Δυσανεξία στη λακτόζη: όσα πρέπει να ξέρετε
H δυσανεξία (ή δυσαπορρόφηση) στη λακτόζη αφορά την κατάσταση κατά την οποία ένα άτοµο αδυνατεί να µεταβολίσει τη λακτόζη. Η λακτόζη είναι ένας δισακχαρίτης (υδατάνθρακας) που συναντάµε στο γάλα και στα προϊόντα του γάλακτος σε διάφορα ποσοστά. Αυτή η αδυναµία οφείλεται στη µειωµένη παραγωγή ή/και έλλειψη του ενζύµου λακτάση, που κανονικά παράγεται από κύτταρα του λεπτού εντέρου. Αν τα επίπεδα λακτάσης είναι χαµηλά έως ανύπαρκτα, η λακτόζη δεν διασπάται και οδηγείται αυτούσια στο παχύ έντερο. Εκεί τα βακτήρια του παχέος εντέρου τη µετατρέπουν σε λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου, µε ταυτόχρονη παραγωγή αερίων (διοξειδίου του άνθρακα, υδρογόνου και µεθανίου).
Τα άτοµα µε δυσανεξία στη λακτόζη αντιµετωπίζουν διάφορα δυσάρεστα συµπτώµατα εξαιτίας της παραγωγής των παραπάνω αερίων, όπως ναυτία, δυσπεψία, φούσκωµα στο στοµάχι, κοιλιακό πόνο ή κολικούς, αποβολή αερίων, ακόµη και διάρροια, µετά από κατανάλωση γάλακτος ή γαλακτοκοµικών προϊόντων. Τα επίπεδα λακτάσης που παράγονται στον οργανισµό τους σχετίζονται µε τη σοβαρότητα και την ένταση των παραπάνω συµπτωµάτων. Φαίνεται ότι τα περισσότερα άτοµα µε δυσανεξία στη λακτόζη µπορούν να ανεχθούν έως 6 γρ. λακτόζη. Η σταδιακή αύξηση της προσλαµβανόµενης λακτόζης για περίπου τρεις µήνες µπορεί τελικά να οδηγήσει σε ανοχή 12 γρ. λακτόζης την ηµέρα.
Για την αποφυγή των συµπτωµάτων συστήνεται τα άτοµα µε δυσανεξία στη λακτόζη να αποφεύγουν την κατανάλωση προϊόντων µε λακτόζη. Συγκεκριµένα, τη µεγαλύτερη περιεκτικότητα σε λακτόζη έχει το πλήρες γάλα (αγελαδινό ή κατσικίσιο), ενώ µε τη µείωση των λιπαρών του γάλακτος αυξάνεται η περιεκτικότητα σε λακτόζη.
Από τα προϊόντα γάλακτος που έχουν υποστεί ζύµωση, τα τυριά έχουν χαµηλότερη περιεκτικότητα σε λακτόζη και άρα γίνονται καλύτερα ανεκτά. Ωστόσο έχει σηµασία η ωρίµανση του κάθε τυριού, καθώς µε τη διαδικασία της ωρίµανσης η λακτόζη µετατρέπεται σε γαλακτικό οξύ, το οποίο δεν προκαλεί συµπτώµατα. Αντίστοιχα το γιαούρτι, ως προϊόν ζύµωσης, συνήθως γίνεται καλύτερα ανεκτό από άτοµα µε δυσανεξία στη λακτόζη.
Τέλος το κεφίρ, ένα γαλακτοκοµικό προϊόν το οποίο παρασκευάζεται από ζυµοµύκητες (κόκκοι κεφίρ) του γάλακτος, λόγω της ζύµωσης της λακτόζης µπορεί να καταναλωθεί από άτοµα µε δυσανεξία στη λακτόζη χωρίς τον φόβο των ενοχλητικών συµπτωµάτων. Επιπλέον, το κεφίρ, καθώς αποτελεί ένα φυσικό προβιοτικό προϊόν, ανακουφίζει από τα συµπτώµατα της δυσανεξίας, βελτιώνει την απορρόφηση ασβεστίου και συµβάλλει στην καλή λειτουργία του πεπτικού. Άλλα προϊόντα γάλακτος, όπως η κρέµα γάλακτος, η σαντιγί και το παγωτό, καθώς και παρασκευάσµατα που τα περιέχουν συστήνεται να αποφεύγονται.
Προσοχή, ωστόσο, χρειάζεται στα προϊόντα του εµπορίου στα οποία χρησιµοποιούνται ως συστατικά ο ορός γάλακτος, η καζεΐνη, η λακταλβουµίνη και το γάλα σε σκόνη, γι’ αυτό έχει µεγάλη σηµασία η προσεκτική ανάγνωση των ετικετών στα τρόφιµα. Τρόφιµα που δυνητικά αποτελούν πηγές λακτόζης είναι τα αρτοπαρασκευάσµατα, όπως κέικ, ψωµί, µπισκότα, κουλουράκια, ντόνατς, βάφλες, τηγανίτες, κρέπες κ.ά., αλλά και τα: βούτυρο, βουτυρόγαλα, σοκολάτα, κρέµα γάλακτος, σούπες µε βάση γάλα ή κρέµα γάλακτος, διάφορα επιδόρπια, όπως κρέµα καραµελέ, µους, σουφλέ σοκολάτας κ.ά., υποκατάστατα αυγών, ενεργειακά ποτά, µπάρες δηµητριακών, χοτ ντογκ, στιγµιαία ποτά, πίτσα, επεξεργασµένα κρέατα, σος για σαλάτες, λουκάνικα, καρυκεύµατα κ.ά.
Ένα άτοµο µε δυσανεξία στη λακτόζη έχει πλέον πολλές εναλλακτικές επιλογές, ώστε να µη στερηθεί τα θρεπτικά συστατικά του γάλακτος, όπως το ασβέστιο. Εναλλακτικές επιλογές στην καθηµερινή διατροφή αποτελούν το γάλα χωρίς λακτόζη, διάφορα φυτικά γάλατα, όπως σόγιας, αµυγδάλου, βρόµης, φουντουκιού, καρύδας, ρυζιού, σησαµιού κ.ά., και ροφήµατα όπως το κεφίρ και το αριάνι. Τέλος, εναλλακτικές πηγές ασβεστίου αποτελούν τα µικρά ψάρια που καταναλώνονται µε τα κόκαλα (π.χ. γαύρος ή σαρδέλες), το µπρόκολο, τα αµύγδαλα, το σπανάκι, το τόφου, τα σύκα και τα φασόλια.
*Άρθρο των Διονυσίας Βουτσά (Κλινικής Διαιτολόγου) και Πολυξένης Μυλωνάκη-Κουτκιά (Ενδοκρινολόγου – Διαβητολόγου, Διευθύντριας Τμήματος Διαιτολογίας ΥΓΕΙΑ).