη εξασφάλιση της χαμηλής του τιμής έναντι των εκ διαμέτρου αντιθέτων συμφερόντων του διαθέτοντος λιγότερα αποθεματικά πετρελαίου Ιράν (2015: αποθεματικό: 157.800.000.000 bbl, WorldAtlas.com), στάθηκε μία σειρά ρωσικών επενδύσεων, οι οποίες πρόκειται να συνδράμουν εις την συγκέντρωση μέρους του απαραιτήτου κεφαλαίου που έχει ανάγκη το αραβικό κράτος για την υλοποίηση της πρωτοβουλίας «Vision 2030», της οποίας ο βασικός σχεδιασμός στοχεύει εις την ομαλή μετάβαση της χώρας στη «μετά το πετρέλαιο εποχή» (Simon Mabon, 2018). Παράλληλα, η συμφωνία αυτή εξυπηρετεί το σαουδαραβικό κράτος εφόσον η αύξηση της τιμής του πετρελαίου θα σταθεί αρωγός στις τιμές της σαουδαραβικής εθνικής πετρελαϊκής εταιρείας Saudi Aramco στο χρηματιστήριο (Simon Mabon, 2018). Στην προκειμένη περίπτωση, η Σαουδική Αραβία, η οποία εκφράζει παραδοσιακώς τα αγγλοσαξονικά συμφέροντα στην περιοχή, βρέθηκε προ τετελεσμένων γεγονότων, αφού η σταδιακή μείωση του αμερικανικού ρόλου στη Μέση Ανατολή ακολουθήθηκε από την αύξηση της ρωσικής επιρροής, καθώς ο ρωσο-ιρανικός άξονας δηλώνει παρών και ακμάζων. Το μόνο που έχει και εν πολλοίς δύναται να πράξει είναι η προσαρμογή αυτής εις την καινή πραγματικότητα και η προσπάθεια δραστηριοποίησης στο νέο «μεσανατολικό status quo», αποσκοπώντας στα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη.
Σύνοψις
Διά της παρούσης μελέτης επεχειρήθη η απόδειξη και η περεταίρω τεκμηρίωση του ισχυρισμού ότι η ασκηθείσα εκ μέρους της Ρωσίας εξωτερική πολιτική εις το υποσύστημα της Αραβικής Χερσονήσου του γεωπολιτικού συμπλόκου της Ευρυτέρας Μέσης Ανατολής είχε πρώτιστο και πασίδηλο σκοπό την επίτευξη ανακατανομής ισχύος και, κυρίως, την επέκταση της επιρροής της εις την οριζομένη περιοχή και τους υποσυστημικούς δρώντες. Η επιτυχής εργαλειοποίηση της ενεργειακής πολιτικής ως το καταλληλότερο «μέσο επικοινωνίας» με τις ηγεσίες των σουνιτικών χωρών της Μέσης Ανατολής καθώς και η κατά τ’ άλλα μεθοδευμένη εμπορευματοποίηση της οπλικής της βιομηχανίας ήδη πριν από τη σταδιακή μείωση της αμερικανικής παρουσίας αναπόφευκτα διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην παγίωση της ρωσικής ισχύος στην περιοχή. Ας μην λησμονείται, άλλως τε, η σύμπτωση εν πολλοίς της Μέσης Ανατολής και της γεωγραφικής περιοχής της Κεντρικής Ασίας με την ευρυτέρα περιοχή την οποία το δόγμα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής κατονομάζει «Εγγύς Εξωτερικό» και ο έλεγχος του οποίου κρίνεται απαραίτητος για την ρωσική ασφάλεια.
Δεν θα ήτο διόλου αφελές η υποστήριξη της απόψεως ότι η επί σειρά ετών διπλωματική δραστηριοποίηση της Ρωσίας, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο μίας ευρυτέρας στρατηγικής, σε άρρηκτο συνδυασμό με τις οικονομικές συνδιαλλαγές με τον σουνιτικό κόσμο της Αραβικής Χερσονήσου καθιστά πλέον σαφή την ενεργή παρουσία της περιλαλήτου Ρωσικής Άρκτου ως «ενεργειακός παίκτης», ο οποίος στρέφει αποκλειστικά το ενδιαφέρον του στην υλοποίηση των δικών του συμφερόντων διά της ακολουθίας μίας τρόπον τινά μεθόδου εξαγοράς των σουνιτικών ηγεσιών! Το γεγονός της εκ παραλλήλου σημειωθείσας επικοινωνίας τόσο με το σιιτικό Ιράν όσο και με το σουνιτικό Σαουδαραβικό Βασίλειο, εν καιρώ της σύγκρουσής των στο συριακό πεδίο και γενικότερα, αποτελεί τρανταχτό παράδειγμα της ευελιξίας και της αγχίνοιας της ρωσικής διπλωματίας, της οποίας στόχος τίθεται η εδραίωση της ρωσικής παρουσίας στην περιοχή σε ρόλο «ρυθμιστή». Ενθάδε τίθεται το καίριο ερώτημα περί της στάσεως της νεοθωμανικών και χαλιφατικών βλέψεων τουρκικής ηγεσίας απέναντι στους μακροπροθέσμους σχεδιασμούς του φίλου ρωσικού έθνους επί των πεδίων εις τα οποία στηρίζεται η τουρκική κομπορρημοσύνη... Ίδωμεν!
Συμπερασματικά, η σημειωθείσα υποχωρητικότητα των αμερικανικών/ αγγλοσαξονικών δυνάμεων από την εξεταστέα περιοχή σε συνδυασμό με την αυξημένη ρωσική δραστηριοποίηση στον ενεργειακό κόσμο της Μέσης Ανατολής σημαίνει αυτομάτως την σταδιακή προσκόλληση υποσυνόλων του γεωσυμπλόκου αυτού ζωτικής σημασίας στην ρωσική σφαίρα επιρροής. Μία τέτοια εξέλιξη θα σήμανε παντί τρόπω την βιαία διάρρηξη του, κατά τον κορυφαίο Αμερικανό στρατηγιστή Nicholas J. Spykman, Αναχωματικού Δακτυλίου (Rimland) και, κατ’ επέκτασιν, την αμφισβήτηση της αγγλοσαξονικής κυριαρχίας επί της Παγκοσμίου Νήσου (World Island).
*H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.