Συρία: Το φωσφορικό άλας, τα λιπάσματα, η “τρίπλα” μέσω Λιβάνου και οι τεράστιες εισαγωγές στην Ελλάδα
Του Χάρη Καρανίκα
Τον Απρίλιο του 2023 η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε κυρώσεις σε εταιρείες ρωσικών και συριακών συμφερόντων που εμπλέκονται στην εκμετάλλευση και το εμπόριο φωσφορικών πετρωμάτων από τη Συρία, η οποία έως και το 2018 φαίνεται να προμήθευε με ποσότητες τη χώρα μας - ιδιαίτερα μεγάλες πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος το 2011 και αργότερα μειούμενες αλλά όχι αμελητέες. Μάλιστα, το 2018 και το 2019 διεθνή μέσα ενημέρωσης είχαν ασχοληθεί διεξοδικά με τις σχέσεις Ελλάδας – Συρίας, όσον αφορά τα φωσφορικά άλατα (πετρώματα), με αποτέλεσμα να υποβληθούν ερωτήσεις στην Κομισιόν.
Τα τελευταία δύο χρόνια στην Ελλάδα φαίνεται να εισάγονται πολύ μεγάλες ποσότητες φωσφορικών αλάτων, βασικού συστατικού των λιπασμάτων που παράγονται εδώ, από τον Λίβανο - μία χώρα που δεν έχει τέτοιου είδους ορυχεία και παραγωγή, που τα προηγούμενα χρόνια έκανε ελάχιστες έως μηδενικές εξαγωγές, και που πλέον εισάγει το συγκεκριμένο αγαθό σε υψηλότερες τιμές απ’ ό,τι τα εξάγει… Ενώ, από το 2019 υπάρχουν αναφορές για κινητικότητα στα τελωνεία και τις συνοριακές διελεύσεις Συρίας - Λιβάνου για φορτία φωσφορικών αλάτων.
Το ant1news.gr ερευνά τις δαιδαλώδεις διαδρομές του ορυκτού που ενισχύει οικονομικά το καθεστώς Άσαντ και το παράδοξο φαινόμενο των τεράστιων εξαγωγών από τον Λίβανο προς την Ευρώπη - με την Ελλάδα να δέχεται τις μεγαλύτερες ποσότητες “λιβανέζικου φωσφορικού άλατος”, καλύπτοντας το 2023 πάνω από το 90% των αναγκών της.
Στη Δυτική Ελλάδα, στην περιοχή της Ηπείρου, υπάρχουν κοιτάσματα φωσφορικών πετρωμάτων μεγάλης έκτασης, αλλά χαμηλής ποιότητας. Τα κοιτάσματα αυτά δεν υφίστανται εκμετάλλευση μέχρι και σήμερα, παρόλο που η Ελλάδα εισάγει πάνω από 200.000 τόνους ετησίως για την παραγωγή φωσφορικών λιπασμάτων που χρησιμοποιούνται στην γεωργία.
Οι εισαγωγές αυτές γίνονταν τις προηγούμενες δεκαετίες κατά κύριο λόγο από δύο-τρία κράτη με τέτοιου είδους κοιτάσματα. Τις μεγαλύτερες ποσότητες φωσφορικών αλάτων έως και τα μέσα της δεκαετίας του 2010 τις προμηθευόμασταν από τη Συρία. Αμέσως μετά ακολουθούσε ως εξαγωγέας προς την Ελλάδα το Μαρόκο.
Μερικές εβδομάδες αφού ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, τον Μάιο του 2011, η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησε σε κυρώσεις κατά της Συρίας, με την απαγόρευση του εμπορίου αγαθών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την καταστολή του άμαχου πληθυσμού. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς η ΕΕ υιοθέτησε εμπάργκο κατά του συριακού πετρελαϊκού τομέα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 έως και την έναρξη του εμφυλίου στη Συρία η Ελλάδα κάλυπτε το 80-100% των αναγκών της σε φωσφορικά άλατα από τη Συρία. Από το 2012 οι εισαγόμενες ποσότητες άρχισαν να παρουσιάζουν μείωση περίπου στο μισό, έως το 2016, οπότε είχαμε μηδενικές εισαγωγές. Ο λόγος φαίνεται να σχετίζεται με την κατάληψη των ορυχείων της Παλμύρας και άλλων περιοχών από το Ισλαμικό Κράτος εντός του 2015. Τότε ήταν που η η Ρωσία ενίσχυσε τη στρατιωτική της επέμβαση στη Συρία για να ενισχύσει το καθεστώς του δικτάτορα Μπασάρ αλ Άσαντ.
Δύο χρόνια μετά, το καλοκαίρι του 2017, η εταιρεία Stroytransgaz, συμφερόντων του ρώσου ολιγάρχη Γενάντι Τιμτσένκο, ξεκίνησε την εξόρυξη φωσφορικών αλάτων στα ορυχεία της Παλμύρας. Ο Τιμτσένκο και η Stroytransgaz είχαν ενταχθεί στη λίστα κυρώσεων των ΗΠΑ για τη ρωσική εισβολή στην Κριμαία το 2014.
Τον Δεκέμβριο του 2017, ο στρατηγός Σεργκέι Σουροβίκιν, που είχε αναλάβει τη γενική διοίκηση της εκστρατείας της Ρωσίας στη Συρία, εμφανίστηκε στη ρωσική τηλεόραση να ενημερώνει πανηγυρικά τον Πούτιν για την απελευθέρωση της Al-Sharqiya και του Khneifiss όπου βρίσκονταν ορυχεία φωσφορικών αλάτων, καθώς ο Ρώσος Πρόεδρος έκανε μια απροειδοποίητη επίσκεψη στη Συρία. Λίγο καιρό αργότερα ομάδα ερευνητών του ρώσου αντιφρονούντα Αλεξέι Ναβάλνι, που έχασε πρόσφατα τη ζωή του ενώ κρατούνταν σε ρωσικές φυλακές προκαλώντας ερωτήματα για το αν ο ίδιος ο Πούτιν είχε διατάξει τον θάνατό του, προχώρησε στην εξής αποκάλυψη: η σύζυγος του Σουροβίκιν μέσω εταιρείας της είχε λάβει χρήματα από θυγατρική της Stroytransgaz που είχε αναλάβει την εκμετάλλευση των ορυχείων φωσφορικών αλάτων των συριακών περιοχών, ως αντάλλαγμα για ενδεχόμενες “διευθετήσεις” του στρατηγού στις επίμαχες περιοχές.
Τον ίδιο μήνα που ο Σουροβίκιν ανακοίνωσε την απελευθέρωση των περιοχών στον Πούτιν, ξεκίνησαν ξανά οι εισαγωγές στην Ελλάδα. Επρόκειτο για μικρές ποσότητες σε σχέση με το παρελθόν, ωστόσο, κέντρισαν το ενδιαφέρον διεθνών μέσων ενημέρωσης καθώς μέσα σε λίγους μήνες οι εισαγωγές πολλαπλασιάστηκαν: από 5.000 τόνους τον Δεκέμβριο του 2017, στους 13.000 τόνους τον Μάρτιο του 2018, στους 17.000 τόνους τον Απρίλιο. Συνολικά μέσα σε οκτώ μήνες από την επανέναρξη των εισαγωγών από Συρία στην Ελλάδα, έως τον Ιούλιο του 2018, είχαν φθάσει στη χώρα μας περί τους 51.000 τόνους φωσφορικού άλατος. Με εξαίρεση τη Γερμανία, που το 2017 είχε εισάγει 107 τόνους, και την Εσθονία που το 2018 εισήγαγε 18 τόνους, καμία άλλη χώρα της ΕΕ δεν προμηθεύθηκε μεγάλες ποσότητες -της τάξεως του 25% των αναγκών της- φωσφορικού άλατος από τη Συρία την περίοδο που οι Ρώσοι είχαν αναλάβει την εκμετάλλευση των ορυχείων.
Τον Αύγουστο του 2018 ένα δημοσίευμα στο διεθνές μέσο ενημέρωσης Politico θα γινόταν αφορμή για την υποβολή ερωτήσεων στην Κομισιόν. Ο τίτλος του ήταν “Η Ελλάδα ρίχνει σανίδα σωτηρίας στον Άσαντ αγοράζοντας φωσφορικά άλατα” και στην εισαγωγή του κειμένου αναφερόταν ότι σύμφωνα με διπλωμάτες η χώρα μας αντιστάθηκε στην επιβολή κυρώσεων της ΕΕ προς επιχειρήσεις που εμπορεύονται το εν λόγω ορυκτό από τη Συρία. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός διαψευδόταν από εκπρόσωπο του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, του οποίου δηλώσεις περί της μη αντίταξης της Ελλάδας σε τέτοιες κυρώσεις φιλοξενήθηκαν στο κείμενο του Politico. Σε αυτό το δημοσίευμα αποκαλύπτονταν στοιχεία για τις εισαγωγές συριακού φωσφορικού άλατος στην Ελλάδα την περίοδο από τον Δεκέμβριο του 2017 έως τον Απρίλιο του 2018, ενώ αναφέρονταν και τα συμφέροντα του ρώσου ολιγάρχη Τιμτσένκο και της Stroytransgaz σε σχέση με τα κοιτάσματα στη Συρία αλλά και τις αμερικανικές κυρώσεις που τους είχαν επιβληθεί λόγω Κριμαίας. Η αξία των ποσοτήτων που σύμφωνα με το Politico “έριχναν σανίδα σωτηρίας” στο καθεστώς Άσαντ ανέρχονταν, όπως προκύπτει από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Eurostat, για την περίοδο Δεκεμβρίου 2017 - Απριλίου 2018 σε 2,37 εκατομμύρια ευρώ. Στο δημοσίευμα αναφερόταν επίσης ότι ούτε τα φωσφορικά άλατα, ούτε ο Τιμτσένκο ούτε η Stroytransgaz είχαν δεχθεί κυρώσεις από την ΕΕ. “Αυτό σημαίνει ότι είναι νόμιμο για τους Ευρωπαίους να αγοράζουν φωσφορικά πετρώματα από τους Ρώσους, αν και νομικοί κύκλοι επισημαίνουν ότι υπάρχει κίνδυνος οι ΗΠΑ να στοχοποιήσουν ευρωπαίους εταίρους” λόγω των κυρώσεων που έχουν επιβάλει, σύμφωνα με το δημοσίευμα του Politico τον Αύγουστο του 2018.
Τον ίδιο μήνα κατατέθηκαν και ερωτήσεις ευρωβουλευτή του ALDE προς την Ύπατη Εκπρόσψποπο για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας και Αντιπρόεδρο της Κομισιόν, όπου ζητούνταν να απαντηθεί εάν έχει συζητηθεί σε προηγούμενες περιπτώσεις απαγόρευση εισαγωγής συριακών φωσφορικών αλάτων και σε ποια φόρουμ, και για ποιους λόγους δεν επιβλήθηκε τέτοια απαγόρευση. Επιπλέον, η ευρωβουλευτής ρωτούσε εάν πρέπει να ληφθεί μέγιστη προσοχή για την επανέναρξη των οικονομικών σχέσεων με τη Συρία, ιδίως με εταιρείες που ανήκουν σε άτομα που εμπλέκονται στο καθεστώς Άσαντ ή είναι στενοί σύμμαχοι με τον Πούτιν ή περιλαμβάνονται σε λίστες κυρώσεων της ΕΕ ή των ΗΠΑ, ώστε να διασφαλιστεί ότι καμία ευρωπαϊκή εταιρεία δεν συμβάλλει έμμεσα στον οικονομικό πλουτισμό εκείνων που ευθύνονται για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Συρία. Τέλος, ρωτούσε αν έχουν αναπτυχθεί προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν και πρέπει να επανέλθουν ή να τονωθούν οι οικονομικές σχέσεις με τις συριακές εταιρείες.
Οι απαντήσεις που έλαβε η ευρωβουλευτής από την Αντιπρόεδρο της Κομισιόν Φεντερίκα Μογκερίνι ήταν ότι η επιβολή περιοριστικών μέτρων στο συριακό καθεστώς έχουν συζητηθεί επανειλημμένα στο Συμβούλιο από το 2011 και ότι οι συζητήσεις αυτές παραμένουν εμπιστευτικές. Επίσης, ότι είναι ευθύνη των οικονομικών φορέων της ΕΕ να επιδεικνύουν τη δέουσα επιμέλεια προκειμένου να αποφευχθεί η εμπλοκή σε εμπορικές συναλλαγές με ομολόγους της Συρίας ή από άλλες χώρες που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα της ΕΕ. Και ότι τα περιοριστικά μέτρα που ισχύουν επί του παρόντος (εν έτει 2018) στην περίπτωση της Συρίας ενδέχεται σε αυτό το σημείο να απαιτούν προσεκτική εξέταση.
Αν και επί της ουσίας, η ΕΕ δεν απαγόρευε την εισαγωγή φωσφορικών αλάτων από τη Συρία, και οι εταιρείες που εμπλέκονταν στην εκμετάλλευση των ορυχείων δεν υπόκεινταν σε ευρωπαϊκές κυρώσεις, από τα στοιχεία της Eurostat γίνεται σαφές ότι οι εισαγωγές στην Ελλάδα ελαχιστοποιούνται και μηδενίζονται μόλις δύο μήνες μετά το δημοσίευμα του Politico. Έως τον Οκτώβριο του 2018 εισήχθησαν άλλοι 13.000 τόνοι αξίας 680.000 ευρώ - στο σύνολο δηλαδή στην Ελλάδα έφθασαν από τον Δεκέμβριο του 2017 λίγο πάνω από 64.000 τόνοι (3,35 εκατ. ευρώ) συριακών φωσφορικών αλάτων. Από τον Οκτώβριο του 2018 έως σήμερα η Ελλάδα δεν έχει δηλώσει άλλες εισαγωγές φωσφορικών αλάτων από τη Συρία.
Στην έρευνά του τον Αύγουστο του 2018 το Politico επιχείρησε να εντοπίσει ποιος ήταν αυτός στην Ελλάδα που έκανε τις εισαγωγές. Όπως αναφερόταν στο δημοσίευμα: “Δεν είναι σαφές ποιος εισάγει τα φωσφορικά πετρώματα στην Ελλάδα από τη Συρία, αν και αρκετοί έμποροι και στελέχη της βιομηχανίας που μίλησαν υπό τον όρο της ανωνυμίας είπαν ότι οι μόνοι μεγάλοι εισαγωγείς φωσφορικών πετρωμάτων στην Ελλάδα βρίσκονταν κοντά στην πόλη της Καβάλας στα βόρεια της χώρας. Το Politico επικοινώνησε με τις τρεις σημαντικότερες εταιρείες που εμπλέκονται στον κλάδο: Phosphoric Fertilizers Industry and Chemical Ltd (PFIC), Ελλαγρολιπ ΑΕ και New Karvali Fertilizers SA, αλλά δεν μπόρεσε να προσδιορίσει τον αγοραστή του συριακού πετρώματος. Και οι τρεις εταιρείες προέκυψαν από την ελληνική εταιρεία λιπασμάτων και χημικών ELFE ΑΕ το 2015”.
Εκπρόσωπος της Ελλαγρολιπ δήλωσε στο Politico ότι η εταιρεία “δεν αγοράζει φωσφορικά πετρώματα από ρωσικές οντότητες που υπόκεινται σε κυρώσεις, όπως η OAO Stroytransgaz».
Μία επιπλέον παράμετρος που έκανε την υπόθεση των συριακών φωσφορικών αλάτων ακόμα πιο περίπλοκη ήταν ότι η Stroytransgaz, η ρωσική εταιρεία που ανήκει στον ολιγάρχη Γενάντι Τιμτσένκο ο οποίος ανήκει στον “κύκλο του Πούτιν”, αρνούνταν οποιαδήποτε ανάμειξη με το εμπόριο φωσφορικών αλάτων από τη Συρία. Ισχυριζόταν ότι η Stroytransgaz Engineering, η εταιρεία που είναι υπεύθυνη για τη λειτουργία τριών κρατικών συριακών εργοστασίων λιπασμάτων, καθώς και η εμπλεκόμενη με τη διάθεση φωσφορικών αλάτων Stroytransgaz Logistics είναι ξεχωριστές, άσχετες νομικές οντότητες, και όχι θυγατρικές, παρά την ομοιότητα στα ονόματα. Έρευνα όμως που διεξήχθη από διεθνή ένωση δημοσιογράφων για το το οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά (OCCRP - Organised Crime and Corruption Reporting Project) διαπίστωσε ότι η Stroytransgaz, η Stroytransgaz Engineering και η Stroytransgaz Logistics είχαν αρκετούς ανώτερους υπαλλήλους με το ίδιο όνομα και ότι οι τρεις εταιρείες μοιράζονταν επίσης την ίδια διεύθυνση στη Δαμασκό. Ωστόσο, οι τρεις εταιρείες, νομικά, ήταν διαφορετικές οντότητες και οι τότε κυρώσεις των ΗΠΑ που στόχευαν την Stroytransgaz δεν ίσχυαν για τις υπόλοιπες.
Υπενθυμίζεται ότι τον Δεκέμβριο του 2017, όταν ξεκίνησαν στην Ελλάδα οι εισαγωγές συριακών φωσφορικών αλάτων από ρωσικών συμφερόντων εταιρείες, η ΔΕΠΑ υπέβαλε αναφορά στην Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς, καθώς τα χρέη της ELFE είχαν ξεπεράσει τα 114 εκατομμύρια. Στην μηνυτήρια αναφορά ανάμεσα σε άλλα αναφερόταν: «Καθίσταται προφανές ότι τα μέλη της οργάνωσης που συγκροτήθηκε γύρω από τον Λαυρέντη Λαυρεντιάδη μέσω των νέων εταιρικών μορφωμάτων τα οποία υποκατέστησαν την ELFE στη λειτουργία και τη διαχείριση της λιπασματοβιομηχανίας, χωρίς καν να πληρούν τα εχέγγυα καταβολής των μισθωμάτων έναντι της ELFE, και εμφανίζονται ψευδώς ως διακριτές και ανεξάρτητες επιχειρήσεις, απάλλαξαν την ELFE σε βάρος των δανειστών της από κάθε εμπορικά αξιοποιήσιμο περιουσιακό στοιχείο, καθιστώντας την πλασματικά αφερέγγυα». Η δικαστική διαμάχη μεταξύ ΔΕΠΑ και ELFE δεν έχει τελεσιδικήσει αμετάκλητα έως και σήμερα - έφτασε μέχρι τον Άρειο Πάγο και επέστρεψε στο Εφετείο για επαναξιολόγηση.
Τον Σεπτέμβριο του 2019 ένα ακόμα διεθνούς κύρους μέσο ενημέρωσης ασχολήθηκε με τις ρωσικές μπίζνες στη Συρία και τη συγκεκριμένη υπόθεση. Εκείνη τη χρονιά καμία χώρα της ΕΕ δεν εμφανιζόταν να εισάγει συριακά φωσφορικά άλατα, όπως προκύπτει από στατιστικά στοιχεία της Eurostat. “Όταν αναφέρθηκε το 2018 ότι τα φωσφορικά άλατα που διακινούνται στο πλαίσιο της συμφωνίας της Stroytransgaz είχαν φτάσει στην Ελλάδα, προκλήθηκαν ερωτήσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στελέχη άλλων εταιρειών φωσφορικών αλάτων λένε ότι για να παρακάμψουν τη διστακτικότητα που διέπει το κλείσιμο συμφωνιών με τη Συρία, οι ομάδες τους χαρακτηρίζουν το ακατέργαστο συριακό φωσφορικό άλας ως λιβανέζικο, παρόλο που δεν υπάρχουν ορυχεία φωσφορικών αλάτων στον Λίβανο. Η πραγματική έκταση της επανασήμανσης δεν είναι ξεκάθαρη” ανέφεραν οι Financial Times, επισημαίνοντας ότι πηγή τους που εκτελωνίζει εμπορεύματα στα σύνορα με τη Συρία επιβεβαιώνει μία τακτική ροή φορτηγών με φωσφορικά άλατα να περνάει στον Λίβανο.
Επιπλέον οι Financial Times εξέτασαν τελωνειακά έγγραφα που έδειχναν δύο αποστολές φωσφορικών πετρωμάτων περίπου 6.000 τόνων που μεταφέρθηκαν από το λιμάνι της Τρίπολης στον Λίβανο προς τη Νέα Καρβάλη. “Το πρώτο πλοίο, Raouf H, έδεσε αργότερα στο ελληνικό λιμάνι της Νέας Καρβάλης, σύμφωνα με στοιχεία του MarineTraffic.com. Τα έγγραφα αποστολής για το δεύτερο σκάφος, Tenacity, δείχνουν επίσης τη Νέα Καρβάλη ως λιμάνι εκφόρτωσης του φορτίου. Στην Καβάλα υπάρχουν αρκετά εργοστάσια λιπασμάτων. Η Cedar Marine Services, η λιβανέζικη εταιρεία που διαχειρίζεται το Raouf H, δεν απάντησε σε αίτημα για σχόλιο. Δεν ήταν δυνατή η επικοινωνία με τον χειριστή του Tenacity για σχόλιο. Η ελληνική στατιστική αρχή είπε στους FT ότι θα αναζητήσει δεδομένα εισαγωγών που σχετίζονται με φωσφορικά άλατα και λιπάσματα και στη συνέχεια σταμάτησε να απαντά σε μηνύματα”, επεσήμανε η εφημερίδα.
Τον επόμενο χρόνο η πόρτα της Ευρώπη ανοίγει ξανά για τα συριακά φωσφορικά πετρώματα. Η αρχή γίνεται με την Ιταλία να εισάγει το 2020 ποσότητες αξίας 600.000 ευρώ. Το 2021 η Ιταλία σχεδόν διπλασιάζει τα εισερχόμενα φορτία (αξία 1,05 εκατ. ευρώ) και εμφανίζεται να εισάγει και η Βουλγαρία (1,46 εκατ. ευρώ). Το 2022 η Ιταλία προχωρά σε περαιτέρω αύξηση (3,46 εκατ. ευρώ), το ίδιο και η Βουλγαρία (4,87 εκατ. ευρώ), και εμφανίζονται ακόμα εισαγωγές σε Κροατία (1 εκατ. ευρώ), Ουγγαρία (231.000 ευρώ), Ισπανία (4,58 εκατ. ευρώ), Ρουμανία (110.000 ευρώ), Πολωνία (34.000 ευρώ).
Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ οι κυρώσεις της ΕΕ στη Συρία δεν απαγορεύουν ρητά τις εισαγωγές φωσφορικών αλάτων, απαγορεύουν όμως συμφωνίες με τον Σύρο υπουργό πετρελαίου και ορυκτών πόρων, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τα φωσφορικά άλατα που εξορύσσονται στη χώρα. Επιπλέον, o Ρώσος ολιγάρχης πίσω από την Stroytranzgaz, ο Γενάντι Τιμτσένκο, ήταν από τους πρώτους που εντάχθηκαν στη λίστα των κυρώσεων της ΕΕ με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, και φυσικά, οι ευρωπαϊκές εταιρείες που εισήγαγαν από την Συρία διέτρεχαν σοβαρούς κινδύνους να παραβιάσουν την παγκόσμια εμβέλεια των αμερικανικών κυρώσεων στη συριακή κυβέρνηση.
Η Ελλάδα, σε επίπεδο ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών στατιστικών στοιχείων, δεν έχει δηλώσει εισαγωγές από την Συρία μετά το 2018 - για το 2020 και το 2021 οι ανάγκες σε φωφορικά άλατα καλύπτονται κυρίως από την Αλγερία, ενώ τα προηγούμενα χρόνια είχε λάβει αρκετές ποσότητες και από το Μαρόκο.
Ωστόσο, το 2022, για πρώτη φορά τουλάχιστον την τελευταία 20ετία όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα εμφανίζονται εισαγωγές τεράστιων ποσοτήτων φωσφορικών πετρωμάτων από τον Λίβανο. Σύμφωνα με στοιχεία της USGS, της αμερικανικής υπηρεσίας γεωλογικής έρευνας, στον Λίβανο δεν έχουν εξορυχθεί φωσφορικά πετρώματα. Λιβανέζικες εταιρείες που παράγουν φωσφορικά λιπάσματα εισάγουν φωσφορικά πετρώματα από χώρες με ορυχεία, όπως η Συρία, το Μαρόκο και άλλες, τα επεξεργάζονται και προχωρούν στην παραγωγή φωσφορικών λιπασμάτων για εγχώρια χρήση αλλά και για εξαγωγές.
Από τα στοιχεία διεθνούς εμπορίου του ΟΗΕ (UN Comtrade) φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Λίβανος από το 2012 έως και το 2021 εξήγαγε ελάχιστες ποσότητες φωσφορικών πετρωμάτων, στο σύνολο 1.575 τόνους καθόλη τη διάρκεια της προαναφερθείσας δεκαετίας.
Όμως, το 2022, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα εισάγονται από το Λίβανο 265.245 τόνοι φωσφορικών πετρωμάτων, που καλύπτουν το 77% των αναγκών της χώρας μας (οι υπόλοιπες ποσότητες εισάγονται κυρίως από την Αλγερία). Και το 2023 εισάγονται στην Ελλάδα από τον Λίβανο άλλοι 264.822 τόνοι καλύπτοντας αυτή τη φορά το 92% των αναγκών μας (το 8% ήρθε από Αίγυπτο και Μαρόκο). Για αυτές τις δύο χρονιές η αξία των εισαγωγών στην Ελλάδα όσον αφορά τα “φωσφορικά άλατα από τον Λίβανο” -που δεν έχει ορυχεία- ανέρχεται σε περισσότερα από 56,6 εκατομμύρια ευρώ.
Παράλληλα, το 2022 και το 2023 ο Λίβανος εμφανίζει, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της Eurostat, μεγάλες ποσότητες εξαγωγών φωσφορικών πετρωμάτων και προς την Βουλγαρία - μία χώρα που παραδοσιακά έως και το 2015 προμηθεύεται τον κύριο όγκο των αναγκών της από τη Συρία. Συγκεκριμένα, το 2022 οι εισαγωγές στη Βουλγαρία από το Λίβανο ανήλθαν σε 75.473 τόνους και το 2023 σε 142.382 τόνους.
Θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει το φαινόμενο της εξαγωγής τεράστιων ποσοτήτων φωσφορικού άλατος από τον Λίβανο, υποστηρίζοντας ότι εισάγονται περισσότερες ποσότητες από τις ανάγκες της χώρας και αυτές που περισσεύουν εξάγονται. Ωστόσο, κατά τα προηγούμενα χρόνια, συγκρίνοντας εισαγωγές και εξαγωγές (δεδομένου ότι δεν έχει ορυχεία) φαίνεται ότι από το 2012 έως και το 2021 εισάγονται στον Λίβανο κατά μέσο όρο 501.000 τόνοι ανά έτος και εξάγονται κατά μέσο όρο 160 τόνοι ανά έτος. Το οποίο σημαίνει ότι περί τους 500.000 τόνους το χρόνο έμεναν εντός της χώρας προς αξιοποίηση - επεξεργασία και παραγωγή προϊόντων, τα οποία όμως όταν προορίζονται για εξαγωγές φέρουν διαφορετικό κωδικό στον τρόπο καταγραφής τους από την Eurostat και το τμήμα εμπορίου του ΟΗΕ. Ένα από τα πλέον βασικά προϊόντα που προκύπτουν από την επεξεργασία των φωσφορικών αλάτων είναι τα φωσφορικά λιπάσματα. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία του Λιβάνου για την περίοδο 2012-2021, η βιομηχανία της χώρας κέρδιζε κατά μέσο όρο περί τα 30 εκατομμύρια δολάρια ανά έτος από εξαγωγές φωσφορικών λιπασμάτων, τα οποία καταγράφονται με διαφορετικό κωδικό και διαχωρίζονται από το εμπόριο φωσφορικών αλάτων.
Για το 2022 από τα στοιχεία της Eurostat φαίνεται ότι ο Λίβανος έκανε εξαγωγές σε Ελλάδα και Βουλγαρία που έφτασαν τους 341.000 τόνους, ενώ είχε εισαγάγει στο σύνολο 420.000 τόνους, που σημαίνει ότι έμειναν για τη χώρα μόλις 70.000 τόνοι, το οποίο δεν μπορεί εύκολα να εξηγηθεί αν λάβει κανείς υπόψη του ότι, ακριβώς την ίδια χρονιά, ο Λίβανος έσπασε κάθε ρεκόρ αξίας εξαγωγών σε φωσφορικά λιπάσματα. Οπότε προκύπτει εύλογα το ερώτημα από πού προέκυψαν είτε οι ποσότητες φωσφορικών αλάτων που εξήγαγε προς Ελλάδα και Βουλγαρία είτε οι ποσότητες φψσφορικών αλάτων που επεξεργάστηκε η εγχώρια βιομηχανία του Λιβάνου ώστε να παράξει και να εξάγει φωσφορικά λιπάσματα.
Το παράδοξο φαινόμενο των φωσφορικών αλάτων του Λιβάνου ενισχύεται ακόμα περισσότερο αν αναλύσει κανείς τις τιμές διάθεσης των εξαγόμενων και των εισαγόμενων ποσοτήτων. Για παράδειγμα, το 2022 οι εισαγωγές στην Ελλάδα κόστισαν κατά μέσο όρο 10,5 λεπτά το κιλό κατά και στη Βουλγαρία 13,5 λεπτά, ενώ όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, ο Λίβανος εισήγαγε τον ίδιο χρόνο με 18,5 λεπτά το κιλό κατά μέσο όρο. Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι οι εξαγόμενες ποσότητες από τον Λίβανο προφανώς δεν προέρχονται από καταγεγραμμένες εισαγωγές - αν ίσχυε κάτι τέτοιο, για να υπάρχει κάποια εμπορική λογική θα έπρεπε οι τιμές των εξαγόμενων ποσοτήτων να είναι υψηλότερες απ’ ό,τι αυτές των εισαγόμενων ώστε να υπάρχει κάποιο μικρό κέρδος και όχι να χάνουν 5-8 λεπτά για κάθε κιλό φωσφορικού άλατος που εξάγουν…
Το 2023, την ίδια χρονιά που ο Λίβανος έσπαγε κάθε ρεκόρ εξαγωγών φωσφορικών αλάτων ξεπερνώντας τους 400.000 τόνους προς Ελλάδα και Βουλγαρία, η ΕΕ αποφασίζει να επιβάλει κυρώσεις σε 25 άτομα και οκτώ εταιρείες για υποστήριξη του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ. Οι μισές από τις εταιρείες που συμπεριλήφθηκαν στην απόφαση του Απριλίου της προηγούμενης χρονιάς είχαν ως αντικείμενο την εκμετάλλευση και το εμπόριο φωσφορικών αλάτων: επρόκειτο για την Stroytransgaz του ρώσου ολιγάρχη Γενάντι Τιμτσένκο, την Stroytransgaz Logistics, την Stroytransgaz Engineering και την συριακή κρατική εταιρεία Gecopham, η οποία είχε την συνεκμετάλλευση των ορυχείων με τις ρωσικών συμφερόντων εταιρείες.
Στις σελίδες της τελευταίας που έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο από τον Οκτώβριο του 2019 βρίσκει κανείς λεπτομέρειες για την ετήσια παραγωγική ικανότητα των συριακών ορυχείων φωσφορικού άλατος, η οποία ανέρχεται συνολικά σε 2,5 εκατομμύρια τόνους, καθώς και τις χώρες στις οποίες εξάγεται το 85% της παραγωγής: οι πρώτες δύο στη λίστα είναι ο Λίβανος και η Ελλάδα, ενώ στην πέμπτη θέση κατά σειρά ακολουθεί η Βουλγαρία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Καραλής στον ΑΝΤ1: Θέλω άλμα πάνω από 6,10 μέτρα, αλλά... (βίντεο)