Ένωση Εισαγγελέων: “νόσος της Δημοκρατίας” η προσπάθεια χειραγώγησης των δικαστών
Νέες βολές κατά της Κυβέρνησης, για προσπάθεια χειραγώγησης των δικαστών και απόπειρα «υπαγόρευσης» αποφάσεων, εξαπολύει η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, ρίχνοντας λάδι στην φωτιά της αντιπαράθεσης δικαστών – Κυβέρνησης, η οποία συνεχίστηκε και από τις τοποθετήσεις στην διάρκεια της Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης, το Σάββετο.
Στο ψήφισμα της, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος αναφέρει ότι τα μέλη της:
1)ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ τους Έλληνες πολίτες ότι θεσμική αποστολή αλλά και καθήκον των Εισαγγελικών Λειτουργών, ως θεματοφυλάκων του Συντάγματος και της νομιμότητας, είναι η πάταξη της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής και της διαπλοκής και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδιαίτερα των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων,
2)ΠΡΟΤΡΕΠΟΥΝ την Πολιτεία και εμπράκτως να επιβεβαιώσει την στρεφόμενη προς την ανωτέρω κατεύθυνση βούλησή της, ενισχύοντας και θωρακίζοντας τον εισαγγελικό κλάδο με κάθε πρόσφορο μέσο προς αυτό το σκοπό, σεβόμενη τη συνταγματικά κατοχυρωμένη θεσμική αυτοτέλεια και λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των λειτουργών του,
3)ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΥΝ ότι η άσκηση δημόσιας κριτικής σε δικαστικές αποφάσεις, όταν αυτή αποσκοπεί στη χειραγώγηση της δικαιοσύνης, όπως και κάθε προσπάθεια που τείνει προς το σκοπό αυτό, δεν προάγει τις αρχές του κράτους δικαίου και καταδεικνύει μία δημοκρατία που νοσεί και δεν εμπνέει ούτε ενθαρρύνει τους πολίτες της στο σεβασμό των θεσμών της,
4)ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΟΥΝ το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος να αναλάβει όλες τις αναγκαίες δράσεις, για την ανάδειξη και ικανοποίηση των προτάσεων και αιτημάτων του κλάδου.
«Πυρά» και για τις μειώσεις στις συντάξεις των δικαστών
Σε ανακοίνωση της, μετά την Γενική της Συνέλευση, η Ένωση Συνταξιούχων Δικαστικών Λειτουργών Ελλάδος και Λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αναφέρει «διαμαρτυρόμαστε για τις άδικες και καταφανώς αντισυνταγματικές μειώσεις των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών, κατά το μέρος που αφορούν τους δικαστικούς λειτουργους, οι οποίες στη διάρκεια των μνημονίων έχουν περικοπεί κατά 74%, με τους μνημονιακούς νόμους 4024/2011, 4051/2012, 4093/2012 και 4387/2016 και προσβάλλουν προδήλως τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, γεγονός το οποίο μπορεί να επηρεάσει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού, κατά τη διάρκεια της άσκησης του λειτουργήματός του, οι διατάξεις των οποίων δεν είναι συμβατές με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, 26, 87 παρ.1 και 2 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, και των αρχών που προκύπτουν από τα άρθρα αυτά, ήτοι του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της αναλογικότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προς το κράτος, της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιμότητας και της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας (Ειδ.Δικ.6/2015, Ολομ.ΣτΕ 3540/2003, 2287 και 2288/2015 ).
Επισημαίνουμε ότι, όπως έχει κριθεί και από το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος, σε πρόσφατη απόφασή του (αριθ.6/2015 ), η ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να καθορίζει τις συντάξιμες αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, τελεί υπό τους περιορισμούς των διατάξεων των άρθρων 26,87 και 88 του Συντάγματος, ο δε προσδιορισμός του περιεχομένου και του ύψους των συντάξεων, δεν μπορεί να γίνεται κατά τρόπο που να αποκλίνουν αυτές ουσιωδώς από τις, κατ΄εφαρμογή του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος, καθοριζόμενες αποδοχές ενεργείας.
Εξάλλου: 1) με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι ακόμη και σε περίπτωση εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, όχι μόνο εξασφαλίζοντας τους όρους της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου
και 2) Με τη με αριθμό 244/08-02-2017 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου,κρίθηκαν αντισυνταγματικές και αντίθετες προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, οι διατάξεις των μνημονιακών νόμων 3863/2010, 3865/2010, 3986/2011 και 4002/2011 κ.ά., με τους οποίους είχε επιβληθεί «Eιδική Eισφορά Aλληλεγγύης Συνταξιούχων» (ΕΕΑΣ) σε όλους τους συνταξιούχους του Δημοσίου (Δημόσιο, Ειδικά Μισθολόγια, Σώματα Ασφαλείας κ.ά). όρισε δε , ως χρονικό σημείο επέλευσης των αποτελεσμάτων της διάγνωσης της αντισυνταγματικότητας των ως άνω διατάξεων, τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης αυτής ήτοι την 8η Φεβρουαρίου 2017, χωρίς να έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα.
Τονίζουμε άλλωστε ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό το επιχείρημα ότι οι μειώσεις των συντάξεων είναι επιβεβλημένες χάριν της βιωσιμότητας του Ασφαλιστικού Συστήματος, διότι οι συνταξιούχοι, μεταξύ των οποίων και οι δικαστικοί λειτουργοί και οι λειτουργοί του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατέβαλαν διαχρονικά και με συνέπεια τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές και ως εκ τούτου δεν ευθύνονται οι ίδιοι για τη σημερινή κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων. Αντιθέτως, οι παράγοντες που υπονόμευσαν το Ασφαλιστικό Σύστημα είναι η διαχρονική αξιοποίηση από το Κράτος των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων για σκοπούς άσχετους με το φυσικό τους προορισμό, η εισφοροδιαφυγή, η μεγάλη έκταση της ανασφάλιστης εργασίας, η ανεργία και η διαρκώς μειούμενη κρατική χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων. Για το λόγο αυτό πρέπει το Κράτος και όχι οι συνταξιούχοι να πληρώσει για τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων.
Απαιτούμε
Να ικανοποιηθεί το δίκαιο αίτημά μας για αναπροσαρμογή των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών, ώστε να διατηρείται μια σταθερή ( και οπωσδήποτε εύλογη) αναλογία μεταξύ των συντάξιμων αποδοχών και των αποδοχών ενεργείας των δικαστικών λειτουργών.
α) να ανακληθεί και να μην εφαρμοστεί εφεξής η μείωση που επέφερε το άρθρο 13 του ν. 4387/2017, με την μορφή της αναστολής, κατά παράβαση των ανωτέρω Συνταγματικών διατάξεων,
β) να εφαρμοστούν άμεσα από την Πολιτεία για όλους τους συνταξιούχους οι 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και η 244/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και η 127/2016 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 §2 του Συντάγματος, ως προς τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς και λειτουργούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους
γ) να πληρώσει το Κράτος τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων.
Δηλώνουμε ότι θα διεκδικήσουμε με κάθε μορφής συνδικαλιστική δράση την αποκατάσταση των δικαιωμάτων των συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών και των συνταξιούχων λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους».
Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών για το συνταξιοδοτικό των δικαστών
Σε ψήφισμα της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της, η Ένωση Διοικητικών Δικαστών, αναφέρει:
με αφορμή τις πρωτοφανείς περικοπές των συντάξεων των συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών που εξήλθαν από την ενεργό υπηρεσία έως 12.5.2016, οι οποίες υλοποιήθηκαν από 1.10.2017 κατ' επίκληση του άρθρου 13 του ν. 4387/2016, με την εφαρμογή του ανωτάτου ακαθάριστου ορίου 2.000 ευρώ μηνιαίως και ειδικότερα υπό μορφή αναστολής καταβολής του υπερβαίνοντος του ορίου αυτού ποσού, εκφράζει τη διαμαρτυρία της για τη συνολική κατάσταση των συντάξεων και δη αυτών των συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών. Η συνολική μείωση (σωρευτικά από της εφαρμογής των μνημονίων) των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών ανέρχεται σε ποσοστό 74% περίπου.
Η μείωση αυτή είναι αντισυνταγματική, αφού θίγει προδήλως τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος. Τούτο διότι δεν επιτρέπει στον συνταξιούχο να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, όχι μόνο εξασφαλίζοντας τους όρους της φυσικής του υπόστασης (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου. Άλλωστε, με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι ακόμη και σε περίπτωση εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος.
Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών αντιλαμβάνεται μεν την δυσχέρεια ανεύρεσης λύσης στο τόσο πολύπλοκο πρόβλημα της δημιουργίας εκείνων των συνθηκών που θα καταστήσουν το Ασφαλιστικό μας Σύστημα ξανά βιώσιμο, εντούτοις οι συνεχείς, δυσανάλογες και εντέλει αντισυνταγματικές μειώσεις των συντάξεων χωρίς την παράλληλη ανεύρεση αποτελεσματικών λύσεων για να αντιμετωπιστούν τα σύνθετα αίτια του προβλήματος (εισφοροδιαφυγή, ανεργία, δημογραφικό κλπ), αποτελούν μία ευκαιριακή, στείρα και εν εντέλει, αναποτελεσματική επιλογή, καθόσον και δεν λύνει το πρόβλημα και δημιουργεί απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης για μία εξαιρετικά ευάλωτη και χωρίς άλλες επιλογές πληθυσμιακή ομάδα συνανθρώπων μας, όπως οι συνταξιούχοι.
Για το λόγο αυτό, ζητούμε: 1. Να ανακληθεί και να μην εφαρμοστεί εφεξής η μείωση που επέφερε το άρθρο 13 του ν. 4387/2016, με την μορφή της αναστολής. Και 2. Να διαμορφωθεί επιτέλους ένα νέο συνολικό συνταξιοδοτικό πλαίσιο, που να παρέχει σε όλους τους συνταξιούχους τη δυνατότητα να ζήσουν με αξιοπρέπεια.
Προειδοποιούμε ότι θα διεκδικήσουμε με κάθε μορφής νόμιμη, συνδικαλιστική και άλλη, δράση την αποκατάσταση των δικαιωμάτων των συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών.