Η όπερα Τροβατόρε στο Ηρώδειο μόνο για τέσσερις παραστάσεις
Η δεύτερη καλοκαιρινή παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Ηρώδειο, είναι η όπερα Τροβατόρε, μία από τις σημαντικότερες του Τζουζέπε Βέρντι. Ανεβαίνει στις 21, 23, 25, 27 Ιουλίου σε μουσική διεύθυνση Μίλτου Λογιάδη, σκηνοθεσία Στέφανο Πόντα κι ένα εντυπωσιακό καστ πρωταγωνιστών.
Πρόκειται για ένα αρχετυπικό μελόδραμα του ρομαντισμού, στο οποίο τα συναισθήματα εκφράζονται μέσα από μουσική μελωδική και ορμητική, άριες και ντουέτα γεμάτα πάθος, όπως επίσης διάσημα χορωδιακά, που δίκαια έχουν χαρίσει στην όπερα αυτή την αθανασία.
Στον Τροβατόρε, όλα διαδραματίζονται ανάμεσα στη φωτιά και στο φεγγαρόφωτο, ανάμεσα στη φλόγα του πάθους που καίει στα σωθικά και των τεσσάρων βασικών χαρακτήρων και στο ψυχρό φως του φεγγαριού, που φωτίζει ακραίες καταστάσεις. Η υπόθεση, γεμάτη απρόσμενες ανατροπές, μιλάει για δύο αδέλφια, τα οποία δεν γνωρίζουν τη συγγένειά τους και εμφανίζονται ερωτευμένα με την ίδια γυναίκα. Πρόσωπο κλειδί είναι μία τσιγγάνα, που έριξε στη φωτιά ένα παιδί προκειμένου να εκδικηθεί για τον άδικο θάνατο της μητέρας της: από λάθος ήταν το δικό της.
Ο Τροβατόρε πρωτοπαρουσιάστηκε το 1853 στη Ρώμη, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Οι επευφημίες ήταν τόσο έντονες, ώστε να επαναληφθεί ολόκληρη η τελική σκηνή του έργου. Πολύ σύντομα ο Τροβατόρε έγινε η δημοφιλέστερη όπερα του Τζουζέπε Βέρντι παγκοσμίως. Το 1862 o συνθέτης ανέφερε: «είτε ταξιδέψεις στην Ινδία, είτε στην Κεντρική Αφρική θα ακούσεις τον Τροβατόρε». Η δημοτικότητα του έργου παραμένει αμείωτη έως σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το έργο του Βέρντι προτιμά επίσης ο κινηματογράφος, είτε επιλέγει τη διακωμώδησή του από τους Αδερφούς Μαρξ στο «Μια βραδιά στην όπερα» του 1935, είτε την αξιοποίηση του πληθωρικού, κατ' εξοχήν μελοδραματικού συναισθήματός του από τον Λουκίνο Βισκόντι στο «Σένσο» (1954) ή από τον Μπερνάντο Μπερτολούτσι στο «Φεγγάρι» (1979).
Το εύρος των μουσικών, μορφολογικών, και εκφραστικών μέσων που χρησιμοποιεί στον Τροβατόρε ο Βέρντι δεν έχει προηγούμενο. 'Αριες, ντουέτα, κουαρτέτα, χορωδιακά, αφηγηματικές σκηνές, σκηνές με χαρακτήρα εκκλησιαστικής μουσικής, δραματικοί μονόλογοι, όλα επιστρατεύονται και συνταιριάζουν σε μια όπερα ανεπανάληπτου μουσικού πλούτου. Αποθέωση αποτελεί η κορυφαία σκηνή του «Μιζερέρε» στο δ' μέρος του έργου, όπου οι φωνές των μελλοθάνατων, της Λεονόρας και του Μανρίκο, αντιπαρατίθενται σε ένα σύνολο μοναδικής έμπνευσης. Ίσως το διασημότερο μέρος της όπερας είναι το «χορωδιακό των Τσιγγάνων» με το οποίο ξεκινά η β' πράξη, όπου τον ρυθμό κρατούν χτυπήματα σφυριών σε αμόνια. Μέσα από τον «ρεαλιστικό» και «ακατέργαστο» αυτό ήχο ο Βέρντι μεταφέρει με τη μέγιστη οικονομία και αμεσότητα στον ακροατή τα βασικά χαρακτηριστικά των Τσιγγάνων, που πρωταγωνιστούν.
Η εντυπωσιακή παραγωγή σε σκηνοθεσία, σκηνικά, κοστούμια, φωτισμούς του Στέφανο Πόντα πρωτοπαρουσιάστηκε στο Ηρώδειο το καλοκαίρι του 2012, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Ο Στέφανο Πόντα, ένας από τους πιο επιτυχημένους Ιταλούς σκηνοθέτες όπερας της νέας γενιάς με αναγνωρίσιμο ιδίωμα, υπογράφει ένα θέαμα «ούτε σύγχρονο, ούτε συμβατικό αλλά "αρχαίο"» και σημειώνει: «Ο Βέρντι διέθετε την ικανότητα να συνοψίσει τη δαιδαλώδη και αναληθοφανή πλοκή του Τροβατόρε και να την εξυψώσει σε κάτι θεϊκό, μέσω μιας μουσικής που ήταν ταυτόχρονα δυνατή και ανεξάρτητη. Δεν είναι το λιμπρέτο ή ο λόγος, αλλά η μουσική και η δραματουργία του συνθέτη, οι οποίες κατορθώνουν να προσδώσουν η μία στην άλλη εκείνη την απόλυτη καθολικότητα, που βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία προς την αιώνια ποιότητα ενός χώρου όπως το Ηρώδειο, ενός περιβάλλοντος εξαγνισμένου και καθαγιασμένου από τους αιώνες. Μπροστά σε όλο αυτό, πώς να φτιάξει κανείς ένα σκηνικό; Αντίθετα, ο προτεινόμενος σκηνικός χώρος οφείλει να σεβαστεί το μνημείο και να είναι φυσικός, αρχαϊκός και αρχετυπικός, να μην φιλοξενεί την τραγωδία του χθες ή του σήμερα, μιας γυναίκας ή ενός τροβαδούρου, αλλά την τραγωδία όλης της ανθρωπότητας δίχως πριν ή μετά».
Ο Τροβατόρε είναι μια κατ' εξοχήν «όπερα τραγουδιστών», καθώς απαιτεί κορυφαίους ερμηνευτές στους βασικούς ρόλους. Στην παραγωγή της ΕΛΣ συμμετέχουν μερικοί από τους κορυφαίους ερμηνευτές παγκοσμίως, όπως οι Βάλτερ Φρακκάρο, Τσέλια Κοστέα, Γελένα Μανίστινα, Δημήτρης Πλατανιάς, Μάρκο Καρία, Τάσος Αποστόλου.
O διεθνώς αναγνωρισμένος Ιταλός τενόρος Βάλτερ Φρακάρο (Μανρίκο) έχει εμφανιστεί επανειλημμένα στα πιο σπουδαία λυρικά θέατρα παγκοσμίως όπως, μεταξύ άλλων, Σκάλα Μιλάνου, Κρατική Όπερα Βιέννης, Μητροπολιτική Όπερα Νέας Υόρκης, Κρατική Όπερα Βαυαρίας (Μόναχο), Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Θέατρο Ρεάλ Μαδρίτης, Όπερα Σαν Φρανσίσκο, Κρατική Όπερα Αμβούργου, Αρένα Βερόνας, Θέατρο Ο Φοίνικας Βενετίας, Όπερα Ρώμης κ.α. Η διακεκριμένη Ρωσίδα μεσόφωνος Γελένα Μανίστινα (Ατσουτσένα), τα τελευταία χρόνια έχει τραγουδήσει σε λυρικά θέατρα όπως, μεταξύ άλλων, Όπερα Παρισιού, Μητροπολιτική Όπερα Νέας Υόρκης, Θέατρο Μπολσόι, Λα Μονέ Βρυξελλών, Κρατική Όπερα Βαυαρίας (Μόναχο), Βασιλική Όπερα Λονδίνου (Κόβεντ Γκάρντεν), Όπερα Καναδά κ.α. Το 2002 απέσπασε πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό «Οπεράλια» του Πλάθιντο Ντομίνγκο.
Στον ρόλο του Κόμη ντι Λούνα, το ελληνικό κοινό θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει τον σπουδαίο Έλληνα βαρύτονο, με τη διεθνή καριέρα, Δημήτρη Πλατανιά (21, 23/7). Ο Πλατανιάς λίγο πριν ντεμπουτάρει στο κορυφαίο βρετανικό φεστιβάλ όπερας Γκλάιντμπορν και μετά τις εξαιρετικές του εμφανίσεις σε Λονδίνο, Μόναχο, Βενετία, Φρανκφούρτη, Σάλτσμπουργκ, Βρυξέλλες, Αμβούργο κ.α., επιστρέφει στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, σε έναν ρόλο στον οποίο έχει αποθεωθεί από το ελληνικό κοινό.
Στη δεύτερη διανομή (25, 27/7) τον ρόλο θα ερμηνεύσει ο Μάρκο Καρία (ο οποίος αντικαθιστά τον Δημήτρη Τηλιακό που ασθένησε), ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς βαρύτονους, ο οποίος είναι μέλος του ensemble πρωταγωνιστών της Κρατικής Όπερας της Βιέννης, ενώ έχει τραγουδήσει σε κορυφαία Ευρωπαϊκά λυρικά θέατρα.
Τη Λεονόρα ερμηνεύει η σπουδαία υψίφωνος της ΕΛΣ Τσέλια Κοστέα, η οποία αμέσως μετά το Ηρώδειο θα κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνα, ερμηνεύοντας την Αΐντα. Ο διακεκριμένος βαθύφωνος της ΕΛΣ, Τάσος Αποστόλου, θα ερμηνεύσει τον ρόλο του Φεράντο.
Την παραγωγή διευθύνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, αρχιμουσικός Μίλτος Λογιάδης. Τη χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος.