Της κρίσεως η καχυποψία και λοιπά δεινά
Λες και μαζί του κουβαλούσε όλες τις μοίρες των υπολοίπων, λες και το δικό του «καλό», προκαλούσε το «κακό» των διπλανών του. Τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οι δαίμονες πολλαπλασιάζονται, το «εγώ» λαμβάνει διαστάσεις τέρατος έτοιμο να καταβροχθίσει το «εμείς».
Τι κι αν μεγαλώσαμε με τη ρομαντική ιδέα του μαζί θα καταφέρουμε τα πάντα, μαζί θα ζήσουμε την ελευθερία, μαζί θα δημιουργήσουμε, μαζί έστω θα καταστρέψουμε. Τώρα είναι απλά αδύνατο. Γιατί το μαζί εμπεριέχει σαν έννοια τη δυναμική της αλληλεπίδρασης, της επικοινωνίας, της αλήθειας. Αλλά για ποια αλήθεια να τολμήσουμε να μιλήσουμε; Η αλήθεια του καθενός από εμάς «κατασκευάζεται» από τις περιπέτειες της απομονωμένης του καθημερινότητας. Κάθε ιστορία μία διαφορετική οπτική, μία διαφορετική ανάγκη. Φόβος, άγχος καχυποψία, οι μοναδικοί κοινοί παρονομαστές. Κοιτάζεις από δω κι από κει απεγνωσμένα να αποκωδικοποιήσεις κοινές σκέψεις, μήπως και γεννηθεί ελπίδα για κουβέντα. Έτσι όπως τον παλιό καλό καιρό, στα καφενεία, στα μπαράκια, στο πεζοδρόμιο, έξω από το αυτοκίνητο πριν πάρεις το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.
Ανοίγω το αυτοκίνητο, βάζω μπρος και στο τέρμα τη μουσική, αφήνω τις νότες να μιλήσουν, να πουν όλα όσα ονειρευτήκαμε στα είκοσι, προλάβαμε να ζήσουμε μέχρι τα τριάντα και κάπου εκεί πριν τα τριανταπέντε, παγώσαμε.
Ποτέ άλλοτε δε θυμάμαι να ήμασταν τόσο μαζί και τόσο μόνοι. Κεφάλια σκυμμένα να δουλεύουν ώρες ατελείωτες χωρίς να ανταλλάσουν μία ουσιαστική ματιά, ένα χαμόγελο μία σκέψη , μία συμβουλή . «Προσοχή, οι συμβουλές το2014 της κρίσης κοστίζουν θέσεις εργασίας.» θα με «συμβουλεύσει» φιλικά ένα κουρασμένο, γερασμένο από τις σκέψεις πρόσωπο. Σκέψεις που δεν αφορούσαν εκείνον αλλά τους άλλους, που επιβουλεύονταν το μέλλον του, ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Γέρασε μέσα σε πέντε χρόνια. Οι υποψίες, του χάραξαν πρόωρα ρυτίδες, ρυτίδες κενές, από σοφία και γλύκα, που σίγουρα δε θυμίζουν εκείνες που πασχίζεις να αποκτήσεις με τα χρόνια. Δεν είναι μόνο το άδειο πορτοφόλι, είναι και η άδεια ψυχή, αυτή που θα κληθούμε να παραδώσουμε όταν έρθει εκείνη η ώρα.