Άρειος Πάγος: Απόφαση-σταθμός για τα συναινετικά διαζύγια και την κοινή περιουσία
Με την υπογραφή συναινετικού διαζυγίου χάνεται οποιοδήποτε δικαίωμα των συζύγων να διεκδικήσουν ο ένας από τον άλλον μέρος της περιουσίας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του κοινού τους βίου.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του dikastiko.gr, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου εξετάζοντας την περίπτωση δικηγόρου η οποία προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά εφετειακής απόφασης που δικαίωνε το άλλοτε “έτερο ήμισύ” της, επίσης δικηγόρο, απεφάνθη κατά πλειοψηφία ότι οι λόγοι που επικαλείται στην προσφυγή της, μεταξύ αυτών και εξαναγκασμό της να υπογράψει το διαζύγιο, είναι αβάσιμοι.
Το σκεπτικό των αρεοπαγιτών
Οι ανώτατοι δικαστές αναφέρουν στο σκεπτικό τους ότι:
«Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στην Αθήνα στις 27-8-1999, από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα, ενώ ήδη με την υπ’ αριθμό 3040/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και κατέστη αμετάκλητη, μετά την παραίτηση αμφοτέρων των διαδίκων από την άσκηση των κατ’ αυτής τακτικών και εκτάκτων ενδίκων μέσων…. απαγγέλθηκε η συναινετική λύση του μεταξύ τους τελεσθέντος γάμου.
Προς απόκρουση της αγωγικής απαιτήσεως της ενάγουσας προς απόδοση της αναλογούσας σ’ αυτήν συμβολής στα αποκτήματα του πρώην συζύγου της, ο εναγόμενος… ισχυρίσθηκε ότι αυτή (η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα) παραιτήθηκε από την ένδικη αξίωση της, δηλαδή της συμμετοχής της στην επελθούσα κατά τη διάρκεια του γάμου επαύξηση της περιουσίας του, με την από μηνός Ιανουαρίου δήλωση της, που του απηύθυνε και την οποία και αυτός αποδέχθηκε, στα πλαίσια ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών τους σχέσεων, ενόψει λύσης του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο. Ο εν λόγω ισχυρισμός του εναγομένου…. είναι νομικά βάσιμος, στηρίζεται δε στη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Πράγματι, με το από Ιανουαρίου 2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπεγράφη από αμφοτέρους τους διαδίκους » οι κάτωθι συμβαλλόμενοι: α) αφενός μεν ο Δ. Χ. του Μ., Δικηγόρος…β) αφετέρου δε η Κ. Π. του Γ., σύζυγος του Δ. Χ., Δικηγόρος, συμφώνησαν και έκαναν αμοιβαίως αποδεκτά, τα ακόλουθα: «Οι ως άνω συμβαλλόμενοι……. με το παρόν σήμερα αποφασίζουν και συμφωνούν ρητά να λύσουν το γάμο τους με τη διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου…. Οι ως άνω συμβαλλόμενοι δηλώνουν προς αλλήλους ότι – με την επιφύλαξη των ανωτέρω – δεν έχουν ούτε διατηρούν καμία άλλη αξίωση ή απαίτηση κατ’ αλλήλων από οποιαδήποτε αιτία, ούτε υπάρχει αξίωση ή απαίτηση από οικονομική συνεισφορά εκατέρωθεν στην επίτευξη της περιουσίας του άλλου κατά τη διάρκεια του γάμου τους και πάντως παραιτούνται αμοιβαία και χωρίς καμία επιφύλαξη τυχόν άλλων αξιώσεων τους κατ’ αλλήλων.
Οι ως άνω συμβαλλόμενοι δηλώνουν ρητώς ότι παραιτούνται από κάθε δικαίωμα διάρρηξης, ακύρωσης και γενικώς προσβολής του παρόντος ιδιωτικού συμφωνητικού για οποιοδήποτε ουσιαστικό ή τυπικό λόγο ή αιτία και για όσα αναφέρονται στα άρθρα 178, 179 και 388 του Α.Κ.». Αμφότεροι οι διάδικοι, υπογράφοντας το ως άνω συμφωνητικό και γνωρίζοντας άριστα, ως δικηγόροι και οι δύο, το περιεχόμενό του και τις συνέπειες των δηλώσεών τους, προέβησαν σε ένα γενικότερο διακανονισμό των περιουσιακών τους σχέσεων και των εκατέρωθεν αξιώσεων τους, ενόψει της λύσης του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο. Έτσι, στα πλαίσια αυτά και ενόψει της κοινής τους επιθυμίας για λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, οι διάδικοι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, κατόπιν κοινής αίτησής τους, την οποία απηύθυναν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, και σε δύο συνεδριάσεις, που έγιναν στις 16.3.2007 και στις 29.10.2007 αντίστοιχα, δήλωσαν νομότυπα ότι συμφωνούν να λυθεί ο γάμος τους με συναινετικό διαζύγιο, οπότε και εκδόθηκε η 3040/2007 απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου, με την οποία απαγγέλθηκε η λύση του μεταξύ τους γάμου, η οποία ήδη κατέστη αμετάκλητη.
Συνεπώς, με την πλήρωση της αίρεσης, δηλαδή της έκδοσης του συναινετικού τους διαζυγίου, επήλθε αυτοδίκαια η απόσβεση της αξίωσης της ενάγουσας της συμμετοχής της στην επελθούσα κατά τη διάρκεια του γάμου επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, από την οποία παραιτήθηκε με δήλωση ισχυρή, σοβαρή και έγκυρη. Σημειώνεται δε, ότι στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα δεν παραιτήθηκε από χρέος μελλοντικό, όπως η ίδια αβάσιμα ισχυρίζεται με το σχετικό λόγο της έφεσής της, αλλά τουναντίον προέβη σε έγκυρη σύμβαση άφεσης χρέους (άρθρα 361 και 454 Α.Κ.), υπό αναβλητική αίρεση, με την οποία τόσο η ίδια, όσο και ο εφεσίβλητος συμφώνησαν ότι παραιτούνται αμοιβαία από τις οποιεσδήποτε απαιτήσεις τους στις εκατέρωθεν οικονομικές συνεισφορές τους στην επαύξηση της περιουσίας του καθενός από αυτούς, υπό την αίρεση λύσεως του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο. Έτσι, με την πλήρωση της αιρέσεως αυτής, η οποία επήλθε με λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, επήλθε και απόσβεση των εκατέρωθεν αξιώσεών τους από τη συμμετοχή τους στα αποκτήματα του αντιδίκου τους.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης, με τον οποίο αβάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα ότι η προσβαλλομένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 454 Α.Κ. περί έγκυρης σύναψης άφεσης χρέους, κρίνεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Άλλωστε, η ενάγουσα ουδέποτε αμφισβήτησε την εγκυρότητα του εν λόγω συμφωνητικού, ούτε ήγειρε σχετική αγωγή ακυρώσεως του για οποιοδήποτε λόγο εντός της αποσβεστικής προθεσμίας των δύο ετών του άρθρου 157 ΑΚ, παρόλο που στην ιστορική βάση της υπό κρίση αγωγής της, αναφέρει ότι το εν λόγω συμφωνητικό υπήρξε αποτέλεσμα απειλής, ψυχολογικής και σωματικής βίας εκ μέρους του εναγόμενου – πρώην συζύγου της, ισχυρισμό τον οποίο επαναφέρει και με τους σχετικούς (2° και 3°) λόγους της υπό κρίση εφέσεως.
Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός της ενάγουσας ήδη εκκαλούσας δεν αποδείχθηκε ως βάσιμος από ουσιαστική άποψη, όπως και ο σχετικοί λόγοι της έφεσης, οι οποίοι κρίνονται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι και άρα απορριπτέοι, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα, καθόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος βιαιοπράγησε ή απείλησε την πρώην σύζυγό του, τουναντίον δε οι πρώην σύζυγοι διατηρούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και μετά τη διάσπαση του έγγαμου βίου τους, άριστες σχέσεις και μάλιστα συνέχιζαν να επικοινωνούν και να πραγματοποιούν εξόδους, γεγονός που δεν συνάδει με τα όσα υποστηρίζει η εκκαλούσα περί προηγούμενης βάναυσης και εκβιαστικής συμπεριφοράς του εφεσιβλήτου σε βάρος της. Τα ως άνω δε πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν και αναφέρονται επιλέξει στο με αριθ. 4.841/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει γίνει κατηγορία, μεταξύ άλλων και κατά του πρώην συζύγου της εκκαλούσας – εφεσιβλήτου για τις αξιόποινες πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση και της απάτης ενώπιον δικαστηρίου, για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη, με αφορμή την από 4.9.2013 έγκληση – μήνυση της εκκαλούσας, για την οποία διενεργήθηκε προανάκριση.
Σημειώνεται επίσης, ότι η εκκαλούσα τον ανωτέρω ισχυρισμό της, ήτοι ότι το από μηνός Ιανουαρίου 2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, είναι αποτέλεσμα απειλής εκ μέρους του εναγόμενου και αντίθετο στα χρηστά ήθη, τον πρόβαλε επίσης, ως λόγο ανακοπής και στη δίκη επί της από 10.4.2012 ανακοπής της και των από 30.4.2012 πρόσθετων λόγων αυτής, που άσκησε η τελευταία ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά του εφεσιβλήτου, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της με αριθμό ./2012 διαταγής πληρωμής, που εξέδωσε η Ειρηνοδίκης Αθηνών, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε η ίδια να καταβάλει στον εφεσίβλητο – πρώην σύζυγό της, το ποσό των 13.000 €, πλέον νόμιμων τόκων και εξόδων, το οποίο είχε αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλει στον τελευταίο, με βάση το προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό αμέσως μετά την υπογραφή του ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, με το οποίο ο τελευταίος θα έδιδε την ειδική εντολή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του για τη δεύτερη συζήτηση του συναινετικού τους διαζυγίου. Πράγματι, ο εφεσίβλητος στις 23.10.2007, δυνάμει του με αριθ. …./23.10.2007 ειδικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Ε. Η., έδωσε την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο Αθηνών Σπυρίδωνα Τσαγγούρη να δηλώσει κατά τη δεύτερη (Β’) συνεδρίαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τη συμφωνία του για τη λύση του γάμου του με την εκκαλούσα, πλην όμως η τελευταία αρνήθηκε να εκπληρώσει τη δική της υποχρέωση για καταβολή του οφειλόμενου ποσού των 13.000 € προς τον εφεσίβλητο, παρά τα όσα ανωτέρω συμφώνησαν. Προς τούτο δε και μετά την παρέλευση 4 1/2 περίπου ετών, ο εφεσίβλητος με την από 15.3.2012 αίτησή του προς το Ειρηνοδικείο Αθηνών, πέτυχε την έκδοση σε βάρος της εκκαλούσας της με αριθ. 17.481/2012 διαταγής πληρωμής. Με την με αριθ. 3.543/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε ο ως άνω ισχυρισμός της εκκαλούσας περί ακυρότητας του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού ως προϊόντος απειλής και ως αντικείμενου στα χρηστά ήθη….
Συνεπώς, από το περιεχόμενο του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο είναι έγκυρο, δοθέντος μάλιστα ότι μέχρι σήμερα δεν έχει εγερθεί οιαδήποτε αγωγή εκ μέρους της εκκαλούσας περί αμφισβήτησης του κύρους του, πλήρως αποδεικνύεται ότι η τελευταία, στα πλαίσια της κατά το άρθρο 1441 ΑΚ, συμφωνίας συναινετικού διαζυγίου, παραιτήθηκε ρητά, γνωρίζοντας ως δικηγόρος τα εν γένει δικαιώματα της και τις δεσμεύσεις που θα επέφερε το ως άνω συμφωνητικό, από την αξίωση συμμετοχής της στην επαύξηση της περιουσίας του εφεσιβλήτου, η δε παραίτησή της αυτή ήταν ισχυρή, εφόσον τελούσε υπό την αίρεση έκδοσης συναινετικού διαζυγίου, το οποίο πράγματι εκδόθηκε με την προαναφερόμενη με αριθ. 3.040/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία λύθηκε συναινετικά ο μεταξύ τους τελεσθείς γάμος. Επιπλέον στα πλαίσια πάντα της επίτευξης έκδοσης συναινετικού διαζυγίου, οι διάδικοι, συνυπέγραψαν το ανωτέρω συμφωνητικό, το οποίο αποτυπώνει τη βούλησή τους και εκφράζει τη θέλησή τους να τακτοποιηθεί η οικονομική εκκρεμότητα που υπήρχε μεταξύ τους, χωρίς αυτό να συνιστά αντίθεση στα χρηστά ήθη, γεγονός που θα καθιστούσε το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό για το λόγο αυτό άκυρο….».
Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, ορθώς μεν κατ’ αποτέλεσμα αποφάνθηκε και σε ορθό διατακτικό οδηγήθηκε, δεχόμενο ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την προβληθείσα από τον αναιρεσίβλητο ένσταση παραίτησης από την ένδικη αξίωση της συμμετοχής της αναιρεσείουσας στην επελθούσα κατά τη διάρκεια του γάμου επαύξηση της περιουσίας του, κρίνοντας ακολούθως την αγωγή της απορριπτέα, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η αιτιολογία όμως με την οποία έγινε δεκτή η ένσταση είναι εσφαλμένη. Τούτο, διότι αυτή δεν στηριζόταν στη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, όπως το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μνημονεύει, αλλά στις προσήκουσες διατάξεις των άρθρων 871, 1400 και 1441 ΑΚ.
Ως εκ τούτου, ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, πρέπει ν’ απορριφθεί, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 578 ΚΠολΔ. Συνακολούθως, ως αλυσιτελείς, πρέπει ν’ απορριφθούν:
- ο τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της εκ πλαγίου παραβίασης του, μη έχοντος εν προκειμένω πεδίο εφαρμογής, άρθρου 454 ΑΚ, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την γενομένη δεκτή από το Εφετείο άποψη ότι η προβληθείσα ένσταση αφορούσε σύμβαση άφεσης χρέους και
- ο τέταρτος λόγος, κατά το πρώτο σκέλος του από τον, κατ’ ορθή εκτίμηση του κυρίου αναιρετηρίου, αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι το Εφετείο δεν απέρριψε την προβληθείσα από τον αναιρεσίβλητο ένσταση άφεσης χρέους ως αόριστη και εντεύθεν απαράδεκτη. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της συνδρομής όλων των προϋποθέσεων για τη νομότυπη και ισχυρή μεταξύ των διαδίκων συμφωνία για τα αποκτήματα, στο πλαίσιο της γενικότερης ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεών τους, ιδιαίτερα δε την εκ μέρους της αναιρεσείουσας παραίτηση από τη σχετική αξίωσή της, στα πλαίσια κοινής συμφωνίας τούτων για τη λύση του γάμου τους, με συναινετικό διαζύγιο και υπό την προϋπόθεση ότι ο γάμος θα λυθεί κατ’ αυτόν και μόνο τον τρόπο, ο δε τ’ αντίθετα υποστηρίζων μοναδικός πρόσθετος αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος…».