ΓΛΚ: Εγκρίθηκαν εκροές 819,9 εκατ. ευρώ από την έναρξη της τραπεζικής αργίας
Σε 11 συνεδριάσεις της, η Επιτροπή Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών που λειτουργεί στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, μετά την επιβολή των Capital Controls στις τράπεζες, εξέτασε 2.639 αιτήματα από τα 3.243 που υποβλήθηκαν συνολικά (κάποια από αυτά για περισσότερες από δύο φορές). Με βάση τα αιτήματα που εγκρίθηκαν, απελευθερώθηκαν συναλλαγές ύψους 819,9 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών, από το σύνολο των αιτημάτων, τα 909 ή 34,4% εγκρίθηκαν με απόφαση και 58 ή 2,2% απορρίφθηκαν, επίσης, με απόφαση. Εκδόθηκαν συνολικά 587 αποφάσεις (στην πλειοψηφία τους κάλυπταν περισσότερα του ενός αιτήματα), 166 ή 6,3% τέθηκαν στο αρχείο, 52 ή 2% απαντήθηκαν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, 79 ή 3% διαβιβάστηκαν σε άλλον φορέα και 103 ή 3,9% έχουν κρατηθεί για περαιτέρω επεξεργασία, κυρίως, λόγω έλλειψης υποστηρικτικών στοιχείων ή λόγω σχεδιασμού για οριζόντια συνολική αντιμετώπιση των θεμάτων. Περαιτέρω, 168 εισερχόμενα ή 6,4% αφορούσαν παροχή διευκρινίσεων άλλων στοιχείων από τις τράπεζες προς την Επιτροπή.
Οι συνολικές εκροές ρευστότητας που προκλήθηκαν στο τραπεζικό σύστημα σαν συνέπεια των αποφάσεων της Επιτροπής, ανέρχονται σε 819,9 εκατ. ευρώ, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι υλοποιήθηκαν όλες οι εγκριθείσες συναλλαγές. Ποσό 22,9 εκατ. ευρώ αφορά νοσήλια, φάρμακα και ιατροφαρμακευτικό εξοπλισμό. Ποσό 59,8 εκατ. ευρώ αφορά τρόφιμα, πρώτες ύλες και υλικά συσκευασίας τροφίμων, καθώς και ζωοτροφές. Ποσό 195,8 εκατ. ευρώ αφορά εισαγωγή πετρελαιοειδών και ενέργειας, καθώς και λοιπών ενεργειακών προϊόντων. Τέλος, ποσό 291,9 εκατ. ευρώ αφορά λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες για τη διασφάλιση του Δημόσιου συμφέροντος, ενδεικτικά: Πληρωμές διδάκτρων σε εκπαιδευτικά ιδρύματα εξωτερικού, δαπάνες εθνικής άμυνας, ναυτιλιακές δαπάνες, δαπάνες αεροπορικών εταιρειών, δαπάνες άγονων γραμμών και προϋποθέσεις χρήσης πιστωτικών και χρεωστικών καρτών Ελλήνων πολιτών στο εξωτερικό για την κάλυψη των πρώτων αναγκών τους.
Η Επιτροπή συνεχίζει το έργο της, μετά τη μεταφορά της από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους στη Γενική Γραμματεία Οικονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών.