Επίθεση Δρίτσα σε Σαμαρά, Γεωργιάδη και Λοβέρδο για Novartis
Απάντηση στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης ότι η προκαταρκτική επιτροπή της Βουλής για την υπόθεση Novartis δεν είναι αρμόδια να κρίνει αν η Βουλή θα ασκήσει ή μη σχετικές διώξεις, δίνει ο πρόεδρος της επιτροπής Θοδωρής Δρίτσας .
Κάνει λόγο για «απαράδεκτους χαρακτηρισμούς, κατά του κύρους της Επιτροπής και της νομιμότητας των ενεργειών της», στους οποίους προέβησαν οι Αν. Σαμαράς, Αδ. Γεωργιάδης και Ανδ. Λοβέρδος και τονίζει ότι «η Επιτροπή, παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις, συνεχίζει, όπως έχει υποχρέωση, αλλά και όπως οι νόμοι και η νομολογία επιτάσσουν, τη διερεύνηση του ζητήματος της αρμοδιότητας».
«Η Επιτροπή εργάζεται με σοβαρότητα και αντικειμενικότητα, ώστε η υπόθεση Novartis να φτάσει στην πλήρη διερεύνηση. Δεν έχει δικαίωμα και δεν προαναγγέλλει αθώους, δεν έχει δικαίωμα και δεν κατασκευάζει ενόχους. Έχει υποχρέωση και αυτό κάνει, να εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες του συνταγματικού και νομοθετικού πλαισίου, ώστε να σταματήσει η απαξίωση του πολιτικού συστήματος και να επαναθεμελιωθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτό», προσθέτει ο κ. Δρίτσας.
Αναλυτικά η δήλωση του Θοδωρή Δρίτσα:
Επειδή, τόσο σε δημοσιεύματα, όσο κυρίως σε ορισμένες εκ των επιστολών που απέστειλαν προς την Επιτροπή οι κύριοι Αντώνης Σαμαράς, Ανδρέας Λοβέρδος και Άδωνις Γεωργιάδης ασκήθηκε έντονη κριτική, με απαράδεκτους μάλιστα χαρακτηρισμούς, κατά του κύρους της Επιτροπής και της νομιμότητας των ενεργειών της, τα μέλη της Επιτροπής εξουσιοδότησαν τον Πρόεδρό της, να προβεί σε δημόσια δήλωση αποκατάστασης της πραγματικότητας και υπεράσπισης του κύρους της Επιτροπής και της αξιοπρέπειας των μελών της:
« 1. Η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη Διενέργεια Προκαταρκτικής Εξέτασης σχετικά με την υπόθεση NOVARTIS συνεχίζει το έργο της μέχρι τη σύνταξη τελικού πορίσματος, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής που λήφθηκε κατά τη συνεδρίαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018.
Η εντολή αυτή της Ολομέλειας της Βουλής δόθηκε μετά από ψηφοφορία με την οποίαν, πέραν πάσης αμφισβητήσεως, εγκρίθηκε η πρόταση του συνόλου των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, η οποία σαφέστατα, μεταξύ άλλων, πρότεινε «να συγκροτηθεί Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη Διενέργεια Προκαταρκτικής Εξέτασης, προκειμένου να ερευνηθεί η αρμοδιότητα της Βουλής να ασκήσει ή μη σχετικές διώξεις και, σε αρνητική περίπτωση, να επιβεβαιωθεί η διωκτική αρμοδιότητα της ελληνικής δικαιοσύνης».
Κανείς επομένως δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη νόμιμη υποχρέωση της Επιτροπής να ερευνήσει την αρμοδιότητα. Χλευαστικά σχόλια σε βάρος του κύρους της Επιτροπής μόνο ανεπίτρεπτη πολιτική σκοπιμότητα εξυπηρετούν. Πολύ περισσότερο οι απαράδεκτες ύβρεις που διατυπώθηκαν.
Μέχρι και σήμερα η Επιτροπή, παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις, το σύνολο των οποίων κατεγράφη επισήμως και αποτελεί συστατικό στοιχείο των εργασιών της, συνεχίζει, όπως έχει υποχρέωση, αλλά και όπως οι νόμοι και η νομολογία επιτάσσουν, τη διερεύνηση του ζητήματος της αρμοδιότητας. Στο πλαίσιο αυτό έχει ήδη καταγραφεί ένθεν και ένθεν πλούτος απόψεων και επιχειρημάτων, μοναδικός από νομική και πολιτική άποψη στα ιστορικά δεδομένα της λειτουργίας ανάλογων Ειδικών Κοινοβουλευτικών Επιτροπών διενέργειας Προκαταρκτικής Εξέτασης στο παρελθόν. Ο νομικός και πολιτικός αυτός πλούτος αποτελεί παρακαταθήκη για τη νοηματοδότηση των ρυθμίσεων του άρθρου 86 του Συντάγματος και του νόμου Περί ευθύνης Υπουργών. Είναι δε απολύτως συνεπής η διερεύνηση αυτή με το γενικευμένο προβληματισμό αναφορικά με πρακτικές που μέχρι τώρα έχουν επιλεγεί σχετικά με τη διερεύνηση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων, οι οποίες, κατά κανόνα, έχουν αποδειχθεί ατελέσφορες, με αποτέλεσμα να κλονίζεται η εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας προς το πολιτικό σύστημα.
Πέραν της υποχρεωτικότητας, η διερεύνηση της αρμοδιότητας δεν γίνεται για πρώτη φορά. Την ίδια εύστοχη και τεκμηριωμένη νόμιμη επιλογή έκανε σχετικά πρόσφατα η Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης για την υπόθεση αναφορικά με ενδεχόμενα αδικήματα του πρώην Υπουργού κ. Γιάννου Παπαντωνίου. Ουδείς τότε αμφισβήτησε το κύρος και τη νομιμότητα των αποφάσεων αυτών. Αντίθετα, σημερινοί επικριτές, υπερασπίστηκαν τόσο την ανάγκη και υποχρέωση διερεύνησης της αρμοδιότητας, όσο και την τελική απόφαση περί αναρμοδιότητας. Υπάρχει δηλαδή ήδη «δεδικασμένο» στην Κοινοβουλευτική πρακτική του Ελληνικού Κοινοβουλίου και κανείς δεν μπορεί αυτό να το αμφισβητήσει.
Οι εννέα αναφερόμενοι πολίτες – πολιτικά πρόσωπα, εκλήθησαν νομίμως, όπως απαιτεί η παράγραφος 4 του άρθρου 156 του Κανονισμού της Βουλής, η οποία αναφέρει ότι καλούνται «για παροχή εξηγήσεων». Η κλήση είναι υποχρεωτική και δεν ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής.
Η Επιτροπή λοιπόν θεώρησε ορθά, ως υποχρέωσή της, να ανταποκριθεί σε αυτή την επιταγή και να καλέσει τους εννέα όσο διαρκεί και πριν ολοκληρωθεί η φάση της εξέτασης της αρμοδιότητας, χωρίς βεβαίως να τους στερήσει το δικαίωμα παριστάμενοι να επεκταθούν σε όποια ζητήματα εκείνοι επιλέξουν με βάση την παράγραφο 4 του άρθρου 156 του Κανονισμού της Βουλής. Αυτό δηλαδή που οι ίδιοι είχαν κάνει, όπως είχαν δικαίωμα, κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια.
Για τούτο λοιπόν εκλήθησαν συνδυαστικά οι εννέα «με βάση την πρόνοια της παραγράφου 4 του άρθρου 156 του Κανονισμού της Βουλής και ιδίως για την έκφραση γνώμης για το θέμα της αρμοδιότητας της Επιτροπής». Να σημειωθεί μάλιστα ότι στην πρόταση που ενέκρινε ως απόφαση η Επιτροπή για την πρόσκληση των εννέα, ρητά αναφερόταν ότι εφόσον η Επιτροπή θεωρήσει εαυτήν αρμόδια, επιφυλάσσεται να τους καλέσει εκ νέου στη φάση όπου η έρευνα θα αφορούσε την ουσία της υπόθεσης.
Άλλωστε για το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο εκλήθη και ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση της Επιτροπής ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος είχε αποστείλει ήδη δυο επιστολές προς την Επιτροπή με τις οποίες διατύπωνε τις ενστάσεις του ακόμα και για την νομιμότητα της συγκρότησης της Επιτροπής. Η Επιτροπή δηλαδή άκουσε τον κ. Ευάγγελο Βενιζέλο να εκθέτει εκτενώς ενώπιόν της τη δική του άποψη επί της νομιμότητας και επομένως επί της αρμοδιότητας. Γιατί λοιπόν η Επιτροπή δεν θα όφειλε να ακούσει και τους υπόλοιπους εννέα;
Όσα επομένως δημοσιεύματα ή επιστολές διατυπώνουν τον ισχυρισμό ότι η πρόσκληση των εννέα και για το θέμα της αρμοδιότητας αποτελεί παραλογισμό ή μεθόδευση, απλώς αγνοούν ή αποκρύπτουν όλα τα παραπάνω.
Για μια ακόμα φορά τέλος, θεωρώ αναγκαίο να τονίσω ότι η Επιτροπή σέβεται απολύτως τη θέση κάθε αναφερόμενου πολιτικού προσώπου στον Προανακριτικό έλεγχο ενδεχόμενης τέλεσης ποινικών αδικημάτων. Σε αυτή τη φάση άλλωστε δεν υπάρχουν, ούτε κατηγορούμενοι, ούτε πολύ περισσότερο ένοχοι.
Προς τούτο αξίζει ιδιαίτερης μνείας η κοσμιότητα με την οποίαν απάντησαν στην πρόσκλησή μας οι κ.κ Παναγιώτης Πικραμμένος, Δημήτριος Αβραμόπουλος, Ανδρέας Λυκουρέτζος, Μάριος Σαλμάς, Ιωάννης Στουρνάρας και Γεώργιος Κουτρουμάνης σε αντίθεση με τους ανεπίτρεπτους ισχυρισμούς και τις απαράδεκτες ύβρεις ή ειρωνείες που περιείχαν οι απαντητικές επιστολές των κ.κ Αντώνη Σαμαρά, Ανδρέα Λοβέρδου και Σπυρίδωνα – Άδωνι Γεωργιάδη.
Ως Πρόεδρος της Επιτροπής και με τη βεβαιότητα ότι εκπροσωπώ το σύνολο των μελών της, εκφράζω την ευαρέσκειά μου για την κοσμιότητα των διατυπώσεων του μεγαλύτερου αριθμού των αρνητικών απαντήσεων στην πρόσκληση και ταυτόχρονα απορρίπτω τους ισχυρισμούς, τις ύβρεις και τις ειρωνείες των τριών εξ αυτών, διαμαρτυρόμενος έντονα για αυτές.
Σε κάθε περίπτωση βεβαιώνω ότι όλες οι επιστολές των ανωτέρω όπως και οι δύο επιστολές αλλά και το περιεχόμενο της παρέμβασης του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, μαζί με όλα όσα περιέχονται στα πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής και των κατατεθέντων εγγράφων θα αποτελέσουν στο σύνολό τους πολύτιμο υλικό βάσης για την τελική αξιολόγηση της Επιτροπής επί του ζητήματος της αρμοδιότητας. Ενημερωτικά δε αναφέρω ότι, επίσης με ομόφωνη απόφαση της Επιτροπής στην πρώτη Συνεδρίασή της, τα Πρακτικά της Ολομέλειας της Βουλής και τα κατατεθέντα έγγραφα έχουν ενσωματωθεί στο φάκελο των εργασιών της.
Για πολλοστή τέλος φορά θεωρώ αναγκαίο να βεβαιώσω τους πάντες, ότι αυτή η Επιτροπή εργάζεται με σοβαρότητα και αντικειμενικότητα, ώστε η υπόθεση Novartis να φτάσει στην πλήρη διερεύνηση. Δεν έχει δικαίωμα και δεν προαναγγέλλει αθώους, δεν έχει δικαίωμα και δεν κατασκευάζει ενόχους. Έχει υποχρέωση και αυτό κάνει, να εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες του συνταγματικού και νομοθετικού πλαισίου, ώστε να σταματήσει η απαξίωση του πολιτικού συστήματος και να επαναθεμελιωθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτό.
Προς αυτή την κατεύθυνση η Επιτροπή θα συνεχίσει να επιτελεί με υπευθυνότητα το έργο της μέχρι την έκδοση του τελικού Πορίσματος»