Ελλάς, (ξανα)μπορείς
Φυσικά και όχι, ούτε έχουμε προκριθεί στο Μουντιάλ της Ρωσίας, ούτε καν έχουμε καπαρώσει τη δεύτερη θέση που οδηγεί στα μπαράζ. Το Βέλγιο ξέφυγε με τέσσερις πόντους διαφορά, ενώ η Βοσνία είναι μόλις ένα βαθμό πίσω μας και δε σκοπεύει να παραδοθεί αμαχητί. Αλήθεια, όμως, ποιος είδε το χθεσινό ματς στην «κόλαση» της Ζένιτσα και δεν πιστεύει πως η Ελλάδα είναι... και πάλι εδώ; Η αρχή είχε γίνει τον περασμένο Μάρτιο με την ισοπαλία (για λίγα λεπτά θα ήταν νίκη) στην έδρα του πανίσχυρου Βελγίου και χθες στην Βοσνία η γαλανόλευκη ήρθε να επιβεβαιώσει πως είναι ξανά ΟΜΑΔΑ.
Για περίπου δύο χρόνια ήταν κάτι σαν... περιοδεύων θίασος. Παίκτες άνευροι, προπονητές και διοίκηση... αλλού, με αποτέλεσμα να μας κάνουν πλάκα (δύο φορές, μάλιστα) μέχρι και τα Νησιά Φερόε. Πραγματικά ποιος θα το περίμενε πριν από λίγο καιρό ότι θα υπήρχαν Έλληνες διεθνείς μήνα Ιούνιο, που ενώ δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής λόγω τιμωρίας, πως θα ταξίδευαν με την υπόλοιπη αποστολή στην Βοσνία, αντί να είναι... στην Μύκονο; Κι όμως, Σάμαρης, Τζαβέλλας και Ταχτσίδης άφησαν τις διακοπές τους (κανείς δε θα μπορούσε να τους κακολογήσει αν έπρατταν το αντίθετο), προκειμένου να βρεθούν κοντά στους συμπαίκτες τους και να τους στηρίξουν ψυχολογικά. Αν μη τι άλλο, αυτό είναι δείγμα ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ.
Αυτό το οικογενειακό κλίμα είναι το σημαντικότερο έργο του Μίκαελ Σκίμπε, στη μέχρι τώρα παρουσία του στον πάγκο της εθνικής μας, πάνω και από την οποιαδήποτε τακτική στον αγωνιστικό χώρο. Ακολουθώντας τα χνάρια του συμπατριώτη του, Ότο Ρεχάγκελ, ο Γερμανός τεχνικός κατάφερε να «πωρώσει» ξανά τους Έλληνες διεθνείς, όταν φορούν τη φανέλα με το εθνόσημο. Του πιστώνεται το γεγονός πως έκανε ποδοσφαιριστές (Τζιόλης, Μανιάτης) να αισθάνονται χρήσιμοι στην ομάδα και τους στήριξε, ακόμη και όταν αυτοί είχαν μπει στο «ψυγείο» από τους συλλόγους τους. Η μόνη του διαφορά με τον «Όθωνα» είναι πως ο Σκίμπε δεν έκανε την εθνική ένα κλειστό club ποδοσφαιριστών, αλλά έδωσε την ευκαιρία και σε πολλούς άλλους. Νομίζω πως η χθεσινή εμφάνιση του Ζέκα (επέμενε γι’ αυτόν ο Γερμανός να αποκτήσει ελληνικό διαβατήριο) και το ποδοσφαιρικό θράσος του Δώνη αποτελούν τα καλύτερα παραδείγματα δικαίωσής του.
Οι διεθνείς μας έδειξαν πως είναι μια γροθιά, ακόμη και όταν ένιωσαν ότι κινδυνεύουν οι φίλαθλοί μας στις εξέδρες (επιτρέψτε μου να μην αναφερθώ σε τίποτα μη ποδοσφαιρικό) από τους Βόσνιους αστυνομικούς (!) και οπαδούς. Αντίστοιχο... θάρρος έδειξε και ο διαιτητής της αναμέτρησης, Νίκολα Ριτσόλι. Ο Ιταλός ρέφερι δε... μάσησε ούτε από τα «καραγκιοζιλίκια» των Βόσνιων διεθνών, ούτε από τα «καουμποϊλίκια» της εξέδρας. Πιστέψτε με, ήμασταν πολύ τυχεροί που άρχοντας της αναμέτρησης ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει σφυρίξει τελικούς Παγκοσμίου Κυπέλλου (2014) και Τσάμπιονς Λιγκ (2013). Η εμπειρία του ήταν καθοριστική, κάθε φορά που οι αντίπαλοί μας προσπαθούσαν να τον ξεγελάσουν, προκειμένου να τους δώσει πέναλτι. Πολύ φοβάμαι, πως αν ήταν άλλος διαιτητής χθες στην Ζένιτσα, ίσως να είχε... λυγίσει από την πίεση της κερκίδας. Ο Ριτσόλι, όμως, όχι.
Κάπως έτσι, η γαλανόλευκη στάθηκε όρθια χθες στην Βοσνία και έκανε τους Έλληνες να ονειρεύονται ξανά. Για να μην παρεξηγηθώ, όχι σε μέρες 2004, αλλά στις μέρες που κάθε αντίπαλος – όσο ισχυρός κι αν ήταν – έπρεπε να... φτύσει αίμα για να μας λυγίσει. Αυτό είναι το ποδοσφαιρικό μας DNA, που είχαμε χάσει τη διετία 2014-2016. Ίσως για μία ακόμη φορά, να... θέλαμε τον Γερμανό μας.