Τη στήριξη του ΟΗΕ για τα Γλυπτά του Παρθενώνα θα ζητήσει η Ελλάδα
Στις 7 Ιουνίου 2016 συμπληρώνονται 200 χρόνια από τη μέρα που το βρετανικό Κοινοβούλιο ψήφισε την εκχώρηση των Γλυπτών του Παρθενώνα στο βρετανικό Μουσείο. Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε, σε αυτήν τη θλιβερή επέτειο, να απευθυνθεί στη διεθνή Δικαιοσύνη για την επιστροφή των Γλυπτών.
Σύμφωνα με σημερινό δημοσίευμα του Guardian, η Αθήνα δεν έχει εγκαταλείψει την ιδέα της προσφυγής στα διεθνή δικαστήρια για τον επαναπατρισμό των Γλυπτών. Αντιθέτως, αναζητά νέους τρόπους για την υποστήριξη του αιτήματός της από το Βρετανικό Μουσείο.
Οι επιτροπές διεκδίκησης των Μαρμάρων σε όλο τον κόσμο και το υπουργείο Πολιτισμού, σκοπεύουν να αξιοποιήσουν την επέτειο, αναζητώντας τη στήριξη διεθνών Οργανισμών, όπως ο ΟΗΕ για τη χρήση κάθε νόμιμου τρόπου πίεσης που προσφέρεται.
Ο Αριστείδης Μπαλτάς μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα, σημείωσε:
«Αν ο ΟΗΕ που αντιπροσωπεύει όλα τα έθνη του κόσμου πει ότι "τα μάρμαρα πρέπει να επιστρέψουν" τότε θα πάμε στο δικαστήριο γιατί το Βρετανικό Μουσείο θα βρίσκεται απέναντι στην ανθρωπότητα. Δεν αντιμετωπίζουμε τον Παρθενώνα ως αποκλειστικά ελληνικό έργο, αλλά ως κληρονομιά της ανθρωπότητας».
Ο Υπουργός Πολιτισμού, ωστόσο, παραδέχεται ότι, υπάρχει το ενδεχόμενο αρνητικής απόφασης σε βάρος της Ελλάδας, αναφέροντας πως «τα δικαστήρια δεν αντιμετωπίζουν εξ ορισμού τα θέματα από τη σκοπιά της ιστορίας ή της ηθικής. Εξετάζουν τους νόμους».
Ενώ εξήγησε ότι, αφού «δεν υπάρχουν σαφείς κανόνες που αφορούν το θέμα της επιστροφής θησαυρών, που πήραν κάποιοι από διάφορες χώρες, δεν υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη νομική βάση».
Στο σχετικό δημοσίευμα παρατίθεται μία νομική γνωμοδότηση, 141 σελίδων, που υπογράφεται από ομάδα δικηγόρων, μεταξύ των οποίων και η Αμάλ Αλαμουντίν που είχε αναλάβει την εκπροσώπηση της Ελλάδας για την επιστροφή των Γλυπτών.
Σε αυτό το έγγραφο αναφέρεται ότι, η Ελλάδα πρέπει να δράσει γρήγορα, διαφορετικά κινδυνεύει να κατηγορηθεί πως «αποκοιμήθηκε πάνω στα δικαιώματα που είχε για πάρα πολύ χρόνο ώστε να ασκηθούν τώρα» και ότι «θα μπορούσε να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή να ζητήσει η Unesco συμβουλευτική κρίση από το Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη».