Ελεύθερος επτά χρόνια αφού σκότωσε κι έθαψε τη γυναίκα του σε πάρκο
Ελεύθερος αφέθηκε επτά χρόνια αφού σκότωσε τη γυναίκα του και την έθαψε στο πάρκο της Φιλοθέης. Ο Γιάννης Κατσιλάμπρος είχε καταδικαστεί σε 20 χρόνια κάθειρξης όταν σκότωσε τη σύζυγο και μητέρα των δύο του παιδιών και μετά την έθαψε σε πάρκο δίπλα στο σπίτι τους.
Η αποφυλάκισή του έγινε στα επτά χρόνια, όταν το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.
Το περιστατικό έγινε το 2008. Μετά από πολυήμερες έρευνες για τον εντοπισμό της γυναίκας, ο καθηγητής μουσικής ομολόγησε την πράξη του. Προηγουμένως, προσποιούταν ότι την αναζητούσε.
Σύμφωνα με την κατάθεσή του, την χτύπησε με σίδερο στο κεφάλι, μετά από καβγά κι εκείνη έπεσε στο έδαφος. Της έβγαλε τα ρούχα, την έπλυνε στην μπανιέρα και την τύλιξε με δύο σακούλες κι ένα σεντόνι. Επιχείρησε να εξαφανίσει το πτώμα της με διάφορους τρόπους. Αρχικά να το κρύψει στο φρεάτιο του ασανσέρ, μετά κάτω από το σπίτι του σκύλου του. Στη συνέχεια όμως, έβαλε το πτώμα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του και το πέταξε σε κάδο απορριμμάτων στην Παιανία. Γύρισε πίσω, την πήρε από εκεί και τελικά την έθαψε σε λάκκο στο πάρκο Πικιώνη, σκεπάζοντάς τον με τσιμέντο και πέτρες.
Η φριχτή ομολογία
«Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου. Τον μισώ, δεν αντέχω που τον βλέπω στον καθρέφτη», είχε καταθέσει μέσα από λυγμούς στο δικαστήριο, για να συνεχίσει με την αμφισβήτηση της πατρότητας της κόρης του, την οποία προέβαλε ως αιτία του μεταξύ τους καβγά.
«Με έθιξε, έθιξε τον ανδρισμό μου. Τώρα, εκ των υστέρων, καταλαβαίνω πως το είπε για να με τρελάνει» είχε πει τότε, ισχυριζόμενος ότι η γυναίκα του τον είχε απειλήσει με μαχαίρι.
«Πήρε από το συρτάρι της κουζίνας το μαχαίρι και μου επιτέθηκε, εγώ έφυγα, ανέβηκα πάνω και μπήκα στο υπνοδωμάτιο, εκείνη με ακολούθησε φωνάζοντας ''θα σε σκοτώσω''. Τότε πήρα το σίδερο και τη χτύπησα στο κεφάλι. Αμέσως σηκώθηκε και μου είπε τι έκανες ρε μ...κα, θα σε κλείσω για πάντα στη φυλακή. Τότε τη χτύπησα με δύναμη, με γροθιά στο στήθος. Εκείνη έπεσε κι έμεινε ακίνητη. Προσπάθησα να τη συνεφέρω αλλά μάταια. Μόλις κατάλαβα τι είχε συμβεί με έπιασε πανικός. Η πρώτη σκέψη μου ήταν να αυτοκτονήσω. Μετά όμως σκέφτηκα να αποκρύψω το γεγονός, μήπως και κατορθώσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου», περιέγραψε στην κατάθεσή του, συνεχίζοντας με τη διαδρομή που ακολούθησε για να εξαφανίσει το πτώμα.
Είχε, τότε, ισχυριστεί ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που το θύμα του στόχευε να τον μειώσει, τονίζοντας ότι του μίλαγε άσχημα, ακόμα κι ότι χειροδικούσε σε βάρος του, μπροστά στα παιδιά τους.
Από «υπέρμετρο εγωισμό» του συζύγου της, ο οποίος δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι «η γυναίκα του ήθελε να γίνει κάτι ανώτερο από αυτόν», έσβησε άδικα και βίαια η 37χρονη Παναγιώτα Μαζαράκη, «μία γυναίκα χαρισματική, με προσόντα και ικανότητες στον τομέα της μουσικής, που θα μπορούσε να φτάσει ψηλά», είχε πει η εισαγγελέας της έδρας. Μίλησε μάλιστα για έγκλημα «άρνησης, αντιπαλότητας και μίσους απέναντι στη σύζυγό του».
«Ποτέ δεν έμαθε να στερείται κάτι, ούτε να μοιράζεται, ούτε να του παίρνουν πράγματα. Γι' αυτό δεν μπορούσε να δεχθεί ότι θα φύγει από δίπλα του η Παναγιώτα, η μοναδική γυναίκα της ζωής του», είχε πει η εισαγγελέας. «Καταδίκασε τα παιδιά του να ζήσουν χωρίς τη μητέρα τους», κατέληξε.