Ο Εθνικός κήπος των παραμυθιών και των αστέγων
Όαση χαράς, δροσιάς τώρα το καλοκαίρι, μια «παραμυθούπολη» στα μάτια των μικρών παιδιών, όπου ανάμεσα στα δέντρα αναζητούν την «Κοκκινοσκουφίτσα», τους «7 νάνους» και τον «κακό λύκο».
Είναι το καταφύγιο μας λοιπόν, για εμένα και για πολλές άλλες μαμάδες. Είναι η καθημερινή μας βόλτα.
Μόλις μπούμε στον κήπο, «στο δάσος» που λέει κι ο γιός μου, τα παιδιά περπατούν αμέριμνα, το ίδιο κι εμείς. Έχοντας σε μια τσαντούλα το μπαγιάτικο ψωμί για να ταϊσουμε τα ζωάκια, ξεκινάμε από τη λίμνη με τα βατραχάκια, μετά πάμε στα ψαράκια, στο ποταμάκι, στο ρυάκι κι ύστερα στα υπόλοιπα ζώα.
Περνάμε από τα κατσικάκια, τις κότες, τον κόκορα «τον Μήτσο», τα κουνελάκια κι ύστερα όλο χαρά ο γιός μου, τρίβει με τα χεράκια του το ψωμί και ταϊζουμε τις πάπιες.
Αυτό κάναμε δηλαδή μέχρι πριν από λίγες μέρες, οπότε συνέβη το εξής: την ώρα που έβγαζα το ψωμί από την τσάντα, ένας ευγενικός κύριος, γύρω στα 50, μου είπε «μπορείτε, σας παρακαλώ, να δώσετε σε εμένα το ψωμί;».
«Βεβαίως!», του απάντησα. Με ευχαρίστησε κι έφυγε. Από τον «παράδεισο» προσγειώθηκα στην σκληρή πραγματικότητα.
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας στις κούνιες του Κήπου και κατά την επιστροφή μας προς το σπίτι, παρατήρησα πως στα παγκάκια υπήρχαν «τάπερ» και σακούλες με φαγητά, για να τα πάρουν άστεγοι και άνθρωποι που έχουν ανάγκη.
Βγαίνοντας από την πόρτα στην Ηρώδου Αττικού, απέναντι από το Μέγαρο Μαξίμου, αναρωτήθηκα «είναι τόσο κοντά τους η φτώχεια... μα και τόσο μακριά τους, που κανείς δεν μπορεί να μην βλέπει ή δεν θέλει να δει!».
Και τι να πεις στα παιδιά όταν σε ρωτούν «γιατί δεν ταΐζουμε πια τις πάπιες»; Ό,τι κάποιοι άλλοι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη; Να τα προβληματίσεις από τώρα; Όχι, τα παραμύθια έχουν πάντα καλό τέλος! Απάντησα στον γιό μου ότι «ευτυχώς, τις...πάπιες τις φροντίζουν πιά οι φύλακες του Κήπου»...