Οι αρχαιολογικοί θησαυροί της Αιόλου (εικόνες)
Τον γύρο του κόσμου έκανε η είδηση της πρόσφατης ανακάλυψης της κεφαλής του Ερμή στην οδό Αιόλου, σε βάθος μόλις 1,3 μ, «προκαλώντας εντύπωση για τα αποτυπώματα της ιστορίας που αποκαλύπτονται σε κάθε σημείο της Αθήνας», όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Με αφορμή λοιπόν αυτή την ανακάλυψη, το ΥΠΠΟΑ συνθέτει ένα σύντομο ιστορικό της περιοχής και των σημαντικών ευρημάτων που βρέθηκαν εκεί.
Για τον πολύβουο και πολυσύχναστο δρόμο της σύγχρονης Αθήνας, την οδό Αιόλου, που «χαράχθηκε ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια», ενώ «έχει διαδραματίσει εξέχοντα ρόλο στη διαχρονική ιστορία της πόλης, όπως προκύπτει από την ανασκαφική έρευνα που άρχισε στα τέλη του 19ου αιώνα», κάνει λόγο το ΥΠΠΟΑ. Σύμφωνα δε με την έρευνα της Εφόρου Αρχαιοτήτων Αθηνών, Ελένης Μπάνου, δύο είναι τα σημαντικά στοιχεία που πιστοποιούν την διαχρονική χρήση του χώρου ως οδικής αρτηρίας, αρχής γενομένης, από τα αρχαϊκά χρόνια:
Αφενός, «οι σωστικές ανασκαφές της δεκαετίας του 1970 που διενεργήθηκαν σε οικόπεδο επί της οδού Αιόλου 65 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων και έφεραν στο φως μεγάλο τμήμα αρχαίας οδού με επτά (!) επάλληλα οδοστρώματα». Και αφετέρου «η σπουδαία ανακάλυψη την δεκαετία του 1980, κατά την ανάπλαση της πλατείας Κοτζιά και την επέκταση του κτιρίου της Εθνικής Τραπέζης, της Αχαρνικής Πύλης του θεμιστόκλειου τείχους. Η πύλη βρίσκεται στην προέκταση της αρχαίας οδού και της σημερινής Αιόλου, με μικρή μόνο απόκλιση προς δυσμάς.
Προφανώς η αρχαία αυτή οδός οδηγούσε μέχρι την πύλη στα βόρεια της πόλης και από εκεί, εκτός των τειχών, κατευθυνόταν προς τον πολυπληθέστερο αρχαίο δήμο, των Αχαρνών (σημερινό Μενίδι)».
Το ΥΠΠΟΑ μας υπενθυμίζει επίσης κάποια σημαντικά ευρήματα στην περιοχή, όπως το «μοναδικό εύρημα, εκπληκτικής τέχνης και ομορφιάς» που ανασύρθηκε το 1885 απέναντι από το σημείο που βρέθηκε η κεφαλή του Ερμή, κοντά στον Ι. Ν. της Αγίας Ειρήνης. Πρόκειται για «το άγαλμα γυμνού νεαρού Ηρακλή με την λεοντή να πέφτει από το κεφάλι καλύπτοντας μόνο τον αριστερό ώμο και με τα πόδια της δοράς του ζώου να διασταυρώνονται στο ρωμαλέο στήθος του ημίθεου».
Το μικρό άγαλμα (0,54 μ) του Ηρακλή της Αιόλου -σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στην Αίθουσα του Βωμού- είναι «το νέο πρότυπο ειρηνικού αλλά προβληματισμένου και ανήσυχου ανθρώπου στο “ διεθνές” περιβάλλον της ελληνιστικής-μεταλεξάνδρειας εποχής. Ένα περιβάλλον που υπήρξε ιδανικό φυτώριο για την ανάπτυξη νέων φιλοσοφικών, κοινωνικών, πολιτικών και θρησκευτικών κινημάτων όπως αυτό του χριστιανισμού». Επίσης, δεν αποκλείεται «το αγαλματίδιο του Ηρακλή που χρονολογείται στο τέλος του 4ου αι. πΧ να κοσμούσε κάποιο παρόδιο ιερό, αφιερωμένο είτε στον Ηρακλή (έχει βρεθεί στην κοντινή οδό Αγίου Φιλίππου, όρος-ορόσημο ιερού Ηρακλέους) ή σε άγνωστη θεότητα. Σήμερα πάντως στη θέση αυτή υπάρχει ο περικαλλής ναός της Αγίας Ειρήνης!», όπως πληροφορεί στην ανακοίνωση-αφιέρωμά του το ΥΠΠΟΑ.
Άλλα σπουδαία ευρήματα στην περιοχή που προέρχονται από την ανασκαφή του 1970 είναι το απότμημα επιτύμβιας στήλης κλασικών χρόνων, καθώς και η επιτύμβια στήλη των πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων. Όπως εξηγεί η κ. Μπάνου, «προφανώς στο κράσπεδο της αρχαίας οδού είχε αναπτυχθεί ήδη από το τέλος του 5ου αι πΧ, παρόδιο νεκροταφείο, συνήθης πρακτική των αρχαίων, το οποίο χρησιμοποιήθηκε μέχρι την πρώιμη ρωμαιοκρατία». Λίγο δυτικότερα επί της σημερινής οδού Αθηνάς βρέθηκε μια άλλη επιτύμβια στήλη που «καταδεικνύει το εύρος του κλασικού νεκροταφείου» και η οποία εκτίθεται κι αυτή στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. «Πρόκειται για έργο που χρονολογείται το 350-325 πΧ και συγκινεί με την αμεσότητα του θέματος.
Η νεκρή κάθεται σε σκαμνί απλώνοντας το χέρι προς μια συγγενή της που το κρατά τρυφερά από τον καρπό και της απευθύνει το λόγο υψώνοντας το άλλο της χέρι. Αριστερά στέκεται συλλογισμένο ένα κορίτσι. Κάτω από το κάθισμα της νεκρής ραμφίζει μια πέρδικα. Το μνημείο, γνωστό ως στήλη του αποχαιρετισμού, είχε άλλοτε μορφή ναΐσκου με αέτωμα, παραστάδες και βάθρο».
Το γεγονός ότι δύο άλλες χριστιανικές εκκλησίες, η Κοίμησις Θεοτόκου Χρυσοσπηλαιωτίσσης και ο Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής (μεταβυζαντινών χρόνων και παραλαύριον ιεράς μονής Οσίου Μελετίου), βρίσκονται λίγα μέτρα βορειότερα της Αγίας Ειρήνης επί της συγκεκριμένης οδού, οδηγεί τους αρχαιολόγους στο συμπέρασμα ότι η αρχαία οδός -η σημερινή Αιόλου- θα είχε και άλλα παρόδια ιερά. «Η νέα θρησκεία, είναι γνωστό ότι πάτησε στα βήματα της παλαιάς», σημειώνει το ΥΠΠΟΑ στο αφιέρωμά του, συμπληρώνοντας για τα νεότερα χρόνια: «Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, η αρχαία/βυζαντινή οδός διαδραμάτισε και πάλι σπουδαίο ρόλο.
Έλαβε το όνομα του θεού των ανέμων Αιόλου, διότι εκκινούσε από το Ωρολόγιο του Ανδρονίκου Κυρρήστου (εντός του σημερινού περιφραγμένου αρχαιολογικού χώρου της ρωμαϊκής αγοράς) που ήταν κτίριο του 2ου αι πΧ αφιερωμένου στους ανέμους ως ηλιακό και υδραυλικό ρολόι και, καταλαμβάνοντας τεράστιο μήκος, κατέστη η βασικότερη αρτηρία οπτικής φυγής προς το σπουδαιότερο μνημειακό συγκρότημα της πόλεως, την Ακρόπολη».