Κορονοϊός: Ελπιδοφόρες δύο πρωτοποριακές μελέτες στο “Γ. Παπανικολάου”
Με δύο πρωτοποριακές μελέτες που βρίσκονται ακόμη σε αρχικό στάδιο η Αιματολογική Κλινική του νοσοκομείου “Γ. Παπανικολάου”, φιλοδοξεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση της COVID-19.
Η μία μελέτη στοχεύει στη ανάπτυξης μιας κυτταρικής θεραπείας με Τ-λεμφοκύτταρα , τα οποία θα λαμβάνονται από άτομα που νόσησαν από τον νέο κορονοϊό και θα χορηγούνται σε ασθενείς με COVID-19.
Η δεύτερη μελέτη στοχεύει στον περιορισμό της φλεγμονής που προκαλεί η λοίμωξη COVID-19 με ήδη υπάρχοντα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για άλλες (αιματολογικές) παθήσεις και αναστέλλουν την ενεργοποίηση του συμπληρώματος , το οποίο είναι μέρος της πρώτης άμυνας του οργανισμού.
«Η μάχη κατά του κορονοϊού τυπικά δεν ανήκει στο πλαίσιο της ειδικότητάς μας. Όμως επειδή έχουμε μεγάλη κλινική και ερευνητική εμπειρία καταπολέμησης πολύ σοβαρών ιικών λοιμώξεων θεωρήσαμε χρέος μας αυτές τις γνώσεις, αυτήν την τεχνογνωσία να την προσφέρουμε στο δημόσιο σύστημα υγείας για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της πανδημίας. Ελπίζουμε ότι οι μελέτες μας θα αποδειχτούν αποτελεσματικές» ανέφερε, μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ), ο διευθυντής της Αιματολογικής Κλινικής του “Γ. Παπανικολάου”, Αχιλλέας Αναγνωστόπουλος.
Κύριες ερευνήτριες της πρώτης μελέτης, που αφορά την ανάπτυξη θεραπείας με Τ-λεμφοκύτταρα και η οποία γίνεται σε συνεργασία με το ΕΚΕΤΑ, είναι η υπεύθυνη της Μονάδας Κυτταρικής και Γονιδιακής Θεραπείας της Αιματολογικής Κλινικής του “Γ. Παπανικολάου”, Ευαγγελία Γιαννάκη και η βιοχημικός της ίδιας Μονάδας, Αναστασία Παπαδοπούλου.
Ερευνήτρια της δεύτερης μελέτης είναι η αιματολόγος της Αιματολογικής Κλινικής του “Γ. Παπανικολάου”, Ελένη Γαβριηλάκη.
Στοχεύοντας σε θεραπεία της COVID-19 με Τ-λεμφοκύτταρα
Η μελέτη αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σε προκλινική φάση, στη διάρκεια της οποίας θα εξεταστεί αν μπορούν να ανιχνευτούν Τ- λεμφοκύτταρα στο αίμα ατόμων που νόσησαν από COVID-19 και ανέρρωσαν , και στη συνέχεια να πολλαπλασιαστούν . Όπως εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ . Γιαννάκη, όταν νοσήσει κάποιος από μία ίωση και θεραπευτεί ο οργανισμός αποκτά μία ανοσία η οποία μένει στην “μνήμη” των Τ - λεμφοκυττάρων, τα οποία σε περίπτωση επανέκθεσης του ατόμου στον ιό μπορούν να τον αναγνωρίσουν να πολλαπλασιαστούν και να τον καταπολεμήσουν.
«Επειδή οι αναρρώσαντες από τον COVID-19 έχουν στο αίμα τους, σε μικρή ποσότητα , αυτά τα μνημονικά Τ-λεμφοκύτταρα που αναγνωρίζουν τον κορονοϊό , θέλουμε πρώτον να δούμε ότι μπορούμε να τα ανιχνεύσουμε και δεύτερον εφόσον τα ανιχνεύσουμε να μπορέσουμε να τα πολλαπλασιάσουμε στο εργαστήριο έτσι ώστε να μπορούν στη συνέχεια να χορηγηθούν σε ασθενείς που προσβάλλονται από τον κορονοϊό. Στην ουσία αυτό που επιδιώκουμε είναι να δώσουμε στους ασθενείς μια έτοιμη άμυνα την οποία έχουμε πολλαπλασιάσει στο εργαστήριο. Άρα είναι μια ενισχυμένη έτοιμη ανοσία, μια έτοιμη άμυνα κατά του κορονοϊού . Σε αυτήν τη φάση είμαστε στην προκλινική ανάπτυξη αυτής της προσέγγισης. Τα αποτελέσματα από αυτή τη φάση εκτιμούμε ότι θα τα έχουμε σε 2-3 μήνες. Εφόσον όλα πάνε καλά, σε δεύτερο χρόνο θα προχωρήσουμε στην υποβολή ενός πρωτοκόλλου κλινικής μελέτης, όπου τα κύτταρα αυτά θα τα παίρνουμε από μια μικρή ποσότητα αίματος ατόμων που ανέρρωσαν από COVID-19, θα τα πολλαπλασιάζουμε στο εργαστήριο και μετά θα μπορούμε να τα χορηγούμε ως μια έτοιμη άμυνα στους ασθενείς που νοσούν από κορονοϊό. Βασιζόμενοι στη γνώση ότι τα ειδικά Τ-λεμφοκύτταρα όταν μπορούν να εντοπιστούν και να πολλαπλασιαστούν στο εργαστήριο, μπορούν να λειτουργήσουν κατά ιών, εκτιμούμε ότι και στην περίπτωση του κορονοϊού θα έχουμε σημαντικό θεραπευτικό όφελος», ανέφερε η κ. Γιαννάκη.
Εξήγησε ότι εφόσον ολοκληρωθεί επιτυχώς η προκλινική φάση της μελέτης, σε δεύτερο χρόνο θα αξιοποιηθεί η υπάρχουσα τεχνογνωσία και η εμπειρία χορήγησης Τ-λεμφοκυττάρων σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων . Πρόσθεσε δε ότι παράγονται τέτοια λεμφοκύτταρα έναντι τριών ιών (του Epstein Barr, οποίος ευθύνεται για την λοιμώδη μονοπυρήνωση) του μεγαλοκυτταροϊού και του ΒΚ) και χορηγούνται ως έτοιμη άμυνα σε άτομα που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων και εμφανίζουν βαριές λοιμώξεις από αυτούς τους ιούς.
Μελέτη για περιορισμό της λοίμωξης με υπάρχοντα φάρμακα
Η δεύτερη μελέτη στοχεύει στον περιορισμό της λοίμωξης την οποία προκαλεί ο SARS-CoV-2 με την ενεργοποίηση του συμπληρώματος. «Το συμπλήρωμα είναι ένας μηχανισμός μέσω του οποίου προκαλείται η φλεγμονή, δηλαδή η λοίμωξη που προκαλεί ο ιός. Στο εργαστήριό μας έχουμε αναπτύξει πολλές μεθόδους και γενετικές και λειτουργικές για να μελετήσουμε το συμπλήρωμα. Με αυτές τις μεθόδους μπορούμε να δούμε αν κάποιος άρρωστος έχει κάποια προδιάθεση για υπερενεργοποίηση του συμπληρώματος, με συνέπεια η λοίμωξη από τον ιό να είναι πολύ πιο βαριά από την λοίμωξη που θα αναπτύξει κάποιος άλλος ασθενής. Επομένως, ο σκοπός μας είναι πρώτον να δούμε αν κάποιος έχει προδιάθεση για μια πολύ σοβαρή λοίμωξη και σε δεύτερη φάση να δούμε αν αυτό μπορεί να μας βοηθήσει να δώσουμε σε αυτούς τους ασθενείς που έχουν προδιάθεση κάποια στοχευμένη θεραπεία. Υπάρχει στοχευμένη θεραπεία με χορήγηση αναστολέα του συμπληρώματος, η οποία είναι πάρα πολύ αποτελεσματική.
Τη θεραπεία αυτήν τη χρησιμοποιούμε εμείς σε αιματολογικές νόσους για τις οποίες υπάρχει ένδειξη και έχει πρόσφατα χρησιμοποιηθεί και στους ασθενείς με COVID-19. Η μελέτη αυτή δεν είναι παρεμβατική, θα συμβάλει όμως στην κατανόηση της σοβαρής λοίμωξης και πιθανόν στο σχεδιασμό και περαιτέρω κλινικών μελετών. Επειδή έχουμε κάνει τέτοιου είδους πρωτοπόρα έρευνα και σε άλλα νοσήματα πιστεύουμε ότι μέσα στο καλοκαίρι θα έχουμε τα πρώτα αποτελέσματα», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ερευνήτρια Ελένη Γαβριηλάκη.