Ζητείται Ελπίς…
Γέμισε ο τόπος. Και αυτοί όπως εμείς οι υπόλοιποι, εκτός από όλες τις υποδιαιρέσεις του ευρώ , ζητούν ελπίδα…
Το περιστατικό που είδα ήταν για μένα πρωτόγνωρο. Μάλιστα θεωρούσα ότι η συγκεκριμένη κατηγορία-ομάδα ανθρώπων έχει ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης.
Η ζωή όμως πάντα φροντίζει να ξεθεμελιώσει με τον τρόπο της, τις εντυπώσεις και τις θεωρίες μας.
Δυο ζητιάνοι είχαν πιαστεί στα χέρια , για το πόστο του φαναριού. Αδύνατοι σαν τα κλαράκια, μέσα στην απλυσιά και τη δυσωδία , πάλευαν σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο, για το μεροκάματο!
Ο ένας χρόνια στις ουσίες ήταν φανερό και ο άλλος αλλοδαπός, από τα βάθη της ανατολής. Η κίνηση των χεριών τους θύμιζε μαριονέτες. Άνευρη, σαν κάποιος από ψηλά να τους κρατούσε με αόρατες κλωστές. Το μόνο πράγμα που έδειχνε ζωντανό πάνω τους ήταν το βλέμμα τους. Σαν κάρβουνο με ανάμνηση φωτιάς…
Δεν καταλάβαινα σε τι γλώσσα γινόταν ο τσακωμός που συνεχιζόταν μέχρι που έφυγα από το φανάρι. Ποιος άλλωστε από εμάς τους γύρω-γύρω είχε τη διάθεση να χωρίσει δύο κουρελιάρηδες;
Πέρασα και την επόμενη μέρα από εκεί. Λύση…στο θέμα δεν είχε βρεθεί.
Ήταν και οι δύο εκεί. Ορμούσαν και οι δύο στα αυτοκίνητα, με αποτέλεσμα και όσοι ήθελαν να δώσουν τον οβολό τους να μην τολμούν να ανοίξουν το παράθυρο.
Σε ποιο χέρι να ανταποκριθείς; Ποιόν να διαλέξεις ; Στράφι πήγαιναν οι μέρες και για τους δύο.
Μετά από καιρό στο ίδιο στέκι εμφανίστηκε ένας τρίτος. Κοιτούσα από εδώ, κοιτούσα από εκεί να δω τους «δικούς μου». Πουθενά.
Ο καινούριος ένοικος μου είπε ότι ένα από τα κλαράκια ,τράβηξε μαχαίρι και έτσι το πόστο άδειασε…
Δεν ξέρω αν είχαν «αμύθητες» περιουσίες όπως λέει ο αστικός μύθος για τους ζητιάνους αλλά λυπήθηκα πολύ.
Για κάποιους το «ζητείται ελπίς» είναι από την αρχή, μια χαμένη υπόθεση…