FT: Η διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων μπορεί να οδηγήσει σε Grexit
Για λάθος υπολογισμό από την ελληνική κυβέρνηση που θα μπορούσε να οδηγήσει στην άτακτη έξοδο της χώρας από το ευρώ κάνει λόγο αρθρογράφος των Financial Times αναφερόμενος στο ελληνικό αίτημα για τις πολεμικές αποζημιώσεις.
Όπως σημειώνει ο Gideon Rachman το αίτημα έρχεται σε μια στιγμή που η κυβέρνηση μένει χωρίς χρήματα και οι πιστωτές χάνουν την υπομονή τους. «Η χώρα μπορεί αυτό το καλοκαίρι να χρειαστεί νέο πακέτο βοήθειας. Με το να βάζει το θέμα αυτό στο τραπέζι οι Έλληνες μπορεί να νιώθουν ότι αποκτούν επιπλέον πλεονέκτημα καθώς και την πιθανότητα ότι τελικά τα χρέη τους θα διαγραφούν αντί να επεκταθούν χρονικά. Αλλά επίσης έχουν ανεβάσει το ρίσκο ότι οι Γερμανοί απλά θα αποχωρήσουν από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων υποχρεώνοντας την Ελλάδα σε χρεοκοπία και σε μια άτακτη έξοδο από το ευρώ» αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Στο Βερολίνο (από όπου γράφω) η κυβέρνηση Τσίπρα δίνει την αίσθηση ότι είναι χαοτική, αναξιόπιστη, διασπασμένη και ασόβαρη. Η ανάδειξη του ζητήματος των αποζημιώσεων σε αυτό το σταυροδρόμι απλά επιβεβαιώνει αυτή την εντύπωση» συμπληρώνει ο Rachman .
Αναφερόμενος στο εσωτερικό της Γερμανίας ο αρθρογράφος σημειώνει πως στην αριστερά, υπάρχουν ορισμένοι που υποστηρίζουν πως η Γερμανία πρέπει να επανεξετάσει το ζήτημα και να σκεφτεί σοβαρά την καταβολή ενός σημαντικού ποσού ενώ στη δεξιά, υπάρχουν αυτοί που απορρίπτουν εξολοκλήρου το ζήτημα των ελληνικών απαιτήσεων.
Ο Rachman επικαλείται κυβερνητικό αξιωματούχο, σύμφωνα με τον οποίο « η Γερμανία ίσως είναι διατεθειμένη να πληρώσει ένα επιπλέον ποσό για τις αποζημιώσεις. Αλλά η απόφαση πρέπει να βασίζεται σε προσεκτική και συστηματική αξιολόγηση και τα χρήματα θα πρέπει να πάνε σε ίδρυμα για την βοήθεια συγκεκριμένων θυμάτων ή περιοχών που υπέφεραν και όχι απευθείας στον ελληνικό προϋπολογισμό».
Κατά τον αρθρογράφο πίσω από τέτοιες συμπεριφορές κρύβεται ένας βαθύτερος θυμός και κυνισμός για το ελληνικό αίτημα. Οι Γερμανοί σημειώνουν ότι η Ελλάδα δεν ανακίνησε το ζήτημα όταν διαπραγματευόταν την είσοδο της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ή όταν αγωνιζόταν να κερδίσει την ένταξη της στο ευρώ την δεκαετία του 1990. Ούτε είχε αποτελέσει το όλο θέμα πρόβλημα κατά τις δύο δεκαετίες στις οποίες η Ελλάδα, μαζί με τις φτωχές χώρες της Ε.Ε., έλαβε δισεκατομμύρια ευρώ χρηματοδότησης από την υπόλοιπη Ε.Ε., από τα λεγόμενα διαρθρωτικά ταμεία ή ταμεία συνοχής.
Σύμφωνα με τον Rachman είναι εντυπωσιακό «το νούμερο που σκέφτηκαν οι Έλληνες – 278 δισ. ευρώ» . Όπως αναφέρει αντιστοιχεί περίπου στα 240 δισ. ευρώ που έχει δανειστεί η Ελλάδα από τα πακέτα διάσωσης της ευρωζώνης. Συμπληρώνει επίσης ότι «οι Έλληνες δεν δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον στην διεκδίκηση επιπλέον αποζημιώσεων από την Ιταλία, η οποία είχε καταλάβει ένα μέρος της Ελλάδας τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – αν και δεν είχε επιδείξει την ίδια βαρβαρότητα με τους Ναζί».
Ο αρθρογράφος των FT προβλέπει, επίσης, ότι το συγκεκριμένο θέμα «μπορεί να πάρει άσχημη τροπή τους επόμενους μήνες» καθώς «υπάρχει ανησυχία πως στους εορτασμούς του επόμενου μήνα στην Μόσχα για την 70η επέτειο από το τέλος του πολέμου, οι Έλληνες μπορεί να στήσουν ειδικό μνημείο για τις θηριωδίες των Γερμανών στον πόλεμο».
«Όλα αυτά μπορούν να προσφέρουν κάποια συναισθηματική ικανοποίηση στην Ελλάδα, μια χώρα που υπέφερε πράγματι πολύ κατά την διάρκεια του πολέμου και τώρα βρίσκεται υπό τρομερή οικονομική πίεση. Αλλά δεν αποτελούν μια έξυπνη διαπραγματευτική στρατηγική. Οποιοδήποτε νέο πακέτο δανείων στην Ελλάδα θα πρέπει να περάσει από την γερμανική Βουλή. Οι Γερμανοί πολιτικοί θα ήταν εξαιρετικά επιφυλακτικοί να το εγκρίνουν ακόμα και υπό φυσιολογικές συνθήκες. Η σύνδεση του θέματος του χρέους με τις ενοχές των Γερμανών για τον πόλεμο και η ανάδειξη της πιθανότητας να μην αποπληρωθεί ποτέ – γιατί θα έπρεπε να διαγραφεί έναντι των «αποζημιώσεων» - ακούγεται ως μια ενδεχόμενη προαναγγελία θανάτου των προοπτικών έγκρισης του νέου πακέτου δανείων στην Ελλάδα από το Βερολίνο. Και χωρίς νέα δάνεια η Ελλάδα μπορεί να στερεύσει από χρήματα μέσα στους επόμενους μήνες» καταλήγει ο αρθρογράφος των Financial Times.