Τι επηρεάζει αρνητικά την ικανότητα σύλληψης;
Το 15% των ζευγαριών παγκοσμίως αντιμετωπίζει προβλήματα υπογονιμότητας, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Οι αιτίες μπορεί να είναι πολλές και αντίστοιχα πολλές είναι και οι θεραπείες που μπορούν να εφαρμοστούν.
Τι ρόλο παίζει η ηλικία;
Ο πρώτος εχθρός της γυναικείας γονιμότητας είναι ο χρόνος. Η καλύτερη γόνιμη περίοδος της γυναίκας είναι μεταξύ του 20ου και 30ου έτους της ηλικίας της. Η γονιμότητα είναι αυξημένη κατ’ αυτή την περίοδο, ενώ μετά τα τριάντα έτη, αυτή θα αρχίσει να πέφτει προοδευτικά και ραγδαία μετά τα 40-42 έτη της ηλικίας της. Άρα όσο πιο νωρίς αποκτά παιδί μια γυναίκα δηλαδή στα 20-30 έτη, τόσο καλύτερη φυσική προτεραιότητα αποκτά, για την απόκτηση κι άλλων παιδιών. Ενθαρρύνεται λοιπόν η έγκαιρη απόκτηση τέκνων.
Ποιες κακές συνήθειες επιβαρύνουν τη γονιμότητα;
Το κάπνισμα είναι ένας επιβαρυντικός παράγοντας. Προκαλεί αποδεδειγμένα υπογονιμότητα, λόγω των άσηπτων φλεγμονών- ινώσεων και καταστροφή στα γεννητικά όργανα. Η κατανάλωση αλκοόλ και η κακή διατροφή επηρεάζουν επίσης τη γονιμότητα, ομοίως και το άγχος. Ειδικά το άγχος δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο στα προβλήματα γονιμότητας αλλά και η διάγνωση της υπογονιμότητας προκαλεί επιπλέον stress, που δυσκολεύει περαιτέρω τη σύλληψη.
Αληθεύει πως η παχυσαρκία σχετίζεται με την υπογονιμότητα;
Η παχυσαρκία σε συνδυασμό με το μεταβολικό σύνδρομο μπορούν να συμβάλλουν δραματικά στην επιδείνωση της υπογονιμότητας. Η ορμονική ανισορροπία που προκύπτει πολλές φορές οδηγεί σε ανωορρηκτικούς κύκλους και δύσκολη επίτευξη φυσικής εγκυμοσύνης. Το λίπος, πρέπει να γνωρίζουν οι υποψήφιες μητέρες, είναι ορμονοπαραγωγό και ως εκ τούτου επηρεάζει δυσμενώς την ορμονική ισορροπία, διότι κάνει υπερπαραγωγή εξωοθηκικών οιστρογόνων. Έτσι σήμερα το BMI (Body Mass Index) πρέπει να είναι μικρότερο του 26 για να εξασφαλίζεται η ομαλή έκβαση της γυναικείας ορμονικής λειτουργίας που είναι η αναπαραγωγή. Οι ίδιες οδηγίες θα πρέπει να ακολουθούνται και από τις υποψήφιες μητέρες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Τι διατροφή πρέπει να ακολουθούν οι γυναίκες για να βελτιώσουν τη γονιμότητά τους;
Η κατάλληλη διατροφή είναι η μεσογειακή, διότι στηρίζεται σε σύνθετους ακατέργαστους υδατάνθρακες. Συνιστάται στις γυναίκες να τρώνε φρούτα και λαχανικά που είναι πλούσια σε φυλλικό οξύ και να υποκαθιστούν τη ζωική πρωτεΐνη με φυτική, που βρίσκεται στα όσπρια και τους ξηρούς καρπούς, αντί για κόκκινο κρέας. Εδώ όμως υπάρχει και μία έκπληξη. Προτιμάται να μην καταναλώνουν άπαχα γαλακτοκομικά, αλλά γαλακτοκομικά πλήρη σε λιπαρά, γιατί η σύνθεση των ορμονών, οιστρογόνων και προγεστερόνης, έχει ως βάση τη χοληστερόλη. Επίσης, συνιστάται αποφυγή καφεΐνης και ροφημάτων που περιέχουν καφεΐνη, γιατί έχουν σχετιστεί με ελαττωμένη γονιμότητα.
Ισχύει ότι οι φλεγμονές αποτελούν έναν ακόμη επιβαρυντικό παράγοντα;
Χρόνιες φλεγμονές που έχουν παραμεληθεί έχουν δυσμενή αντίκτυπο στη γονιμότητα. Στη χρόνια εξέλιξη μιας φλεγμονής π.χ. χλαμυδιακής, δεν υπάρχουν σαφή συμπτώματα, με αποτέλεσμα με την πάροδο του χρόνου να δημιουργούνται συμφύσεις και προοδευτική καταστροφή, κατ’ αρχήν και κυρίως των σαλπίγγων. Οι σάλπιγγες είναι το πιο ευαίσθητο τμήμα των γεννητικών οργάνων της γυναίκας που θα υποστεί το αποτέλεσμα των φλεγμονών των γεννητικών οργάνων, που είναι η απόφραξη των σαλπίγγων.
Επόμενος παράγοντας που επηρεάζεται από την ύπαρξη φλεγμονών είναι η πηκτικότητα του αίματος, η οποία διαφέρει φαίνεται σημαντικά μεταξύ όλων. Έτσι, ο όρος θρομβοφιλία έχει εγκατασταθεί σε κάθε υποψήφια και εν εξελίξει κύηση, αφού η μελέτη της και η τυχόν θεραπευτική παρέμβαση, σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν την γονιμότητα – γονεϊκότητα.
Ο συνδυασμός υποκείμενων άσηπτων φλεγμονών και θρομβοφιλίας ενεργοποιεί ένα ισχυρό παθολογικό μείγμα που αποτρέπει την εξέλιξη του υποψήφιου εμβρύου – νεογέννητου από τις πρώτες στιγμές της εμφύτευσης, με αποτέλεσμα να προκύπτουν αποβολές και παλίνδρομες κυήσεις. Η έγκαιρη διάγνωση του επιπέδου θρομβοφιλίας εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της κύησης σε συνδυασμό πάντοτε με την PCR ενδομητρίου.
Μία στις 10 γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πάσχουν από ενδομητρίωση, πόσο επιβαρυντική είναι για τη γονιμότητα;
Η ενδομητρίωση δρα ύπουλα. Η πάθηση εμφανίζεται και σε νεαρή ηλικία, με πόνο – δυσμηνόρροια, ενώ η διάγνωσή της με την τυπική απεικόνιση και συμπτωματολογία μπορεί δύσκολα να τύχει επιβεβαίωσης. Εδώ χρειάζεται η κλινική εμπειρία του γυναικολόγου που θα προστατεύσει την υποψήφια μητέρα από κάποιο μεγάλο βαθμό ενδομητρίωσης. Η συντηρητική θεραπεία (αντισυλληπτικά – προγεστερόνη - ανάλογα), εάν δεν αποδώσει θα ακολουθήσει διαγνωστική λαπαροσκοπική για ολοκληρωμένη διάγνωση και θεραπεία.
Ένας άλλος παράγοντας υπογονιμότητας είναι και η ενδομητρική παρουσία μικροβίων που παραμένουν ενδοκυτταρικά στην ενδομητρική κοιλότητα, με αποτέλεσμα να προκαλούν και να είναι υπεύθυνα για τον μεγαλύτερο αριθμό αποβολών και παλίνδρομων κυήσεων. Σήμερα η εφαρμογή της PCR, όπου δύναται να αποκαλύψει όλα τα ενδοκυτταρικά μικρόβια του ενδομητρίου με λίγες σταγόνες εμμήνου ρύσεως, είναι σημαντικό όπλο για την αύξηση της γονιμότητας. Η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή μετά τα αποτελέσματα που θα δείξουν συγκεκριμένα μικρόβια ελαττώνει σημαντικότατα τις αποβολές και τις παλίνδρομες κυήσεις με τελική κατάληξη ένα υγιέστατο νεογέννητο.
Αναστέλλουν και άλλες παθολογίες τη γονιμότητα;
Υπάρχουν παθολογίες των γεννητικών οργάνων που επηρεάζουν τη γονιμότητα, όπως η ύπαρξη καλοήθων όγκων ινομυωμάτων, κύστεων ωοθηκών, κύστεων ενδομητρίωσης, όπου θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά η λαπαροσκοπική χειρουργική παρέμβαση. Ακόμη, σε περιπτώσεις μητρορραγιών θα πρέπει να εξετάζεται η υστεροσκοπική παρέμβαση για την αποκατάσταση της μητρορραγίας σε περίπτωση οργανικής βλάβης λόγω ύπαρξης πολύποδα, ινομυώματος και υπερπλασίας. Τα αποτελέσματα μετά από τις λαπαροσκοπικές επεμβάσεις είναι θεαματικά, όσον αφορά στην επικείμενη σύλληψη που προκύπτει τις περισσότερες φορές.
Λαπαροσκοπικά- Υστεροσκοπικά αντιμετωπίζονται και τα συγγενή διαφράγματα της μήτρας, όπως στις περιπτώσεις δίκερης μήτρας, διαφραγματικής μήτρας ή ακόμη μήτρας με συμφύσεις, με την προυπόθεση βέβαια ύπαρξης ευχερούς διαβατότητας των σαλπίγγων.
Ο θυρεοειδής και οι παθήσεις του είναι πέντε φορές πιο συχνός στις γυναίκες και θα πρέπει να εξετάζεται η υποψήφια μητέρα για τυχόν παθήσεις αυτού του αδένα, που έμμεσα πολλές φορές άπτονται της υπογονιμότητας.
Δυστυχώς, σε όχι λίγες περιπτώσεις, η γονιμότητα πλήττεται ανεπανόρθωτα από πρώιμο καρκίνο της αναπαραγωγικής ηλικίας (μαστού, γεννητικών οργάνων, ή άλλου οργάνου). Σε αυτή την περίπτωση οι σύγχρονες θεραπείες διατήρησης της γονιμότητας της γυναίκας έχουν να επιδείξουν κατά περίπτωση λύσεις, όπως: κρυοσυντήρηση ωαρίων πριν τη χημειοθεραπεία, διατήρηση ωοθηκικού ιστού, προ χημειοθεραπείας – ακτινοβολίας, πάντοτε σε συνεργασία με τον ογκολόγο και τον θεράποντα ιατρό.
Πριν μια γυναίκα καταφύγει στη λύση της εξωσωματικής γονιμοποίησης θα πρέπει να έχουν λυθεί τα παραπάνω προβλήματα που αναπτύξατε;
Εάν μία γυναίκα έχει τηρήσει υποδειγματικά τα προαναφερόμενα, σε μεγάλο ποσοστό θα μείνει από μόνη της έγκυος και δεν θα χρειαστεί την εξωσωματική.
*Άρθρο του Αθανάσιου Παπαδημητρίου, Μαιευτήρα Γυναικολόγου, Επιστημονικού Συνεργάτη ΜΗΤΕΡΑ.