Παυλόπουλος: Πρωτόγνωρο να ζητά κανείς νομοθέτηση προληπτικών μέτρων
"Είναι πρωτόγνωρο να ζητάει κανείς την νομοθέτηση μέτρων προληπτικών, και μέτρων που τελούν υπό αίρεση", δήλωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Πορτογάλο ομόλογό του Μαρσέλο Ρεμπέλο ντε Σόουζα.
Απαντώντας σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ για την απαίτηση των δανειστών να νομοθετήσει η Ελλάδα προληπτικά μέτρα μετά τη λήξη του προγράμματος, για το 2019, ο κ. Παυλόπουλος τόνισε ότι οι χώρες που είναι υπό πρόβλημα, θα κάνουν αυτό που έχουν δεσμευτεί να κάνουν, θα εκπληρώσουν όλες τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει.
"Θα τονίσουμε στους εταίρους, ότι δεν μπορούμε να υλοποιήσουμε δεσμεύσεις που μας ζητούν κάποιοι, οι οποίες όμως είναι αντίθετες με το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο. Ό,τι περιλαμβάνουν οι συμφωνίες που έχουμε υπογράψει, τα προγράμματα που έχουμε αποδεχθεί και των οποίων έχουμε συγκυριότητα όπως είναι γνωστό προσπαθούμε να το πράξουμε. Είναι όμως γνωστό επίσης, πως τα προγράμματα αυτά για να είναι υποχρεωτικά για τη χώρα στην οποία επιβλήθησαν, πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο. Καθένας γνωρίζει πως είναι πρωτόγνωρο να ζητάει κανείς την νομοθέτηση μέτρων προληπτικών, και μέτρων που τελούν υπό αίρεση" τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και συμπλήρωσε:
"Το να υποχρεωθεί μία χώρα να ψηφίσει με νόμο τέτοια μέτρα, σημαίνει ότι θα δεχόταν να παραβιάσει κάθε έννοια του ευρωπαϊκού δικαίου και κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και ιδίως διεθνούς δικαίου που να αφορά τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Διότι δεν είναι δυνατόν να ληφθούν τέτοια μέτρα και δεν ετέθη ποτέ ζήτημα για καμιά ευρωπαϊκή χώρα να πάρει τέτοια μέτρα. Είναι άλλο να δεσμευτείς ότι σε συγκεκριμένα πεδία θα πάρεις μέτρα – και γραπτώς ακόμη να δεσμευτείς – και άλλο πράγμα να νομοθετείς. Νομοθεσία υπό αίρεση και μάλιστα μελλοντική νομοθεσία και αίρεση για τη λήψη μέτρων μετά από δύο και τρία χρόνια, είναι κάτι όχι μόνο πρωτόγνωρο αλλά και εντελώς αντίθετο –το τονίζω- πέρα και έξω από την λογική του ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου και δεν μπορεί να γίνει δεκτό, όχι μονάχα απ’ την Ελλάδα και την Πορτογαλία, από οιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα και δη από χώρα του σκληρού πυρήνα της Ε.Ε. δηλαδή της ευρωζώνης".