Δικαίωση των τραπεζών για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο
Κανονικά, βάσει της τρέχουσας ισοτιμίας, θα πρέπει οι δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο να αποπληρώσουν τα δάνειά τους καθώς με σημαντική πλειοψηφία οι δικαστές της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου έκριναν ότι ο όρος των δανειακών συμβάσεων για αποπληρωμή σε ευρώ ή ελβετικό φράγκο με βάση την τρέχουσα ισοτιμία είναι δηλωτικός όρος και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας.
Η απόφαση (4/2019) της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου είναι δεσμευτική για όλες τις προσφυγές που εκκρεμούν είτε στον Άρειο Πάγο είτε σε κατώτερα δικαστήρια και αφορούν στα περί καταχρηστικότητας του συγκεκριμένου όρου των Τραπεζών.
Επί της ουσίας η απόφαση κρίνει ότι οι δανειολήπτες δεν παραπλανήθηκαν, αλλά είχαν επαρκώς ενημερωθεί από τους υπευθύνους για τους ενδεχόμενους κινδύνους και είχαν αποδεχθεί και τον επίμαχο όρο που κρίθηκε δηλωτικός και συνεπώς εκφεύγει του ελέγχου καταχρηστικότητας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζιτών, τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί σε ελβετικό φράγκο φτάνουν τα 13 δις ευρώ και στην πλειονότητα τους οι δανειακές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί.
Στον Άρειο Πάγο είχε προσφύγει δανειολήπτρια που ζητούσε να αναιρεθεί απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, υποστηρίζοντας ότι είναι καταχρηστικός ο όρος που προβλέπει την αποπληρωμή των δανείων βάση της τρέχουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας με το ευρώ.
Η γυναίκα είχε πάρει το 2007 δάνειο ύψους 243.225 ελβετικών φράγκων (150.000 ευρώ). Υποστήριζε ότι την προέτρεψαν για αυτό οι υπάλληλοι της Τράπεζας, λόγω του χαμηλού επιτοκίου. Το 2015 μετά τις αλλαγές στην ισοτιμία ευρώ – φράγκου βρέθηκε να οφείλει 239.041 ευρώ.
Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γιάννης Αγγελής, είχε την άποψη ότι πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης της δανειολήπτριας. Ο κ. Αγγελής επικαλέστηκε απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την οποία, οι τράπεζες πρέπει να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή ενημέρωση, ώστε να μπορούν να παίρνουν συνετές αποφάσεις και σύμφωνα με τις οικονομικές δυνατότητές τους, ιδίως όταν πρόκειται για δάνεια σε συνάλλαγμα, όπου ελλοχεύει ο κίνδυνος μίας σοβαρής υποτίμησης του εγχώριου έναντι του ξένου νομίσματος.