Μέση Ανατολή: Οι “αλυσιδωτές αντιδράσεις” Τουρκίας, ΗΠΑ, PKK με... φόντο τον ISIS
Του Χάρη Καρανίκα
Στις 23 Οκτωβρίου 2024, επτά άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και 22 τραυματίστηκαν σε ένοπλη επίθεση στα κεντρικά γραφεία της Τουρκικής Αεροδιαστημικής Βιομηχανίας (TUSAS) στην ευρύτερη περιοχή της Άγκυρας.
Οι δύο δράστες της τρομοκρατικής επίθεσης σκοτώθηκαν λίγη ώρα αργότερα. Το συγκεκριμένο περιστατικό συνέβη κατά τη διάρκεια μεγάλης έκθεσης για την αμυντική και αεροδιαστημική βιομηχανία στην Κωνσταντινούπολη.
Αιχμή του δόρατος της TUSAS θεωρείται το υπό ανάπτυξη μαχητικό TF-X, ή αλλιώς Kaan, το οποίο, όπως υποστηρίζει η εταιρεία, είναι πέμπτης γενιάς και έχει χαρακτηριστικά stealth. Το πρότζεκτ TF-X έχει ξεκινήσει εδώ και περίπου 15 χρόνια, από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, με τη φάση ανάπτυξης σε πλήρη κλίμακα να ξεκινά το 2016, μετά τον σχεδιασμό του. Το πρωτότυπο έκανε τις πρώτες δοκιμές τροχιοδρόμησης πέρυσι, ενώ η πρώτη δοκιμαστική πτήση έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο που πέρασε.
Όταν το πρότζεκτ TF-X ξεκίνησε, η απαίτηση της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας για ένα μαχητικό πέμπτης γενιάς ήταν λιγότερο επείγουσα. Ως εταίρος επιπέδου 3 στο πρόγραμμα Joint Strike Fighter, η Τουρκία σχεδίαζε να αποκτήσει 100 F-35. Ωστόσο, όταν η Τουρκία αποβλήθηκε από το πρόγραμμα Joint Strike Fighter το 2019, αφού αρνήθηκε να εγκαταλείψει την αγορά των ρωσικών συστημάτων αεράμυνας S-400 και αποκλείστηκε από την πρόσβαση στα F-35, οι ανάγκες της για μαχητικά πέμπτης γενιάς με δυνατότητες stealth αυξήθηκαν σημαντικά.
Όμως, τα δημοσιονομικά προβλήματα θα μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο στην επιτυχία του πρότζεκτ TF-X, σύμφωνα με δηλώσεις ειδικών - ακόμη και ενώ ο ίδιος ο πρόεδρος της Τουρκίας αναζητά εταίρους για το πρόγραμμα. “Αναπόφευκτα, το TF-X θα αντιμετωπίσει οικονομικές δυσκολίες σύμφωνα με την οικονομική κατάσταση της χώρας” δήλωσε ο Ozgur Eksi, αμυντικός αναλυτής στην Άγκυρα.
Η αναζήτηση εταίρων για τα τουρκικά μαχητικά πέμπτης γενιάς δεν φαίνεται να είναι εύκολη υπόθεση. Τον Αύγουστο του 2023 ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας Γιασάρ Γκιουλέρ είχε αναγγείλει ότι το Πακιστάν επρόκειτο να υπογράψει συμφωνία για να συμμετάσχει στο πρότζεκτ. Επιπλέον υπογράφηκε με το Αζερμπαϊτζάν πρωτόκολλο για τη διερεύνηση συμμετοχής του στο πρόγραμμα. Στόχος της Τουρκίας είναι να προχωρήσει στη μαζική παραγωγή τους έως τα τέλη της δεκαετίας. Όμως, τον Ιανουάριο του 2024, το Πακιστάν άρχισε να αμφιταλαντεύεται προς κινεζικά μαχητικά εν μέσω της οικονομικής αβεβαιότητας για την εξέλιξη του τουρκικού πρότζεκτ, ενώ η συνεργασία με το Αζερμπαϊτζάν αφορά προς το παρόν την κατασκευή ανταλλακτικών και με το που ξεκινήσει η μαζική παραγωγή θα αποκτήσει κάποια από την πρώτη παρτίδα των 20 μαχητικών.
Με αυτά τα δεδομένα, το τρομοκρατικό χτύπημα στην TAI δεν φαίνεται να είναι καθόλου τυχαίο. Πρόκειται για μία επίθεση με έντονο συμβολισμό, καθώς το πιο φιλόδοξο πρότζεκτ στρατιωτικού εξοπλισμού της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια -αν όχι δεκαετίες- βρίσκεται σε κρίσιμο στάδιο.
Στις 25 Οκτωβρίου το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) ανέλαβε την ευθύνη για το τρομοκρατικό χτύπημα στην TUSAS. Αμέσως μετά την επίθεση, ξεκίνησαν τουρκικές αεροπορικές επιδρομές σε θέσεις όπου βρίσκονταν Κούρδοι μαχητές - από τους βομβαρδισμούς αναφέρθηκε ότι έχασαν τη ζωή τους τουλάχιστον 12 πολίτες και τραυματίστηκαν περισσότεροι από 25. Σύμφωνα με το τουρκικό υπουργείο Άμυνας επλήγησαν 120 στόχοι σε Βόρειο Ιράκ και Βόρεια Συρία.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πριν ακόμα γίνει η επίσημη ανάληψη ευθύνης από το PKK, κατά το εσπευσμένο ταξίδι επιστροφής του από το συνέδριο των BRICS λόγω της επίθεσης, στράφηκε κατά των ΗΠΑ εξαπολύοντας κατηγορίες περί στήριξης τρομοκρατικών οργανώσεων που έχουν στο στόχαστρό τους την Τουρκία. “Το PYD-YPG, το συριακό παρακλάδι της τρομοκρατικής οργάνωσης PKK, καταδικάζεται να εγκαταλειφθεί. Η Αμερική έχει στην αγκαλιά της το PYD-YPG, αλλά όταν τελειώσει ο χρόνος, θα πρέπει να το αφήσει μόνο του”, δήλωσε, προσθέτοντας ότι η επίθεση ήταν μία “επιχείρηση διείσδυσης” από τη Συρία.
Οι αντιδράσεις από την αμερικανική πλευρά δεν άργησαν: 24 μέλη του Κογκρέσου απέστειλαν διακομματική επιστολή στον υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν ζητώντας του να καταδικάσει την “εμπρηστική ρητορική” του Τούρκου προέδρου που υπονομεύει τους βασικούς συμμάχους των ΗΠΑ στην αντιμετώπιση της διεθνούς τρομοκρατίας. “Η προώθηση επιβλαβών , αντιδημοκρατικών πολιτικών από τον Ερντογάν και η ευθυγράμμιση του με τον άξονα του κακού επιβαρύνουν τις σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας. Εάν αυτή η τάση συνεχιστεί, οι ΗΠΑ θα πρέπει να εξετάσουν μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η Τουρκία συμμορφώνεται με τις νατοϊκές υπηρεσίες της”, επεσήμαναν τα μέλη του Κογκρέσου.
Στη συνέχεια, τη σκυτάλη πήραν τουρκικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία επικαλούνταν πηγές από υπηρεσίες πληροφοριών: σε δημοσιεύματά τους σημείωναν ότι το PKK είχε λάβει εντολή από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ για κλιμάκωση επιθέσεων στην Τουρκία έπειτα από την πρόσκληση -που υποστήριξε και ο Ερντογάν- προς τον φυλακισμένο ηγέτη του PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν, να μιλήσει στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση αν εγγυώνταν ότι θα καταθέσεουν τα όπλα.
Οι Αμερικανοί στήριζαν τους Κούρδους τα χρόνια των μαχών κατά του ISIS στη Συρία και στο Ιράκ. “Σε μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχο της συριακής αντιπολίτευσης και υπό την κυριαρχία των Κούρδων μαχητών, αρκετές χιλιάδες στρατιώτες των ΗΠΑ αναπτύχθηκαν εκεί για να βοηθήσουν τη συνεχιζόμενη επίθεση κατά του χαλιφάτου” αναφέρει ο Τζον Μπόλτον, πρώην σύμβουλος Ασφαλείας του Ντόναλντ Τραμπ, στο βιβλίο του “Το Δωμάτιο Όπου Συνέβη”. Όπως επισημαίνει ο Μπόλτον, ο Ερντογάν υποτίθεται ότι ενδιαφερόταν να καταστρέψει το χαλιφάτο του ISIS, “αλλά ο πραγματικός εχθρός του ήταν οι Κούρδοι, οι οποίοι, πίστευε με κάποια δικαιολογία, ήταν σύμμαχοι του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν, ή PKK, στην Τουρκία, την οποία οι ΗΠΑ θεωρούσαν από καιρό τρομοκρατική ομάδα (…) Τούτου λεχθέντος, η Αμερική είχε εδώ και καιρό υποστηρίξει τις κουρδικές προσπάθειες για μεγαλύτερη αυτονομία ή ακόμα και ανεξαρτησία από το Ιράκ, και ένα κουρδικό κράτος θα απαιτούσε προσαρμογές των συνόρων για τα υπάρχοντα κράτη στη γειτονιά”.
Ο Μπόλτον ήταν αυτός που ανέλαβε το πρότζεκτ αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από την βορειοανατολική Συρία το 2019. “Ο Τραμπ είπε (στον Ερντογάν) ότι ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει τη Συρία εάν η Τουρκία ήθελε να χειριστεί το υπόλοιπο ISIS. Η Τουρκία θα μπορούσε να κάνει τα υπόλοιπα και εμείς θα βγαίναμε. Ο Ερντογάν έδωσε τον λόγο του σε αυτό το σημείο, αλλά είπε ότι οι δυνάμεις του χρειάζονται υλικοτεχνική υποστήριξη”, αναφέρει ο Μπόλτον στο βιβλίο του. “Θα έπρεπε να κάνουμε δήλωση ότι είχαμε καταπολεμήσει τον ISIS, είχαμε ολοκληρώσει την αποστολή μας στη Συρία και φεύγαμε. Ως άλλη προεκλογική υπόσχεση, όπως με το Αφγανιστάν, (ο Τραμπ) ήταν αποφασισμένος να τηρήσει ό,τι είχε πει”, επισημαίνει ο Μπόλτον.
Στις 6 Οκτωβρίου 2019, τα αμερικανικά στρατεύματα διατάχθηκαν να αποσυρθούν από τη βορειοανατολική Συρία. Τρεις ημέρες μετά τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη βομβάρδισαν στόχους και πραγματοποίησαν αεροπορικές επιδρομές με αποτέλεσμα τον θάνατο τουλάχιστον 90 αμάχων και τον εκτοπισμό περισσοτέρων από 300.000 ανθρώπων. Μετά τις επιχειρήσεις της Τουρκίας η Διεθνής Αμνηστία δήλωνε ότι έχει συγκεντρώσει αποδεικτικά στοιχεία για “εγκλήματα πολέμου” και “παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων”, οι ΗΠΑ επέβαλαν επέβαλαν κυρώσεις σε τουρκικά υπουργεία και ανώτερους κυβερνητικούς αξιωματούχους, ευρωπαϊκά κράτη και Καναδάς προχώρησαν σε εμπάργκο όπλων στην Τουρκία και η Ρωσία ανέπτυξε στρατεύματα στην περιοχή.
Κι όσο για τις προθέσεις Ερντογάν να καταστρέψει το χαλιφάτο του ISIS; Οι Αμερικανοί σαφώς και δεν είχαν πιστέψει τα λεγόμενα του Τούρκου προέδρου. Σύμφωνα με στοιχεία που έχει συγκεντρώσει το Foundation for Defense of Democracies (FDD), ένα think tank με έδρα την Ουάσινγκτον που ειδικεύεται σε αναλύσεις για το Ιράν και την Τουρκία, πολλοί στην γειτονική μας χώρα που κρατήθηκαν ως ύποπτοι σε έρευνες κατά του ISIS αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ σε ελάχιστους ασκήθηκαν διώξεις και ακόμα λιγότεροι τελικά καταδικάστηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος τουρκικών καταδικαστικών αποφάσεων κατά μελών του ISIS , που ήδη ήταν σπάνιες στα κατώτερα δικαστήρια της Τουρκίας, έχουν απορριφθεί από ανώτερους δικαστές που φαίνεται να ακολουθούν τις επιεικείς οδηγίες της κυβέρνησης Ερντογάν, σύμφωνα με το FDD.
Σε έκθεση των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, στοιχεία της οποίας διέρρευσαν στο Jane’s Intelligence, τον Ιανουάριο του 2015, έως και 3.000 “πυρήνες” του ISIS ενδέχεται να βρίσκονταν στην Τουρκία. Παρά το τεράστιο μέγεθος της παρουσίας του Ισλαμικού Κράτους, ο αριθμός των συλλήψεων που σχετίζονταν με το ISIS εκείνη την εποχή ήταν ιδιαίτερα χαμηλός.
Όπως φαίνεται από τα στοιχεία του FDD, ενώ οι τουρκικές Αρχές ήταν ενήμερες για την παρουσία αυτών των “πυρήνων¨, την περίοδο από τις αρχές του 2014 έως τα μέσα του 2015 οι συλλήψεις υπόπτων για συνεργασία με το ISIS ανήλθαν σε 127.
Έπειτα, υπήρχε το φαινόμενο των “αστραπιαίων απελευθερώσεων”: Για παράδειγμα, μετά από μαζική επιχείρηση κατά του ISIS στο Ικόνιο τον Δεκέμβριο του 2016, και οι 43 συλληφθέντες βγήκαν από τα κρατητήρια μέσα σε μια εβδομάδα. Επισημαίνεται ότι ενώ η Τουρκία διατυμπάνιζε ότι είχε συλλάβει περίπου 1350 υπόπτους που σχετίζονται με το Ισλαμικό Κράτος το 2016, ο αριθμός των καταδικαστικών αποφάσεων ήταν επτά (7).
Μία ημέρα μετά την έναρξη των τουρκικών επιχειρήσεων στη Συρία, στις 10 Οκτωβρίου 2019, ο Ερντογάν δήλωσε ότι υπάρχουν περίπου 5.500 τρομοκράτες του ISIS στις τουρκικές φυλακές, εκ των οποίων οι μισοί ήταν ξένοι υπήκοοι. Ωστόσο , στις 25 Οκτωβρίου 2019, δύο εβδομάδες αργότερα, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Αμπντουλχαμίτ Γκιουλ δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι υπάρχουν 1.163 συλληφθέντες και κατάδικοι του ISIS στη φυλακή. Μερικούς μήνες μετά, τον Ιούλιο του 2020, απαντώντας σε κοινοβουλευτική ερώτηση ο Γκιουλ είπε ότι 1.195 μέλη του ISIS ήταν στη φυλακή είτε ως κατάδικοι είτε ως ύποπτοι σε προσωρινή κράτηση και αρνήθηκε να διευκρινίσει πόσοι είχαν καταδικαστεί.
“Ένα πρόβλημα της Άγκυρας για να καταδικάζει τζιχαντιστές είναι ότι τα νομικά στάνταρ είναι πολύ υψηλά. Τούρκοι ξένοι μαχητές που επέστρεψαν από τα πεδία μάχης του ISIS στο Ιράκ ή τη Συρία δεν καταδικάζονταν εκτός και εάν αποδεικνύονταν ότι επιτέθηκαν άμεσα στην τουρκική πατρίδα ή στους πολίτες της”, επισημαίνει το FDD. Σημειώνεται ότι οι ΗΠΑ σε απόφαση κυρώσεων κατά προσώπων που χρηματοδοτούν το ISIS το 2022 έδωσαν έμφαση στο γεγονός ότι μέρος του δικτύου χρηματοδότησης λειτουργούσε σε τουρκικό έδαφος, κάτι που εμμέσως πλην σαφώς υπογράμμιζε την αντίληψη ότι οι προσπάθειες της κυβέρνησης Ερντογάν να καταστείλει τις εντός των τουρκικών τειχών προσπάθειες ενίσχυσης του Ισλαμικού Κράτους.
Τον τελευταίο χρόνο ολοένα και περισσότερο πληθαίνουν οι ενδείξεις μίας επιστροφής του ISIS, σε διεθνές επίπεδο. Πριν από μερικές εβδομάδες, εντός του πρώτου δεκαήμερου του Οκτωβρίου, ο επικεφαλής των βρετανικών υπηρεσιών πληροφοριών MI5 εξέφρασε την ανησυχία του για την απειλή τρομοκρατικών επιθέσεων από το Ισλαμικό Κράτος, λόγω της κρίσης αυτή την περίοδο στη Μέση Ανατολή. Στα τέλη Μαρτίου η τρομοκρατική επίθεση του ISIS-K, παρακλαδιού του ISIS που λειτουργεί από το 2015, σε συναυλιακό χώρο στη Μόσχα κόστιζε τη ζωή σε τουλάχιστον 137 ανθρώπους, ενώ ο αριθμός των τραυματισμένων ξεπέρασε τους 100.
Εντός του 2023 αποκαλύφθηκε και άλλο δίκτυο χρηματοδότησης του ISIS, αυτή τη φορά μέσω συναλλαγών κρυπτονομισμάτων, στο οποίο φαινόταν ότι και πάλι ότι ο ρόλος της Τουρκίας δεν ήταν αμελητέος, αφού στο δίκτυο χρησιμοποιούνταν τούρκοι μεσάζοντες.
Οι ΗΠΑ, όπως φαίνεται, δεν έχουν εγκαταλείψει εντελώς τις περιοχές όπου βρίσκονται οι Κούρδοι μαχητές. Επί του παρόντος, διατηρούν περίπου 2.500 στρατιώτες στο Ιράκ και 900-1000 στη Συρία, με στόχο την αποτροπή της “αναζωπύρωσης” του ISIS και την υποστήριξη των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), στις οποίες μετέχει και η κουρδική ένοπλη ομάδα YPG - και τις δύο αυτές δυνάμεις η Τουρκία τις θεωρεί τρομοκράτες.
Πριν από μερικές εβδομάδες, φαίνεται ότι υπήρξε μία επί της αρχής συμφωνία μεταξύ Ιράκ και ΗΠΑ για σταδιακή αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη χώρα έως τα τέλη του 2026. Μικρός αριθμός στρατιωτών αναμένεται να παραμείνει στο Ιράκ με συμβουλευτικό ρόλο, παρέχοντας υλικοτεχνική υποστήριξη στα αμερικανικά στρατεύματα που βρίσκονται στη Συρία. Όμως, η πιθανή μείωση των στρατευμάτων των ΗΠΑ εγείρει ανησυχίες για τον SDF, οι οποίες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ για να διατηρήσουν τον έλεγχό στη βορειοανατολική Συρία. Αν και Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν διαβεβαιώσει ότι η αποχώρηση από το Ιράκ δεν περιλαμβάνει επί του παρόντος τη Συρία, η μεταβαλλόμενη δυναμική στην περιοχή υποδηλώνει ότι αυτή θα μπορούσε να είναι απλώς ένα προσωρινό σχέδιο.
Δεδομένου ότι η υποστήριξη των επιχειρήσεων των ΗΠΑ στη Συρία εξαρτάται από τις γραμμές ανεφοδιασμού μέσω του βόρειου Ιράκ, εάν οι δυνάμεις των ΗΠΑ μειώσουν την παρουσία τους στο Ιράκ, τότε η ικανότητα διατήρησης αποτελεσματικών επιχειρήσεων στη Συρία μπορεί να διακυβευτεί. Μέχρι τώρα, η παρουσία των αμερικανικών δυνάμεων στη Συρία έχει λειτουργήσει αποτρεπτικά για μεγάλες τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Ο Ερντογάν πάντως όταν έβαλλε κατά των Αμερικανών λέγοντας ότι έχουν στην αγκαλιά τους το YPG, δεν παρέλειψε να αναφέρει το εξής: “Οι συζητήσεις για την αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή, θυμηθείτε, συνεχίζονται εδώ και πολύ καιρό. Το γεγονός ότι θα είναι τακτική υποχώρηση και όχι στρατηγική απόσυρση (των στρατευμάτων) έχει ήδη γίνει σαφές”…