Thomas Cook: Τι απαντά ο πρώην CEO για τον “χρυσό” μισθό του
Ο πρώην διευθύνων σύμβουλος του Thomas Cook δήλωσε πως καταλαβαίνει την οργή της κοινή γνώμης για τον μισθό τους, αλλά δικαιολογήθηκε λέγοντας πως δούλευε ακατάπαυστα για να την σώσει.
Η Thomas Cook, η παλαιότερη εταιρία ταξιδίων του κόσμου, κατέρρευσε τον περασμένο μήνα με αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες ταξιδιώτες να εγκλωβιστούν σε διάφορες χώρες του κόσμου.
Ο Πέτερ Φανκχάουζερ, εμφανιζόμενος ενώπιον επιτροπής του βρετανικού κοινοβουλίου, ζήτησε και πάλι συγγνώμη από τους πελάτες, το προσωπικό και τους προμηθευτές της Thomas Cook και δήλωσε ότι η ευθύνη για την κατάρρευση μοιράζεται μεταξύ πολλών πλευρών που προσπάθησαν και δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε μια συμφωνία διάσωσης.
Σε ερώτηση για τον μισθό του, που ανήλθε στο 1,02 εκατ. στερλίνες (1,29 εκατ. δολάρια) συμπεριλαμβανομένων συνταξιοδοτικών και άλλων παροχών, ο Φανκχάουζερ δήλωσε ότι δεν όρισε ο ίδιος τον μισθό του ούτε αποφάσισε για τα μπόνους.
«Δεν πρόκειται να προσπαθήσω να υπερασπιστώ τον βασικό μου μισθό, διότι σε σχέση με τον βασικό μισθό ενός απλού εργαζομένου, είναι ένα τεράστιο ποσό…κατανοώ πλήρως το κοινό αίσθημα», δήλωσε στην επιτροπή.
«Ωστόσο, αυτό που μπορώ να απαντήσω σε αυτό είναι ότι εργάστηκα ακούραστα για την επιτυχία αυτής της εταιρίας και λυπάμαι βαθύτατα που δεν κατάφερα να πετύχω τη συμφωνία».
Πρόσθεσε ότι οι προσπάθειές του να μεταμορφωθεί η εταιρία μετά τον διορισμό του το 2014 περιορίστηκαν από τα χρέη της. Δήλωσε ότι το μπόνους των 750.000 λιρών που έλαβε το 2017 θα μπορούσε θεωρητικά να επιστραφεί, αλλά το 30% του ποσού καταβλήθηκε σε μετοχές που τώρα δεν έχουν καμία αξία.
«Η δέσμευσή μου στην εταιρία ήταν ξεκάθαρη: ποτέ δεν πούλησα ούτε μία μετοχή, διότι πίστευα σε αυτή την εταιρία», δήλωσε.
Τα άκουσαν από την εξεταστική επιτροπή της Βουλής
Έντονη κριτική από βουλευτές όλων των κομμάτων δέχτηκαν τα μέλη της διοίκησης του τουριστικού ομίλου Thomas Cook στη διάρκεια της πρώτης τους λογοδοσίας ενώπιον εξεταστικής επιτροπής του κοινοβουλίου.
Τα μέλη κατηγορούνται πως προσπάθησαν να αποκρύψουν το πραγματικό μέγεθος των απωλειών της εταιρίας, την ώρα που αυτή ήταν κοντά στην καταστροφή και τελικά χρεοκόπησε.
Η διακομματική επιτροπή κατηγόρησε τους διοικούντες ότι προσπάθησαν να «μαγειρέψουν» τα βιβλία της εταιρίας τα τελευταία οχτώ χρόνια, παραλείποντας δαπάνες ύψους 1,8 δισεκατομμύριου λιρών από την κύρια οικονομική της έκθεση.
Η πρόεδρος της Επιτροπής και βουλευτής των Εργατικών Ρέιτσελ Ριβς δήλωσε στη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας ότι «τα χρέη της εταιρίας ήταν πολύ χειρότερα από τους αριθμούς που τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου προσπαθούσαν να παρουσιάσουν στην αγορά» και ότι στο τέλος πλήρωσαν τις συνέπειες όλου αυτού.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η αποτυχία της διοίκησης ήταν αυτή που οδήγησε στην κατάρρευση της Thomas Cook και συγκεκριμένα «μία σειρά από εσφαλμένες κρίσεις» κυρίως σε ό,τι αφορά την αποτυχία αντιμετώπισης του χρέους (κατά την πενταετία της διοίκησης των Μέισμαν και Φάνκχαουσερ), στην αποτυχία καταγραφής της υπεραξίας της εταιρίας, όπως και στην αποτυχία πώλησης κάποιων τμημάτων της επιχείρησης προς διάσωση κάποιων άλλων, όπως π.χ. της αεροπορικής εταιρίας ή των ταξιδιωτικών πρακτορείων, προκειμένου να συγκεντρωθεί το απαιτούμενο ποσό των 200 εκατομμυρίων για την διάσωσή της.