ΤτΕ: αναγκαία η αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής
Την ανάγκη αλλαγής του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής, ώστε να γίνει περισσότερο υποστηρικτική ως προς την ανάπτυξη, υπογραμμίζει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Σημειώνει ότι θα πρέπει να γίνει «ανακατανομή των δαπανών σε τομείς που θα έχουν σημαντικότερη αναπτυξιακή επίδραση», αλλά και πως «θα πρέπει να αλλάξει και ο φοροκεντρικός χαρακτήρας της δημοσιονομικής πολιτικής, μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της συγκράτησης των δαπανών».
Σύμφωνα με την ΤτΕ, για να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή και να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα, θα πρέπει να υλοποιηθούν αποτελεσματικά οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη φορολογική διοίκηση και να ενισχυθούν οι έλεγχοι.
Η Τράπεζα της Ελλάδος αναμένει αύξηση των καταθέσεων για το 2017. Παρά τη μείωση των καταθέσεων του πρώτου τριμήνου, λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με την επίτευξη συμφωνίας για τις βασικές απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις μεταξύ των πιστωτών και ελληνικών αρχών, η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης αναμένεται να συντελέσει στην αντιστροφή της αρνητικής τάσης το β΄ εξάμηνο του 2017.
Η αύξηση των καταθέσεων θα αντανακλά σύμφωνα με την ΤτΕ την πεποίθηση της αγοράς για την εκπλήρωση της βελτίωσης των μακροοικονομικών προοπτικών, ενώ σημαντικό ρόλο θα παίξει ο ρυθμός επανατοποθέτησης των αποθησαυρισμένων τραπεζογραμματίων που βρίσκονται εκτός του τραπεζικού συστήματος, που συνδέεται με την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στις αγορές.
Σε ό,τι αφορά τις πιστοδοτήσεις προς τα νοικοκυριά, δεν διαφαίνεται κάποια αύξηση της προσφοράς των πιστοδοτήσεων εντός του 2017. Σε ό,τι αφορά όμως τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, η ΤτΕ παρατηρεί μια στόχευση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις καινοτόμες δράσεις και τη νέα επιχειρηματικότητα με την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και τη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων(ΕΤΕΠ).
Από την άλλη μεριά, παρατηρείται μείωση της προσφοράς χορηγήσεων μακροπρόθεσμων δανείων σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου τα κριτήρια αναμένεται να γίνουν ακόμη πιο αυστηρά.
Εξάλλου όπως διαπιστώνει η ΤτΕ ο δανεισμός από τη διατραπεζική αγορά πλέον έχει διευρυνθεί και αποτελεί σήμερα μια από τις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ο δανεισμός από τη διατραπεζική αγορά προέρχεται κυρίως από ξένες τράπεζες και παρουσίασε σημαντική ανοδική τάση έως το α΄ τρίμηνο του 2017 (Μάρτιος 2017: 19,6 δισεκ. ευρώ, Δεκέμβριος 2016: 18,2 δισεκ. ευρώ, Σεπτέμβριος 2016: 16,8 δισεκ. ευρώ), για να υποχωρήσει στη συνέχεια στα 16,3 δισ. ευρώ το Μάιο του 2017.
Όσον αφορά στη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από το μηχανισμό έκτακτης ανάγκης (ELA), η ΤτΕ αναμένει να μειωθεί σταδιακά στο μέλλον, εν μέρει λόγω της σταδιακής ενίσχυσης της καταθετικής βάσης καθώς και της επέκτασης των πηγών χρηματοδότησης (αξιοποίηση επιλέξιμων μέσων εκτός της ΕΚΤ ως εξασφαλίσεων για τις διατραπεζικές τοποθετήσεις σε repos και διεύρυνση της πρόσβασης στη διατραπεζική χρηματοδότηση χωρίς εξασφαλίσεις).
Η ΤτΕ προειδοποιεί ότι παρά τις θετικές προοπτικές, το σωρευμένο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εξακολουθεί να διατηρείται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε στο τέλος του Μαρτίου 2017 στο επίπεδο του 45,2%.
Η ΤτΕ λαμβάνοντας υπόψη και το ύψος των προβλέψεων για την κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν εγγράψει οι τράπεζες στους Ισολογισμούς τους, εκτιμά ότι, οι επιχειρησιακοί στόχοι της μείωσης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά την επόμενη τριετία θα πρέπει να αναθεωρούνται λαμβάνοντας επίσης υπόψη τυχόν μεταβολές του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.