Παχυσαρκία στα παιδιά: Κομβική η εκπαίδευση των παιδιών
Στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ελλάδα η επίπτωση της παιδικής παχυσαρκίας όπως ορίζεται ως δείκτης μάζας σώματος BMI >95% για την ηλικία και το φύλο, έχει τριπλασιαστεί τα τελευταία 40 χρόνια. Το 16,5% των παιδιών είναι παχύσαρκα και το 15% υπέρβαρα (ΒΜΙ 85%-95%).
Η αύξηση της παιδικής παχυσαρκίας είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, καθώς αυξάνεται συνεχώς η διάγνωση νόσων που σχετίζονται με την παχυσαρκία στον παιδικό πληθυσμό, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, η υπνική άπνοια, η λιπώδης διήθηση του ήπατος.
Εν τη απουσία αποτελεσματικών μεθόδων πρόληψης και θεραπείας της παιδικής παχυσαρκίας, εκατομμύρια παιδιά θα ενηλικιωθούν με τις σωματικές, αλλά και τις ψυχικές επιπτώσεις του πλεονάζοντος λιπώδους ιστού.
Η παχυσαρκία είναι γενετική νόσος, καθώς νεότερα ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζουν ότι το 60%-80% της παρατηρούμενης μεταβλητότητας του σωματικού βάρους μπορεί να αποδοθεί σε κληρονομικούς παράγοντες.
Ταυτόχρονα, όμως, η παχυσαρκία είναι και περιβαλλοντική νόσος, καθώς τα τελευταία 40 χρόνια οι γενετικές μας καταβολές άλλαξαν ελάχιστα, ενώ η παχυσαρκία τριπλασιάστηκε, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί μόνο σε εξωγενείς παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν την «ενεργειακή οικονομία» του παιδιού.
Ζήτημα εκπαίδευσης
Η παχυσαρκία στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι επίκτητη και οφείλεται σε περιβαλλοντικούς, διατροφικούς, φαρμακευτικούς και επιγενετικούς παράγοντες. Τα γενετικά και ενδοκρινικά αίτια είναι πολύ σπανιότερα και η διαγνωστική προσέγγιση θα πρέπει να είναι ανάλογη των κλινικών συμπτωμάτων.
Η θεραπεία της παχυσαρκίας πλέον στα περισσότερα κέντρα του εξωτερικού, αλλά και στην Παιδιατρική - Εφηβική Κλινική Ενδοκρινολογίας του Παίδων ΜΗΤΕΡΑ, γίνεται με το μοντέλο της «ομάδας» και βασίζεται στη συνεργασία παιδοενδοκρινολόγου – διαιτολόγου - ψυχολόγου για βοήθεια της αλλαγής συμπεριφοράς.
Έχουμε διαπιστώσει ότι η κλινική συνεκτίμηση από τη διεπιστημονική ομάδα δημιουργεί μια «τράπεζα» κλινικών πληροφοριών, που βοηθούν στη διαμόρφωση συντονισμένου προγράμματος για την υποστήριξη κάθε παιδιού ή εφήβου και της οικογένειάς του.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την επιτυχία αυτής της παρέμβασης, η εκπαίδευση να γίνεται με διαδραστικό τρόπο, ώστε το παιδί να συμμετέχει και να νιώθει ότι παίρνει τον έλεγχο στη διαδικασία αυτή, με την υποστήριξη της «ομάδας» και της οικογένειας.
Ο βαθμός επιτυχίας της προσπάθειας σχετίζεται με την ετοιμότητα της οικογένειας να υιοθετήσει και να υποστηρίξει έναν υγιεινό τρόπο ζωής και διατροφής για όλα τα μέλη της, όχι με τη νοοτροπία της δίαιτας στα παιδιά. Εφόσον το περιβάλλον εκτός σπιτιού είναι «παχυσαρκογενές» (obesogenic), ας υπάρχει μια «υγιεινή ασπίδα» στο σπίτι.
*Αρθρο της Μαρίας Καράντζα - Χαρώνη, Ενδοκρινολόγου Παίδων, Δ/ντριας Κλινικής Παιδιατρικής - Εφηβικής Ενδοκρινολογίας Παίδων ΜΗΤΕΡΑ
Το διατροφικό μοντέλο για τις μικρές ηλικίες
Η υγιεινή διατροφή για τα παιδιά σχολικής ηλικίας περιλαμβάνει ποικιλία τροφών. Μάλιστα, τα πρότυπα τροφίμων θα πρέπει να τονίζουν αυτή την ποικιλία σε θρεπτικά συστατικά.
Τα γεύματα και τα σνακ θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλες τις ομάδες τροφίμων (βιταμίνες, ανόργανα άλατα, πρωτεΐνες, λιπαρά, υδατάνθρακες) μέσα από τα δημητριακά, λαχανικά και φρούτα, γαλακτοκομικά προϊόντα, περιορισμένο κορεσμένο λίπος, χωρίς προσθήκη μεταποιημένου κρέατος και στην ενδεδειγμένη μερίδα, για την υποστήριξη της σωματικής ανάπτυξης.
Τρόφιμα με υψηλό ποσοστό ζάχαρης που κολλάνε στα δόντια, όπως οι αλατισμένοι ξηροί καρποί, οι καραμέλες, οι τσίχλες, οι σοκολάτες, συμβάλλουν στην τερηδόνα, αυξάνουν το σωματικό βάρος και δεν είναι κατάλληλα σνακ.
Αυτά τα τρόφιμα καλύτερο να καταναλώνονται ως μέρος ενός γεύματος ή, όταν είναι δυνατόν, να βουρτσίζονται τα δόντια μετά.
Το «junk food» ανήκει στην κατηγορία τροφίμων που μπορεί να είναι υψηλά σε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα: θερμίδες, λιπαρά, ζάχαρη, αλάτι, καφεΐνη.
Μπορούν να καταναλώνονται με μέτρο, αλλά σε καμία περίπτωση σαν βασικό γεύμα και απαιτείται εκπαίδευση για τη χρήση τους. Ωστόσο, η κατανάλωση τροφών υψηλής ενέργειας από μόνη της δεν μπορεί να εξηγήσει πλήρως την εκθετική αύξηση του επιπολασμού των υπέρβαρων-παχύσαρκων παιδιών τα τελευταία χρόνια.
Η σωματική δραστηριότητα είναι επίσης βασικός παράγοντας για την εξίσωση του ισοζυγίου ενέργειας και οι μετρήσεις της επιστημονικής κοινότητας για υποκινητικότητα και περισσότερο χρόνο που τα παιδιά παρακολουθούν τηλεόραση ή παίζουν βιντεοπαιχνίδια στον ελεύθερο χρόνο τους, καταγράφεται όλο και πιο έντονα.
*Άρθρο της Άννας Παπαγεωργίου, Κλινικής Διαιτολόγου - Διατροφολόγου, Επιστ. Συνεργάτιδας Κλινικής Παιδιατρικής - Εφηβικής Ενδοκρινολογίας Παίδων ΜΗΤΕΡΑ.
Αντιμετωπίζοντας τα ψυχικά αίτια της παιδικής παχυσαρκίας
Η κατανόηση των παραγόντων που έχουν συμβάλει στην παιδική παχυσαρκία είναι σημαντική για τη διαμόρφωση της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής. Η πολυπλοκότητα των αιτιών της παιδικής παχυσαρκίας, η οποία μελετάται τα τελευταία χρόνια, και η συμβολή του οικογενειακού στρες, έχουν προκαλέσει την προσοχή των επαγγελματιών ψυχικής υγείας.
Τις τελευταίες δεκαετίες, ερευνητικά πορίσματα συμπέραναν ότι:
- Το 40% των παιδιών με παχυσαρκία έχουν κατάθλιψη.
- Η χρόνια παχυσαρκία έχει σχέση με ψυχοπαθολογία.
- Η παιδική παχυσαρκία συνδέεται με ψυχοπαθολογία.
- Η παχυσαρκία συνδέεται με χαμηλή αυτοεκτίμηση.
- Η σχέση καταθλιπτικών συμπτωμάτων και παχυσαρκίας ξεκινά στην παιδική - εφηβική ηλικία, κυρίως στα κορίτσια.
Ο ψυχολόγος συμβάλλει στη διαδικασία εκτίμησης και προσφέρει τη δική του οπτική, κάνοντας αξιολόγηση του αναπτυξιακού σταδίου και των γνωσιακών, συναισθηματικών και κοινωνικών ικανοτήτων του παιδιού.
Η θεραπεία
Για τη θεραπεία, ακολουθούμε τη μέθοδο παράλληλης διεπιστημονικής παρέμβασης, που περιλαμβάνει συνέντευξη για τον εντοπισμό κινήτρων (motivational interviewing), προσαρμοσμένη στην ηλικία του παιδιού ή του εφήβου. Πιστεύουμε πως πιθανή ύπαρξη αναπτυξιακών ή άλλων ιατρικών θεμάτων χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή και ειδική αντιμετώπιση. Αξιολογούμε το οικογενειακό περιβάλλον, για να εντοπίσουμε σημεία θετικής προσέγγισης και μετά ξεκινά η διαδικασία διατροφικής ενημέρωσης και επιμόρφωσης. Συχνά η οικογένεια έχει αποθαρρυνθεί από προηγούμενες ατυχείς προσπάθειες.
Το αίτημα του γονέα, το αίτημα του παιδιού, οι τρέχουσες συνθήκες ζωής, η σχολική επίδοση, η άθληση-άσκηση, οι οικογενειακές σχέσεις, οι κοινωνικές σχέσεις, οι φιλίες είναι πληροφορίες που βοηθούν στη δημιουργία εικόνας του υποστηρικτικού συστήματος του ενδιαφερόμενου πετύχει τον σκοπό του να χάσει βάρος.
Το αναπτυξιακό ιστορικό, το σχολικό-ακαδημαϊκό ιστορικό, το οικογενειακό ιστορικό, πιθανά στρεσογόνα περιστατικά στη ζωή του παιδιού ή και της οικογένειας βοηθούν στην κατανόηση των συνθηκών και πιθανών παραγόντων που πυροδοτούν τη διατροφική συμπεριφορά. Στη συνέχεια, τα κίνητρα του γονέα, τα κίνητρα του παιδιού, το ιστορικό προσπαθειών, οι καθημερινές συνήθειες και το συναίσθημα παίζουν ρόλο στο σχεδιασμό της θεραπευτικής παρέμβασης.
Συνηθισμένα κίνητρα των γονιών είναι ο φόβος για την υγεία του παιδιού, οι ενοχές τους και η πρόθεση για πρόληψη ασθενειών, που συχνά είναι κληρονομικές. Ανάμεσα στα κίνητρα των παιδιών είναι η αποφυγή των πειραγμάτων στο σχολικό ή το οικογενειακό περιβάλλον, η καλύτερη εμφάνιση, η μεγαλύτερη επιλογή ρούχων και η ικανότητα να αθλούνται πιο εύκολα ή να ανήκουν σε αθλητικές ομάδες.
Όταν τα παιδιά και οι οικογένειές τους συμφωνούν στον καθορισμό συγκεκριμένων στόχων, παρακολουθούμε στενά τις προσπάθειες και εντοπίζουμε τόσο τις επιτυχίες όσο και τις δυσκολίες, τις οποίες αντιμετωπίζουμε σύμφωνα με τις ανάγκες του παιδιού, λ.χ. εστιάζοντας στον ρόλο του συναισθήματος ή με συμπεριφορική προσέγγιση. Επαναξιολογούμε τους στόχους και ενδυναμώνουμε το οικογενειακό σύστημα, ώστε να αντιμετωπίσει τα όποια προβλήματά του και να στηρίξει το παιδί. Η σταθερότητα στις επισκέψεις, η κινητοποίηση του παιδιού και η ενεργός συμμετοχή της οικογένειας είναι αποφασιστικά σημεία για την επιτυχία ενός τέτοιου προγράμματος.
*Άρθρο της Λουίζας Βελετζά, Δρ Ψυχολογίας, Επιστ. Συνεργάτιδας Παίδων ΜΗΤΕΡΑ.