Τρίτο Μνημόνιο: Τα «αγκάθια» της εφαρμογής του
Το τρίτο κατά σειρά μνημόνιο απέκτησε η Ελλάδα στο τέλος της εβδομάδας που πέρασε, με ουκ ολίγους να υποστηρίζουν ότι πρόκειται για το σκληρότερο, από πλευράς μέτρων, από τα προηγούμενα δύο. Η κυβέρνηση ωστόσο, αναγνωρίζοντας τις επιπτώσεις της εφαρμογής του, εκτιμά ότι ήταν επιτυχία η συμφωνία, πρωτίστως για το ότι εξασφαλίζεται η προοπτική για τη ρύθμιση του χρέους στα τέλη Οκτωβρίου, κάτι που θα ανοίξει το δρόμο για την έξοδο από την κρίση.
Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα του τελευταίου μνημονίου είναι το ίδιο με των προηγουμένων: η υλοποίησή του. Το πρόβλημα εντοπίζεται όχι σε αυτά καθαυτά τα μέτρα, αλλά στο ότι η κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει την πολιτική βούληση να υιοθετήσει το πρόγραμμα, όπως η ίδια διαμηνύει.
Σε αυτό το μνημόνιο η βασική διαφοροποίηση από τα δύο άλλα είναι ότι δίνεται μεγαλύτερο βάρος στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, παρά στη δημοσιονομική προσαρμογή. Στις εκθέσεις των θεσμών, άλλωστε, τα τελευταία χρόνια επαναλαμβανόταν ότι για να εφαρμοστούν τα προγράμματα, θα πρέπει η εκάστοτε κυβέρνηση να συγκρουστεί με τα «κατεστημένα συμφέροντα» που αντιδρούν στις αλλαγές.
Σε κάθε περίπτωση, οι θεσμοί επιμένουν να διαβεβαιώνουν τις τελευταίες μέρες τις χώρες της Ευρωζώνης ότι, με το νέο πρόγραμμα διασφαλίζονται τα εξής:
Η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων μειώθηκαν, όχι γιατί υπήρξε κάποια οπισθοχώρηση σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά μέτρα, αλλά επειδή ενσωματώθηκαν νέα χειρότερα δεδομένα για την ελληνική οικονομία. Ο «δρόμος» που ακολουθείται είναι αυτός της ήπιας προσαρμογής, λόγω της επιστροφής της ύφεσης και της προσπάθειας που είχε γίνει το 2010. Η επιστροφή στα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα εκτροχιάζει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, θέμα που έχει μετατεθεί στα τέλη Οκτωβρίου, μετά δηλαδή την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος.
Οι όροι της δανειακής σύμβασης. Για να τεθεί σε ισχύ η νέα δανειακή σύμβαση, η οποία θα φτάσει στα 86 δις για τα επόμενα τρία χρόνια, υπάρχουν οι όροι που αφορούν πρωτίστως την προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών άμεσα και σε βάθος χρόνου, καθώς και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.
Εκτός των δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερο βάρος δίνεται και στο ταμείο διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας, στο οποίο θα μεταφερθούν περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου, ύψους μέχρι 50 δις ευρώ, σε βάθος 30 ετών. Η δημιουργία του Ταμείου ήταν και το «κλειδί» για την επίτευξη της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου. Δεδομένου ότι ένα τέτοιο Ταμείο δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί σε μικρό χρονικό διάστημα και να είναι λειτουργικό, στο μνημόνιο περιγράφονται τα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, με στόχο να ξεκινήσει τις εργασίες του τον Μάρτιο του 2016.
Αυτό που προκύπτει, από τα έως τώρα δεδομένα, είναι ότι ενεργό ρόλο στο τι στοιχεία θα διαχειρίζεται το Ταμείο, που θα έχει έδρα στην Αθήνα, θα έχει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕSM). Επιπλέον, η δημόσια περιουσία που θα περάσει σε αυτό θα αποτελέσει, στην ουσία, την εγγύηση για τα δάνεια που θα λάβει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια από τον ESM.
Σε μια ανάγνωση του κειμένου του μνημονίου, είναι εύκολα αντιληπτό ότι, υπάρχει σαφής χρονικός διαχωρισμός της εφαρμογής των μέτρων. Το πρώτο πακέτο προαπαιτούμενων, που ήδη κατατέθηκε στη Βουλή, ενώ το δεύτερο, με τα περισσότερα μέτρα θα είναι αυτό που θα πρέπει να εφαρμοστεί στα πλαίσια του πρώτου ελέγχου τον Οκτώβριο.
Αυτό το γεγονός είναι ενδεικτικό της ανησυχίας που προκαλείται στους δανειστές, αναφορικά με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Για το λόγο αυτόν, επιχειρήθηκε να δοθεί από τους θεσμούς η εμπροσθοβαρής ένταξη των δράσεων που πρέπει να εφαρμοστούν και ταυτόχρονη εκταμίευση των δόσεων με το «σταγονόμετρο» και με κριτήριο του τι υποχρεώσεις υπάρχουν για την εξυπηρέτηση του χρέους, με στόχο τον περιορισμό της πολιτικής ευελιξίας της κυβέρνησης.