Κόντρα Υπουργείου Δικαιοσύνης - Δικηγόρων
«Χαρτοπόλεμος» ξέσπασε ανάμεσα στους δικηγόρους και το υπουργείο Δικαιοσύνης με αφορμή το αν θα έπρεπε να κατατεθεί με τη διαδικασία του κατεπείγοντος στη Βουλή το νομοσχέδιο για την κατάργηση των φυλακών τύπου Γ’.
Την αρχή έκανε ο ΔΣΑ που εξέφρασε την κατηγορηματική αντίθεσή του «στην πρακτική της κατεπείγουσας διαδικασίας και την εξαιρετική σπουδή με την οποία εισήχθη προς συζήτηση στη Βουλή το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης που ρύθμιζε θέματα ποινικής και σωφρονιστικής πολιτικής».
«Το νομοσχέδιο ανταποκρίθηκε σε μια ανθρωπιστική κρίση και κρίση ανθρώπινων δικαιωμάτων στις φυλακές. Κάλυψε δηλαδή μια εξαιρετικά επείγουσα ανάγκη που απαιτούσε “σπουδή”», απάντησε το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Η ανακοίνωση του ΔΣΑ:
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας, εκφράζει την κατηγορηματική αντίθεσή του στην πρακτική της κατεπείγουσας διαδικασίας και την εξαιρετική σπουδή με την οποία εισήχθη προς συζήτηση στη Βουλή το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που ρύθμιζε θέματα ποινικής και σωφρονιστικής πολιτικής.
Ο ΔΣΑ θεωρεί ότι δεν δόθηκε στους αρμόδιους φορείς ο αναγκαίος χρόνος για ουσιαστική διαβούλευση επί των διατάξεων του. Διατάξεων που θίγουν καίρια και σύνθετα ζητήματα απονομής ποινικής δικαιοσύνης.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το εν λόγω νομοσχέδιο υφίστατο συνεχείς και αλλεπάλληλες τροποποιήσεις. Η τελική μορφή του νομοσχεδίου απεστάλη στον ΔΣΑ μόλις την προηγουμένη της κατάθεσής του στη Βουλή. Είναι φανερό ότι ο χρόνος δεν επαρκούσε για μια στοιχειωδώς σοβαρή επεξεργασία του.
Η σπουδή αυτή του Υπουργείου Δικαιοσύνης δεν επέτρεψε στον ΔΣΑ, όπως και σε άλλους επιστημονικούς φορείς να παραστούν στην Διαρκή Επιτροπή της Βουλής και να υποβάλλουν τεκμηριωμένες παρατηρήσεις επί των κρίσιμων θεμάτων που ρύθμιζε το επίμαχο νομοσχέδιο και νυν νόμος του κράτους.
Ο ΔΣΑ επιφυλάσσεται να υποβάλει εντός αναλυτικό υπόμνημα με τις παρατηρήσεις του επί του νέου νόμου.
Η απάντηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης:
Το πρόσφατο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης ανταποκρίθηκε σε μια ανθρωπιστική κρίση και κρίση ανθρώπινων δικαιωμάτων στις φυλακές. Κάλυψε δηλαδή μια εξαιρετικά επείγουσα ανάγκη που απαιτούσε «σπουδή».
Οι θάνατοι στις φυλακές, οι επικρίσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά των Βασανιστηρίων και οι συνεχείς καταδίκες από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν άφηναν κανένα περιθώριο περίσκεψης και καθυστερήσεων. Επέβαλαν άμεση δράση.
Το νομοσχέδιο αναρτήθηκε αρχικά στην ιστοσελίδα του Υπουργείου, ακολούθως τέθηκε σε διαβούλευση και τελικώς εισήχθη για συζήτηση στη Βουλή, με την συνήθη διαδικασία. Υπήρξε επαρκής χρόνος για όποιον ήθελε να διατυπώσει γνώμη ή κριτική, και το έκαναν πάρα πολλοί: άτομα, συλλογικότητες, φορείς.
Η διοίκηση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, παρ’ ότι κλήθηκε, απουσίασε από τη Βουλή. Αντίθετα μια πλειάδα επιστημονικών, συνδικαλιστικών και άλλων θεσμικών φορέων προσήλθε και συμμετείχε στη διαδικασία, κατέθεσε απόψεις και έτσι εμπλούτισε τον κοινοβουλευτικό διάλογο. Η συντριπτική πλειονότητα των φορέων επικρότησε το νομοσχέδιο.
Το δικηγορικό σώμα, και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών ειδικότερα, έχουν επιδείξει σημαντικούς αγώνες για την προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Το πρόσφατο δελτίο Τύπου προφανώς δεν αποτελεί στροφή, αλλά μια παρένθεση στην παράδοση αυτών των αγώνων.