Ο εμφύλιος. Μια ελληνική κυρίως υπόθεση
Δεν ήταν η ένοπλη αναμέτρηση του εμφυλίου προϊόν συνωμοσίας της αριστεράς ή της δεξιάς μολονότι ήταν αναπόφευκτο να επιδιώξουν και οι δύο πλευρές να ταυτίσουν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης με τις επιδιώξεις των πρωταγωνιστών του Ψυχρού Πολέμου, της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ. Όμως τον ελληνικό εμφύλιο δεν προκάλεσαν ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Σοβιετική Ένωση αλλά η αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να επιβάλλει το νόμο και να εξασφαλίσει την ισονομία και η άρνηση της ηγεσίας του ΚΚΕ να συνεργαστεί με τους πολιτικούς της αντιπάλους τους οποίους περιφρονούσε. Υπήρξαν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μεταπολεμικές εκρηκτικές κοινωνικές συνθήκες χωρίς όμως να οδηγηθούν στην ένοπλη σύγκρουση.
Περισσότερο από όλες τις μορφές ένοπλης βίας, ο εμφύλιος πόλεμος ενέχει το στοιχείο της οικειότητας ανάμεσα στους εμπόλεμους που καθιστά τις διαφορές τους πιο προσωπικές και γιαυτό αγεφύρωτες. Αν οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού έβλεπαν τους αντιπάλους του Εθνικού Στρατού σαν μίσθαρνα όργανα του «μοναρχοφασισμού», οι αντίπαλοι τους θεωρούσαν αποστάτες μιας μεγάλης εθνικής παράδοσης και ενεργούμενα μιας ξενοκίνητης συνωμοσίας. Έτσι ενώ οι πόλεμοι μεταξύ κρατών τερματίζονται συνήθως όταν μια από τις δύο πλευρές επιβληθεί στο πεδίο της αναμέτρησης, ο εμφύλιος συνεχίζεται μέσα στις ψυχές των αντιπάλων πολλά χρόνια μετά την έκβαση του.
Τον ελληνικό εμφύλιο προκάλεσαν κυρίως οι Έλληνες και όσο πιο γρήγορα οι ιστορικοί μας αντιληφθούν την απλή αυτή αλήθεια τόσο πιο γρήγορα θα αρχίσει να ξετυλίγεται ο μπερδεμένος μίτος της ιστορικής μας Αριάδνης. Υπήρξαν βέβαια ξένες δυνάμεις που θέλησαν να επωφεληθούν από την αδυναμία της Ελλάδας να επιβάλει την κυριαρχία της σε πληθυσμούς της βορειοδυτικής κυρίως Μακεδονίας οι οποίοι είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές και με τη γιουγκοσλάβικη ενθάρρυνση αναζητούσαν αυτόνομη η ανεξάρτητη κρατική οντότητα μετά τον πόλεμο.
Μια από τις τελευταίες πράξεις του Νίκου Ζαχαριάδη Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ ήταν η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (Ε΄ Ολομέλεια) τον Ιανουάριο του 1949 με την οποία υποσχόταν την «εθνική αποκατάσταση» των Σλαβομακεδόνων. Ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ είχε προφανώς οδηγηθεί στην απόφαση αυτή για το Μακεδονικό από την επιθυμία του να θέσει υπό τον έλεγχο του κόμματος του τους φιλογιουγκοσλάβους κομμουνιστές τη στιγμή ακριβώς που ο Τίτο, εξαιτίας της ρήξης του με την Κομινφόρμ, είχε αναγκαστεί να αναστείλει τον μακεδονικό αλυτρωτισμό. Ο Ζαχαριάδης έσπευσε να ταυτιστεί με τον αντίπαλο του Τίτο, βουλγαρικό αλυτρωτισμό στη Μακεδονία. Η θέση για την αυτονομία αυτή της Μακεδονίας εγκαταλείφθηκε με απόφαση της ΣΤ΄ Ολομέλειας τον Οκτώβριο του 1949, όμως η ζημιά είχε γίνει πια.