Επαναπατρισμός τζιχαντιστών: ατομικό δικαίωμα ή δαμόκλειος σπάθη για την Ε.Ε. ;
Σαν βόμβα που εξερράγη ήχησε στα αυτιά των Ευρωπαίων η δήλωση του αμερικανού Προέδρου πως σε περίπτωση που δεν μεριμνήσουν για τον επαναπατρισμό των ευρωπαίων τζιχαντιστών της Συρίας, οι τελευταίοι θα αφεθούν ελεύθεροι με κάθε κόστος. Πιο συγκεκριμένα, οι κουρδικές Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) έχοντας έρθει σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση, άρχισαν ήδη από τα τέλη του προηγούμενου μήνα να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου υποστηρίζοντας πως αδυνατούν να διαχειριστούν το βάρος της κράτησης όσων πολέμησαν στις τάξεις του ISIS, «πετώντας έτσι το μπαλάκι» στους Ευρωπαίους ώστε να αναλάβουν μερίδιο ευθύνης.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι ανωτέρω εξελίξεις αποτελούν θρυαλλίδα στην ενωσιακή γεωπολιτική σταθερότητα θέτοντας πλήθος ερωτημάτων στο τραπέζι. Δικαιούνται οι μειονοτικές ομάδες των τζιχαντιστών και οι SDF να αξιώνουν από την Ευρώπη έναν ακούσιο, για τα κράτη μέλη της, επαναπατρισμό; Το επιβαρυμένο ποινικό μητρώο αυτών των τρομοκρατών δεν παράσχει κάποιο νομιμοποιητικό «άλλοθι» στα κράτη να αρνηθούν, στο όνομα της δημόσιας τάξης και της εθνικής τους ασφάλειας; Οι απειλές του Τrump δεν συνιστούν αθέμιτη παρέμβαση στην εσωτερική πολιτική των ευρωπαϊκών κρατών; Πρόκειται για ερωτήματα εξαιρετικά αμφιλεγόμενα που πολλές φορές οδηγούν σε επισφαλή συμπεράσματα. Ένα πάντως από τα ζητήματα που απασχόλησε ιδιαίτερα την επικαιρότητα ως προς το ζήτημα των ανηλίκων τέκνων των τζιχαντιστών ήταν το εάν μπορεί να γίνει δεκτή η επιστροφή τους υπό προϋποθέσεις. Σε γενικές γραμμές θα έλεγε κανείς πως στην Ευρώπη επικρατεί ένας γενικότερος σκεπτικισμός κατά της τελεσφόρησης του εγχειρήματος, υπό τον φόβο ότι τα παιδιά των τζιχαντιστών θα αποτελέσουν μελλοντικά απειλή για την Ε.Ε. ή πάλι ότι θα δυσκολευτούν να ενσωματωθούν στα σχολεία και στην κοινωνία.
Ερχόμενη αντιμέτωπη με ένα μείζον μεταναστευτικό πρόβλημα που αφορά όλα τα κράτη της, η Ευρώπη επιδιώκει την χάραξη μιας κοινής πολιτικής. Πάντως, στο ενδεχόμενο ίδρυσης ενός πανευρωπαϊκού στρατοπέδου κράτησης στα πρότυπα του Γκουαντάναμο, απαντούν αρνητικά οι περισσότερες χώρες, μολονότι έχουν γίνει συζητήσεις σε εμβρυακό στάδιο. Κράτη όπως Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία, Βέλγιο και Μ. Βρετανία βρίσκονται σε συνεχή συνεργασία στο εγχείρημα της καταγραφής στοιχείων, μολονότι δεν κρατούν απολύτως ενιαία στάση. Η Γερμανία και η Αυστρία τόνισαν πως σε πρώτη προτεραιότητα τίθεται η προστασία του δικού τους πληθυσμού, ενώ σε ό, τι αφορά τους τζιχαντιστές με γερμανική και αυστριακή υπηκοότητα, υπογράμμισαν την αυξημένη επικινδυνότητα τους για την διεθνή κοινότητα. Όπως αναφέρει και η DW, πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αρνούνται μέχρι στιγμής να επαναπατρίσουν τους πολίτες τους που πήγαν να πολεμήσουν για το Ισλαμικό Κράτος, φοβούμενοι κυρίως τις επιπτώσεις της επαναφοράς τους σε ευρωπαϊκό έδαφος. Με εξίσου αυξημένη επιφύλαξη αντιμετωπίζει την κατάσταση και η γαλλική κυβέρνηση σε ό, τι αφορά τους ενήλικες υπηκόους της, μαχητές του ISIS, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών του Βελγίου, ύστερα κι από σχετική καταδικαστική απόφαση δήλωσε ότι η κυβέρνηση της χώρας ανέκαθεν σκόπευε να επαναπατρίσει τα παιδιά κάτω των 10 ετών. Οι υπόλοιποι θα πρέπει να εξεταστούν κατά περίπτωση, αφού η υπαγωγή όλων σε ένα ενιαίο καθεστώς επαναπατρισμού πιθανόν να αποτελέσει διακύβευμα απέναντι στην εθνική σταθερότητα.
Αξιομνημόνευτη αποτελεί σε αυτό το σημείο η πρόσφατη κίνηση του Παρισιού στις 15 Μαρτίου, να αποδεχτεί για πρώτη φορά τον επαναπατρισμό των ορφανών και ασυνόδευτων παιδιών όσων πολέμησαν στην Συρία. Λαμβάνοντας υπόψη το νεαρό της ηλικίας τους, την ευάλωτη ψυχολογική τους κατάσταση και την ανάγκη τους για πραγματική φροντίδα, το γαλλικό Υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε την επιστροφή τους με αεροσκάφος της γαλλικής Πολεμικής Αεροπορίας. Φυσικά, δεν έλλειψαν οι έντονες αντιδράσεις κατά του ερχομού των επαναπατρισθέντων, δεδομένου ότι η Γαλλία είναι μια χώρα που έχει εις βάθος πληγεί από εξτρεμιστικές και φονταμενταλιστικές επιθέσεις του ISIS. Παρόλα αυτά, η Γαλλία δείχνοντας το ανθρωπιστικό της πρόσωπο, απέδειξε έμπρακτα πως αντιτίθεται σε κάθε διακριτική μεταχείριση των μειονοτικών αυτών ομάδων, αφού τα παιδιά αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερης ιατρικής και ψυχολογικής παρακολούθησης και επομένως θα ήταν άδικο οι εγκληματικές συμπεριφορές των ανιόντων τους να τους στερήσουν δικαιώματα που πηγάζουν από το Διεθνές και Κοινοτικό Δίκαιο (λ.χ. ιθαγένεια του ευρωπαίου πολίτη). Σε ό,τι αφορά πάντως τους ενήλικους γονείς αυτών -ακόμη και τις μητέρες- παρά τα αιτήματα των οικογενειών τους να δικαστούν στην Γαλλία, η γαλλική κυβέρνηση παρέμεινε άτεγκτη, αρνούμενη την γαλλική δικαιοδοσία και τονίζοντας πως αρμόδια δικαστήρια να δικάσουν είναι εκείνα στην περιφέρεια όπου διεπράχθησαν οι εγκληματικές ενέργειες. Εξάλλου, ο επαναπατρισμός τους αναμένεται να είναι ιδιαίτερα περίπλοκος, καθώς το συριακό Κουρδιστάν δεν είναι ένα αναγνωρισμένο κράτος από τη διεθνή κοινότητα και η Γαλλία δεν έχει διπλωματικές σχέσεις με τη Συρία.
Κλείνοντας, η προβληματική του εν λόγω ζητήματος συνοψίζεται σε δύο πυλώνες: στο ενδεχόμενο αδικαιολόγητης καταπάτησης του θεμελιώδους δικαιώματος του επαναπατρισμού και στην ανάγκη θωράκισης της Ε.Ε. από κάθε μελλοντική τρομοκρατική κίνηση. Μέσα στην προσπάθεια, λοιπόν, εξεύρεσης γνήσιων αντιβάρων, η Ε.Ε. πελαγοδρομεί και κλυδωνίζονται οι ήδη εύθραυστες ισορροπίες της. Η ορθότερη τελικώς λύση στο μεταναστευτικό δίλημμα φαίνεται να είναι ο εξοβελισμός των ενηλίκων εγκληματιών από τα σύνορα της και κατ’ επιείκειαν η εγκόλπωση και ενσωμάτωση των ανηλίκων αμάχων στο όνομα του εξανθρωπισμού των σύγχρονων πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Εξάλλου, το αντίδοτο στην ρητορική μίσους που πιθανόν να έχουν οι ανήλικοι εκ των βιωμάτων τους, είναι η παιδεία.
*H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.