“Άδειασμα” Ιερώνυμου σε Τσίπρα: άκυρη η συμφωνία για μισθολογικό και περιουσία
Ήττα για το Μέγαρο Μαξίμου θεωρείται το «ναυάγιο» του κυβερνητικού σχεδίου που αφορά στις αλλαγές στο μισθολογικό καθεστώς του Κλήρου.
Για ακόμη μια φορά, η Ιεραρχία λέει κατηγορηματικά «όχι», ενώ και ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος «τορπιλίζει» τη συμφωνία, στέλνοντας σαφές μήνυμα προς την κυβέρνηση ότι τίποτα δεν θα προχωρήσει χωρίς τη συναίνεση των ιερέων «που σήμερα δεν υπάρχει», παραπέμποντας, ως φαίνεται, το όλο θέμα μετά τις εθνικές εκλογές ώστε να συζητηθεί πιο σοβαρά και πιο εμπεριστατωμένα από την επόμενη κυβέρνηση.
Η νέα αυτή εξέλιξη, όπως αναφέρει δημοσίευμα του Ε.Τ., προκαλεί «πονοκέφαλο» και αμηχανία στο περιβάλλον του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, το οποίο βλέπει να χάνεται ακόμη ένα «προεκλογικό χαρτί». Αλλωστε και όσον αφορά σε αυτό, ο ίδιος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, εξαρχής είχε δηλώσει πως «με τη συμφωνία απελευθερώνονται 10.000 θέσεις δημοσίων υπαλλήλων».
Και ήταν αυτή η τοποθέτηση του κυβερνητικού εκπροσώπου που έκανε -όπως λέγεται στους εκκλησιαστικούς κύκλους- τον Αρχιεπίσκοπο όχι μονάχα να ενοχληθεί αλλά και να αισθανθεί «εξαπατημένος» από την κυβέρνηση. Μάλιστα, ο κ. Ιερώνυμος, λένε κύκλοι, σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσε και ούτε πρόκειται να δεχτεί να γίνεται η Εκκλησία «εργαλείο στα χέρια οποιουδήποτε και να εξυπηρετεί μικροκομματικά και μικροπολιτικά συμφέροντα».
Δεύτερο "όχι"
Οι τελικές αποφάσεις της Ιεραρχίας ελήφθησαν την Τετάρτη, με ομόφωνη απόφαση των Ιεραρχών και νέο ομόφωνο "όχι" στις κυβερνητικές προθέσεις για αλλαγές σε οτι αφορά την μισθοδοσία των κληρικών. Τα όσα είπε χθες στην εισήγησή του ο Αρχιεπίσκοπος έδωσαν το στίγμα των επόμενων κινήσεων της Ελλαδικής Εκκλησίας. "Ναι" στο διάλογο με την Πολιτεία, όχι όμως για το μισθολογικό που αποτελεί και θα αποτελεί «κόκκινη» γραμμή της Εκκλησίας. Ο κ. Ιερώνυμος, σύμφωνα με τις πληροφορίες, πρώτα από όλα εξέφρασε τη στήριξή του στους ιερείς λέγοντας ότι σε καιρούς δύσκολους ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε στο πλευρό του ελληνικού λαού.
Κατά την άποψή του, βασική προϋπόθεση για να προχωρήσει η λεγόμενη πρόθεση συμφωνίας είναι η συγκατάθεση των ιερέων. «Η συναίνεση και συγκατάθεση των κληρικών στην αλλαγή του καθεστώτος της μισθοδοσίας των είναι προϋπόθεση για την πορεία του όλου θέματος. Υπό τις παρούσες συνθήκες δεν υπάρχει συναίνεση και συγκατάθεση των κληρικών για αλλαγή του καθεστώτος της μισθοδοσίας».
Ο ίδιος πρότεινε τη συνέχιση του διαλόγου με την Πολιτεία για όλα τα άλλα και ανοιχτά ζητήματα, όπως είναι για παράδειγμα η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
«Η εμπειρία από τη σύγχρονη εκκλησιαστική μας ιστορία μάς έχει διδάξει ότι οι κατά καιρούς μονομερείς παρεμβάσεις ή καλύτερα επεμβάσεις της Πολιτείας στα εκκλησιαστικά ζητήματα, και ειδικά στα περιουσιακά-οικονομικά, είχαν πάντοτε επιζήμιο αποτέλεσμα για την Εκκλησία και την κοινωνία και αντί να επιλύσουν ζητήματα, επισώρευσαν εκκρεμότητες και πλήγωσαν την ενότητα του λαού μας. (…) Αποψίς μου κατ’ αρχήν είναι ότι θα πρέπει η ίδια Επιτροπή να συνεχίσει τον διάλογο με την Πολιτεία».
Κάνοντας δε την αυτοκριτική του μίλησε για τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι τώρα, τα οποία «μαρτυρούν ότι διαπιστώνεται μεν ένας σημαντικός βαθμός ωρίμανσης πολλών εκ των ζητημάτων, παρά τα τυχόν λάθη που έχουν γίνει τόσο σε διαδικαστικό όσο και σε επικοινωνιακό επίπεδο, φυσικά και από μένα τον ίδιο».
Παρ’ όλα αυτά, ανέφερε, «υπάρχει αρκετός δρόμος μπροστά μας και υπάρχει ρεαλιστική δυνατότητα για να φτάσουμε σε μία φερέγγυα συμφωνία, ένα ολοκληρωμένο θεσμικό συμβόλαιο με ευρεία συναίνεση στην κοινωνία, συνοχή και ενότητα στο εσωτερικό της Εκκλησίας μας, διασφάλιση στους κληρικούς μας και στα στελέχη μας και φυσικά ενίσχυση του αυτοδιοικήτου της Εκκλησίας μας».
Ο Αρχιεπίσκοπος, σε άλλο σημείο, ανέφερε ότι «ο καρπός αυτών των συνεδριάσεων δεν είναι ανάλογος με τους κόπους της Επιτροπής. Είναι πολύ λίγος και πτωχός. Την ευθύνη όμως, αν κρίνουμε δίκαια, δεν φέρει η Επιτροπή αλλά το σώμα της Ιεραρχίας μας, που περιόρισε ασφυκτικά μέχρι πνιγμού το δικαίωμα της ελεύθερης συζήτησης και των άλλων πτυχών του θέματος, όπως εκείνο των οργανικών θέσεων των κληρικών μας και της εκκλησιαστικής περιουσίας μετά το έτος 1952».
Για να πει με νόημα: «Δεν είναι μόνο η ενασχόλησις με τα παλαιά, το παρελθόν, ούτε μόνον με τα σημερινά μας, το παρόν, αλλά κυρίως με εκείνα που έρχονται, το μέλλον…(…). Δυστυχώς όμως ο περιορισμός του θεματολογίου και κυρίως ο λίγος χρόνος που ετέθη στη διάθεση της Επιτροπής μας φέρνει σήμερα σε αδιέξοδο».
Εισήγηση έκανε και ο μητροπολίτης Ναυπάκτου, Ιερόθεος, που είναι και πρόεδρος της επιτροπής διαλόγου με την Πολιτεία. Ανάμεσα στα άλλα, ανέφερε ότι «το θέμα του εξορθολογισμού των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας και το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, των οργανικών εφημεριακών θέσεων και της μισθοδοσίας του Κλήρου θέλουμε να πιστεύουμε ότι ξεκίνησε με καλή διάθεση και από τις δύο πλευρές». Παρ’ όλα αυτά, όπως υπογράμμισε «έχει κενά και δημιουργεί περισσότερα προβλήματα τόσο στην Εκκλησία ως Οργανισμό όσο και στους Κληρικούς και αυτό θα έχει συνέπεια στο λαό και την κοινωνία».