Ποιες διατάξεις του ΕΝΦΙΑ κρίνονται αντισυνταγματικές
Του Νίκου Γερακάρη
Μέχρι στιγμής υπάρχει απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και απόφαση (210/2014) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων (δικαστής ο Ι. Ευαγγελάτος). Στη δεύτερη διατυπώνονται χαρακτηρισμοί, ιδιαίτερα επικριτικοί, για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων. Συγκεκριμένα, με την απόφαση του Πρωτοδικείου Χανίων κρίνεται αντισυνταγματική βασική διάταξη του νόμου (4174/2013), «επειδή παραβιάζει τα δικαιώματα στη δίκαιη δίκη, σε δικαστική προστασία και στην ιδιοκτησία, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας». Πρόκειται για την διάταξη στην οποία ορίζεται ως όρος του παραδεκτού της συζήτησης εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, η προσκόμιση πιστοποιητικού της Φορολογικής Διοίκησης περί του ΕΝΦΙΑ.
Ήδη θεωρείται βέβαιο ότι θα υπάρξει περαιτέρω συνέχεια από δικαστικής πλευράς. Όταν θα εκδικάζονται στα δικαστήρια δευτέρου βαθμού προσφυγές των ενδιαφερομένων και, κυρίως, όταν θα εκδίδονται οι αποφάσεις τους.
Στην απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
¬ Είναι αυτοδικαίως άκυρη κάθε υποσχετική ή εκποιητική δικαιοπραξία με την οποία συστήνονται, μεταβάλλονται, αλλοιώνονται ή μεταβιβάζονται, από οποιαδήποτε αιτία, δικαιώματα επί ακινήτου ή παρέχεται δικαίωμα προσημείωσης ή υποθήκης σε αυτό, αν δεν μνημονεύεται και δεν επισυνάπτεται από το συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, πιστοποιητικό της Φορολογικής Διοίκησης, με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλλει ή νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝΦΙΑ για το συγκεκριμένο ακίνητο και έχει καταβάλλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, έχει ρυθμίσει ή έχει νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝΦΙΑ για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα πέντε προηγούμενα έτη.
¬ Η διάταξη αυτή, που είναι φορολογικής φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και τις διατάξεις των άρθρων 1,20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας). Στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος, κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Οι δικονομικές λεπτομέρειες που καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών.
¬ Η ρύθμιση αυτή συντελεί σε άνιση μεταχείριση των πολιτών του, από το ίδιο το κράτος, που τίθεται σε πλεονεκτική θέση έναντί τους, εξασφαλίζοντας πρωταρχικά και κύρια το δικό του δημοσιονομικό οικονομικό συμφέρον, συρρικνώνοντας το ατομικό δικαίωμα των πολιτών του σε εύκολη πρόσβαση στα δικαστήρια, την οποία θα έπρεπε να εγγυάται και όχι να χρησιμοποιεί τη Δικαιοσύνη και την ευχέρεια προσφυγής σε αυτήν ως μέσο πίεσης για την τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών. Επιπλέον, η επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας, παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φόρους, δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη Δικαιοσύνη από τις συγκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώσεις. Διαφορετικά, θα ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του με την οποία ζητεί να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο ακίνητο, θα πρέπει να απορριφθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, αφού το δικαστήριο δεν θα υπεισέρχεται στην ουσία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητό του χωρίς την άδειά του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή.
¬ Η αδυναμία καταβολής του φόρου μπορεί να σχετίζεται με την μη καταβολή των μισθωμάτων και, επομένως, η ασυνέπεια του μισθωτή όχι μόνο κάνει τον εκμισθωτή φορολογικό παραβάτη, αλλά τον εμποδίζει και να του ασκήσει οποιαδήποτε εμπράγματη αγωγή. Δηλαδή, δεν θα μπορούσε μια καθαρά φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, που δεν αφορά την προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. Άλλωστε, στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση απόφασης επί της ουσίας και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης.